Στις συναυλίες του Λεξ στη Νέα Σμύρνη και των Βήτα Πεις στο κλειστό του ΟΑΚΑ δεν στήθηκε κανείς επίσημος για selfies. Προτίμησαν τον κάποτε δικό μας Alice Cooper που προσφέρει εύκολα πια τον metal συμβιβασμό του. Η νεολαία, ωστόσο, δεν είχε κανένα λόγο να βρεθεί στο Ηρώδειο, προτίμησε τον συνωστισμό του “Τίποτα στον κόσμο” και της “Χρονιάς των δρόμων” επειδή έχουν να της πουν πολλά οι στίχοι και οι μουσικές σε αντίθεση με το Hell is living without you. Είναι άλλα τα κρεβάτια κι άλλα τα καρφιά που μας/ τους πονάνε πλέον (Bed of Nails).
Στις δύο συναυλίες βρέθηκαν πάνω από 35.000 νέοι. Ούτε το ΠΑΜΕ δεν μπορεί να κατεβάσει τέτοιο πλήθος στους δρόμους, όσο για τα άλλα κόμματα, ούτε να το συζητάμε.
Κι’ όμως, όταν ο Λεξ τραγουδά “Ζούμε τον έρωτα σε νοικιασμένα σπίτια. Που ‘χουν κομμένα ρεύματα και απλήρωτα ενοίκια. Μικρά δωμάτια και όνειρα τεράστια”, μάλλον είναι πολύ περισσότερο επίκαιρος από την ανυπέρβλητη “Δραπετσώνα”. Οι γενιές γράφουν τις δικές τους ιστορίες και η “Άπονη ζωή” γίνεται διαχρονική αλλάζοντας ρίμες και νότες. Η ίδια είναι αλλά ψάχνει και βρίσκει τις δικές της μουσικές -και όχι μόνο- εκδοχές μέσα στον χρόνο.
Αυτή η μουσική κι αυτή η νεολαία δεν έχει σχέση με τα “γκάνια” και τα drugs της άλλης (τ)ραπ που ως χυδαία, χυδαία ενσωματώνεται στην παραλιακή δίπλα στις μιμήσεις του Ρέμου. Ποτέ οι γενιές δεν είχαν ένα πρόσωπο, αλλά τούτο το πρόσωπο στη Νέα Σμύρνη και το κλειστό του ΟΑΚΑ ίσως να έχει να πει κάτι περισσότερο. Μάλλον το λέει αλλά δεν την ακούν. Με αυτό τον συχνά όμορφο ναρκισσισμό της απαρέσκειας για τον συρμό αλλά και την μοναξιά της ιδιαιτερότητας. Το να έχεις φωνή είναι το πρώτο βήμα, αν την ακούν τη φωνή σου είναι άλλο ζήτημα. Όταν, όμως, δεν την ακουν, όταν σε ωθούν στο περιθώριο, η φωνή σου γίνεται θυμός.
Όπως γράφει ( στο μικρό αφιέρωμα που δημοσιεύει το libre) ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ, Νικόλας Χρηστάκης, για τον Λεξ: «Μπορεί κανείς να δει (και να ακούσει) μία λογική και ανθρώπινη αντισυστημική φωνή: “Πέφτουμε από τις πολυκατοικίες” – και “μέχρι εδώ όλα καλά”, όπως μας έμαθε ο Κασοβίτς. Οι λέξεις πέφτουν κι αυτές.
“Ζούμε τον έρωτα σε νοικιασμένα σπίτια. Που ‘χουν κομμένα ρεύματα και απλήρωτα ενοίκια. Μικρά δωμάτια και όνειρα τεράστια.” και «η συναυλία ήταν η απόδειξη ότι υπάρχει κάτι συλλογικό, ένα κώδικας, κοινός θυμός και μια αίσθηση ότι παίζεις με σημαδεμένη τράπουλα», συμπληρώνει.
Κάπου εκεί βλέπει κανείς την φωτιά. Ο γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός Άκης Καπράνος το οριοθετεί σωστά: “Γιατί τίποτα το εξωπραγματικό δε συνέβη στη Νέα Σμύρνη: Μια ιδέα, μια δράση, μια συναυλία που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, δίχως διαφήμιση και προώθηση, και 25.000 άτομα, πιτσιρικάδες αλλά και μεγαλύτεροι από εμένα (που έχω «πατήσει» τα 45) βρέθηκαν στο Γήπεδο του Πανιωνίου για να φωνάξουν στίχους σαν αυτόν που ανοίγει το κείμενο. Είναι σημαντικό πως δεν χρειάστηκε να τους τραγουδήσουν αλλά να τους φωνάξουν. Ο κόσμος δε νομίζω πως διαθέτει την ψυχραιμία να «τραγουδήσει» λόγια που αποτυπώνουν τόσο καθαρά την κοινωνική πραγματικότητα που ζούμε από τα χρόνια της κρίσης και μετά.“
Αυτή η γενιά μεγάλωσε μέσα στην κρίση. Είδε τους γονείς να ζορίζονται για να επιβιώσουν, είτε τον πατέρα ή την μητέρα να μένουν χωρίς δουλειά, κατάλαβε σιγά σιγά μεγαλώνοντας πως κάτι τερατώδες συμβαίνει στη χώρα. Και μετά ήρθε η πανδημία, κλείστηκε στο σπίτι, εγκλωβίστηκε στο κινητό και το τάμπλετ, έχασε τους φίλους, συνωστίστηκε στις πλατείες και την κυνήγησαν γι αυτό. Και μετά άρχισε να ψάχνει για δουλειά, κι όταν ακόμα βρήκε είδε πως δεν φτάνει αυτό για να φύγει από το σπίτι και το χνώτο του πατέρα. Χιλιάδες ερωτήματα, καμία απάντηση, μία γλώσσα ξένη που δεν την συγκινεί, δεν την καταλαβαίνει.
Kαι, μαζί με αυτά, αυτή η πελώρια αίσθηση για τον χαμένο χρόνο, για όσα δεν έχουν ειπωθεί, για τους μικρούς συμβιβασμούς που γίνονται ωκεανοί. Για την απώλεια του ανοιχτού ορίζοντα, αυτή την δηλητηριώδη αίσθηση πως δεν είναι πολλά τα μέτρα που μπορείς να διανύσεις πριν πέσεις στον τοίχο.
Το λέει καλύτερα, από τον γράφοντα, ο ποιητής Δημήτρης Γλυφός: “Η δύναμη του ΛΕΞ δεν είναι η φωτιά που σου βάζει, αλλά η φωτιά που παίρνεις ο ίδιος από το βίωμα των στίχων του. Δεν επιβάλλει ρίμες. Δεν εκπροσωπεί αυτάρεσκα τον καθένα σαν πλήθος. Φέρει το βάρος της ευθύνης όσων λέει, για όσο του αναλογεί. Δεν την μοιράζει στους ώμους τρίτων, την αφήνει να ακουστεί. Καταγράφει με ιδιαίτερη αμεσότητα, αυθεντικότητα και ρεαλισμό τα μικρά και μεγάλα γεγονότα στα αστικά περιβάλλοντα, ταπεινός και πεινασμένος, χωρίς να χρειάζεται κραυγή για να κεντρίσει το ενδιαφέρον, να κάνει θόρυβο. Λες και προσκαλεί σε συνομιλία τον ακροατή, χωρίς να μονολογεί δίνοντας γραμμή. Μιλά για τα απανωτά σοκ των γενιών -δεν είναι μία πια- της κρίσης. Εντοπίζει το πρόβλημα και το ανασύρει στην επιφάνεια. Δεν είναι σωτήρας. Δεν είναι προνόμιο. Είναι η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη της γειτονιάς που γεννιέται από τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη.“
Πολλοί απ΄ αυτή τη γενιά δεν θα πάνε να ψηφίσουν, επειδή αυτοί που θέλουν να τους εκπροσωπήσουν συνωστίζονται για μια selfie με τον Alice Cooper, ή εξαργυρώνουν την “επαναστατικότητά” τους στους Renegades του Bruce (The Boss) Springsteen με τον Ομπάμα.
Υπάρχει, όμως, κάτι επικίνδυνο -όχι γι αυτούς αλλά για εμάς (τους άλλους): Όχι μόνο δεν ξέρουμε την γλώσσα που μιλούν, όχι μόνο δεν την καταλαβαίνουμε, αλλά, το χειρότερο, δεν κάνουμε καν την προσπάθεια να τους ακούσουμε. Τα παιδιά κάποιων από εμάς ίσως ήταν στη Νέα Σμύρνη και στο κλειστό του ΟΑΚΑ, ελάχιστοι, όμως, θα κάνουμε τον κόπο να σκεφτούμε εάν αυτό σημαίνει κάτι περισσότερο απ΄ ότι “ε, εντάξει, ήταν σε ένα live”. Είτε γιατί θεωρούμε περιττό, ίσως και εχθρικό, τον θυμό που νοιώθουν, είτε διότι πιστεύουμε πως η επαναστατικότητα (…) εξαντλείται στον Νταλάρα.
Οι κοινωνίες, θα μου πείτε, πορεύονται και μέσα από τους διχασμούς τους. Μέσα από τα χάσματα γενεών. Το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνο, όμως, όταν είναι στημένο και οι χαμένοι βρίσκονται πάντοτε από τη μία πλευρά.
Δεν είμαι σίγουρος, πάντοτε, σχετικά με το τι θέλουν να μου πουν αυτά τα παιδιά. Είμαι, όμως, σίγουρος πώς θέλω να μάθω τι έχουν να πουν, θέλω να τους ακούσω. Ακόμα κι αν εκνευρίζομαι με την πηγαία απολυτότητά τους. Δεν είναι η φωνή εκείνων που θέλουν να μας μοιάσουν, δεν είναι καν η φωνή εκείνων που θέλουν να μας αλλάξουν -μάλλον “χαμένους” μας θεωρούν. Αποζητούν, όμως, να συζητήσουν, να πουν τους δικούς τους στίχους κι εμείς να βρούμε λίγο χρόνο να τους ακούσουμε.
Δεν ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω. Νοιώθω αδύναμος. Θέλω, όμως, να ακούσω…