Η πρώτη φορά που άκουσα στην «πολιτική πιάτσα» κουβέντα για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, ήταν την ημέρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίαζε στην Βουλή τις προγραμματικές του δηλώσεις, τον Ιούλιο του 2019!
Το έχουν συνήθειο οι δικές μας «φλυαρούσες τάξεις» να αρχίζουν να συζητούν για εκλογές μόλις κλείσουν οι κάλπες και για ανασχηματισμό μόλις ορκιστούν οι υπουργοί. Αλλά αυτή τη φορά υπήρχε μια, ευλογοφανής τουλάχιστον, δικαιολογία: Η απλή αναλογική. Αν για να «κάψουμε» την απλή αναλογική- ήταν το επιχείρημα- πρέπει να πετάξουμε μια εκλογική αναμέτρηση στον κάλαθο των αχρήστων και να πάμε σε δεύτερες εκλογές με νέο εκλογικό νόμο, τότε το όλο εγχείρημα πρέπει να γίνει όταν η κυβερνητική παράταξη έχει ακόμη πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψει, όχι όταν έχει αρχίσει η φθορά της.
Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μπήκε ποτέ στ’ αλήθεια σε αυτόν τον πειρασμό. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το γαϊτανάκι των κρίσεων, που διαδέχονταν η μία την άλλη, από τις αρχές του 2020, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για εκλογικές περιπέτειες. Και κάπως έτσι φθάσαμε μέχρις εδώ, με τον ερχόμενο Σεπτέμβριο να μοιάζει η τελευταία ευκαιρία για να οργανωθεί μια «πρόωρη» διπλή εκλογική εκστρατεία, που η ελάχιστη διάρκειά της θα ήταν 70 ημέρες. Το εκλογικό ορόσημο έμοιαζε ακαταμάχητο, πρόσθεσε κι ο πρωθυπουργός έναν νεφελώδη υπαινιγμό, σε μια συνέντευξη στην ΕΡΤ στα μέσα Ιουνίου, και οι πρόωρες εκλογές άρχισαν να μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκρινε ότι έπρεπε να διαψεύσει πειστικά την προφητεία, πριν του επιβληθεί. Το έκανε, πρώτα στην Βουλή την Τετάρτη κι ύστερα, ακόμη πιο κατηγορηματικά, με την συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ.
Μπορεί ακόμη, παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές να έρθουν νωρίτερα, το φθινόπωρο; Φυσικά- αρκεί να μπορεί να επικαλεστεί ο επισπεύδων έναν λόγο επίσπευσής τους, όχι μόνον αδιαμφισβήτητα πειστικό, αλλά και «οψιγενή». Δηλαδή έναν λόγο που να έχει προκύψει εκ των υστέρων και να μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τον γνώριζε όταν διαβεβαίωνε ότι οι κάλπες θα έρθουν «στο τέλος της τετραετίας».
Αλλά αυτό- η επαρκής αιτιολόγηση των πρόωρων εκλογών- ήταν εξ αρχής και είναι πάντα η μεγαλύτερη (αν και μη προφανής πάντα) δυσκολία της υπόθεσης. Γιατί η ιστορία είναι γεμάτη με περιπτώσεις πρόωρων εκλογών που γύρισαν σαν μπούμερανγκ εναντίον εκείνου που τις προκήρυξε, ακριβώς επειδή το εκλογικό σώμα δεν πείστηκε για την αναγκαιότητά τους και τιμώρησε αυτό που, στα μάτια του, φάνηκε ως πολιτικάντικος κυνισμός.
Επιστροφή στα βασικά. Πρόωρες εκλογές, όταν δεν τις επιβάλει η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, μπορεί να γίνουν για δύο λόγους: Επειδή έχει προκύψει ένα μεγάλο, σοβαρό θέμα που απαιτεί νέα πολιτική νομιμοποίηση για τον χειρισμό του. Ή επειδή το κόμμα που κυβερνά βρίσκει μια ευκαιρία να διευρύνει την πλειοψηφία του ή να προλάβει την φθορά του.
Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτουν, ως πρόσφατο παράδειγμα, οι εκλογές στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία που, αμέσως μετά την υπογραφή των «μνημονίων» τους, είχαν την σοφία να νομιμοποιήσουν την δραματική κίνηση με μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες- κίνηση που επέτρεψε μια σχετικά συναινετική, ανώδυνη και γρήγορη αντιμετώπιση της περιπέτειας, σε αντίθεση με εμάς που, το 2010, δεν ακολουθήσαμε τον ίδιο δρόμο και το πληρώσαμε ακριβά. Στην δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν εκατοντάδες παραδείγματα (μόνον σε εμάς: Καραμανλής 1977, Παπανδρέου 1985, Σημίτης 1996) όπου οι πρόωρες εκλογές επιβράβευσαν εκείνον που τις προκήρυξε.
Μα υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η προσφυγή στις κάλπες αποδείχθηκε παγίδα. Το πρώτο σχετικό παράδειγμα στην νεότερη ιστορία είναι οι εκλογές του 1923 στην Βρετανία, όπου οι Συντηρητικοί ζήτησαν πρόωρες εκλογές έναν χρόνο μετά την εκλογική τους νίκη για να στερεώσουν την πλειοψηφία τους και βρέθηκαν δίχως πλειοψηφία, για να προκύψει τελικά η κυβέρνηση του Ράμσεϊ Μακντόναλντ, η πρώτη κυβέρνηση Εργατικών. Το κορυφαίο παράδειγμα είναι οι εκλογές του 1997 στην Γαλλία, όπου ο πρόεδρος Σιράκ, λίγο μετά την εκλογή του, προκάλεσε πρόωρες βουλευτικές εκλογές για να ισχυροποιήσει την ήδη ισχυρή πλειοψηφία του, για να βρεθεί τελικά χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και να υποχρεωθεί σε μακρά συγκατοίκηση με τους Σοσιαλιστές του Ζοσπέν. Τηρουμένων των αναλογιών, οι εκλογές του 2007 (όπου ο νικητής των εκλογών θυσίασε μια άνετη πλειοψηφία για να βρεθεί εκβιαζόμενος από τους 2-3 βουλευτές που του έδιναν μια ασθενή και εύθραυστη πλειοψηφία) και το 2009 (όπου το εκλογικό σώμα εξέλαβε την προκήρυξη εκλογών από τον Καραμανλή ως πρόθεση εξόδου από την εξουσία και του την προσέφερε), ανήκουν στην ίδια κατηγορία των πρόωρων-μπούμερανγκ. Που επιβεβαιώνουν πως, όταν η πρόωρη πρόσκληση στις κάλπες δεν αιτιολογείται πειστικά, οι προσκαλούμενοι εκδικούνται τον προσκαλούντα.
Με αυτό το δεδομένο, η απόφαση Μητσοτάκη να κλείσει την συζήτηση περί εκλογών (πολύ περισσότερο αν τηρήσει την δέσμευσή του) και να «πάρει το ρίσκο» ενός σκληρού χειμώνα, μοιάζει ασφαλέστερη επιλογή από την επιλογή της προκήρυξης εκλογών που ένα τμήμα του εκλογικού σώματος θα διάβαζε ως κόλπο «πονηρού πολιτευτή». Αλλά ο πρωθυπουργός έχει έναν ακόμη δυσκολότερο πολιτικό γρίφο να λύσει. Πώς θα δικαιολογήσει δεύτερες εκλογές, αν οι πρώτες, της απλής αναλογικής του δίνουν την δυνατότητα- αριθμητικά και πολιτικά- να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας;
Αναδημοσίευση από Τα Νέα και το K-Report