Ο αιματηρός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αποτελεί, όπως αναφέρουν οι περισσότεροι παρατηρητές, επίθεση κατά της δημοκρατίας, της κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, η επιθετικότητα του Κρεμλίνου απαιτεί μια ισχυρή απάντηση, όπως οι πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η τεράστια στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Ωστόσο, η Δύση ενδεχομένως να αποφύγει οποιαδήποτε άμεση παρέμβαση, από φόβο μήπως θεωρηθεί κήρυξη πολέμου κατά της Ρωσίας.
Η πολιτική που ακολουθεί η Αμερική απέναντι στην Ταϊβάν δεν είναι σαφής. Και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο: μη δηλώνοντας ξεκάθαρα εάν θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν στο ενδεχόμενο κινεζικής εισβολής, οι ΗΠΑ κατάφεραν να αποτρέψουν την Κίνα – η οποία θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο πολέμου με την κορυφαία στρατιωτική υπερδύναμη του κόσμου – χωρίς να δώσουν υποσχέσεις που ίσως να μην θέλουν να τηρήσουν. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν αυτή η πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» μπορεί να προσφέρει στην Ταϊβάν αυτού του είδους την προστασία που δεν είχε ποτέ η Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιαπωνίας, Άμπε Σίνζο, η απάντηση είναι όχι. Τον Απρίλιο, υποστήριξε ότι ενώ η στρατηγική ασάφεια στο παρελθόν είχε θετικά αποτελέσματα, η επιτυχία της εξαρτιόταν πάντα από δύο παράγοντες: οι ΗΠΑ να είναι αρκετά ισχυρές ώστε να διατηρήσουν την πολιτική τους και η Κίνα να είναι «πολύ κατώτερη» από τις ΗΠΑ σε στρατιωτική ισχύ. Καμία από τις δύο προϋποθέσεις, όμως, δεν ισχύει σήμερα. Κατά την άποψη του Άμπε, η πολιτική αυτή, σήμερα, είναι αναποτελεσματική και απαιτείται, επειγόντως, η ξεκάθαρη δέσμευση των ΗΠΑ ότι θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν από την κινεζική επιθετικότητα.
Αν λάβουμε υπόψη την αποτυχία της Αμερικής να αποτρέψει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μπορούμε να κατανοήσουμε την έκκληση του Άμπε για μεγαλύτερη σαφήνεια. Έκκληση που, έναν μήνα μετά την εισβολή, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, φάνηκε να λαμβάνει υπόψη του: σε επίσκεψή του, στην Ιαπωνία, ο Μπάιντεν δήλωσε ευθέως ότι, εάν χρειαστεί, οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν. Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος έσπευσε να ανακαλέσει τη δήλωση του Μπάιντεν, διαβεβαιώνοντας ότι η πολιτική της Αμερικής απέναντι στην Ταϊβάν δεν έχει αλλάξει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η δήλωση του Μπάιντεν ήταν αναληθής. Ίσως οι ΗΠΑ σκοπεύουν πράγματι να υπερασπιστούν την Ταϊβάν από ενδεχόμενη κινεζική εισβολή. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μπάιντεν ανέφερε, στη δήλωσή του, ότι η πολιτική των ΗΠΑ δεν έχει αλλάξει, ενδεχομένως να υποδηλώνει ότι η υπεράσπιση της Ταϊβάν ίσως να ήταν το αρχικό σχέδιο των ΗΠΑ. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό ισχύει, είναι σαφές ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν θα το πουν ευθέως.
Οι κινεζικές δυνάμεις μπορεί κάλλιστα να χρειαστεί να αποβιβαστούν στο νησί, πριν ο κόσμος μάθει ποια είναι η θέση των ΗΠΑ. Αλλά πόσο πιθανό είναι το ενδεχόμενο κινεζικής εισβολής; Προσπαθώντας να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, αξίζει να συγκρίνουμε τη δυναμική μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας με εκείνη της Κίνας και της Ταϊβάν.
Ίσως η πιο προφανής διαφορά είναι ότι, ενώ η Ουκρανία αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ανεξάρτητη χώρα, η Ταϊβάν θεωρείται επισήμως τμήμα της Κίνας. Αν κι αυτό, από ανθρωπιστικής απόψεως, δεν αποτελεί τεράστια διαφορά, σε περίπτωση εισβολής, θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο οποιαδήποτε σύγκρουση αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο.
Η Ταϊβάν είναι, επίσης, μικρότερη και πλουσιότερη από την Ουκρανία. Ενώ ο πληθυσμός της Ουκρανίας είναι λιγότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ρωσίας, ο πληθυσμός της Ταϊβάν είναι μόλις το 2% του πληθυσμού της ηπειρωτικής Κίνας. Εντούτοις, παρά τους σημαντικούς γεωργικούς πόρους της Ουκρανίας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της αποτελεί περίπου μόνο το ένα τρίτο εκείνου της Ρωσίας, ενώ της Ταϊβάν είναι σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο από εκείνο της Κίνας.
Η Ταϊβάν οφείλει μεγάλο μέρος της ευημερίας της στην Taiwan Semiconductor Manufacturing Company – παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της και πρότυπο βιομηχανικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση της TSMC δεν είναι πολύ μικρότερη από το ΑΕΠ του νησιού. Χάρη σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την ισχυρή μηχανή ανάπτυξης, το Ιαπωνικό Κέντρο Οικονομικών Ερευνών προβλέπει ότι, το 2028, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ταϊβάν θα ξεπεράσει το αντίστοιχο ΑΕΠ της Ιαπωνίας.
Παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχουν την ίδια περιφρονητική αντιμετώπιση για τη ζωή και άλλα ανθρωπιστικά ζητήματα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο γεωπολιτικών καταστάσεων. Στην Ουκρανία, ο επιτιθέμενος δεν είναι μόνο μεγαλύτερος, αλλά και σημαντικά πλουσιότερος. Κάτι παρόμοιο δεν θα ίσχυε και στην περίπτωση της Ταϊβάν. Και ακόμη κι αν η Κίνα κατάφερνε να υποτάξει το νησί μέσω της στρατιωτικής βία, θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει να σκοτώσει την «κότα με τα χρυσά αυγά». Σε μια εποχή που η Κίνα αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές πιέσεις και η ανάπτυξη επιβραδύνεται απότομα, κάτι τέτοιο είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα. Η μόνη μου ανησυχία είναι ότι η φιλοδοξία του Σι να οικοδομήσει έναν γεωπολιτικό ηγεμόνα θα τον κάνει να περιφρονεί τις οικονομικές – αλλά και τις ανθρώπινες – θυσίες.
Η Κίνα και η Ταϊβάν θα μπορούσαν, έτσι, να αποκτήσουν κοινό συμφέρον στο να αποφευχθεί η σύγκρουση. Και πάνω σε αυτό το θεμέλιο μπορεί να οικοδομηθεί ένας συμβιβασμός – με ή χωρίς τη ρητή δέσμευση των ΗΠΑ να υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν. Στην πραγματικότητα, τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν τον πιο ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα.
O Κοίτσι Χαμάντα, επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale, ήταν ειδικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Άμπε Σίνζο.