Η πορεία των οικονομικών επιδόσεων και οι δείκτες απορρόφησης του Ταμείου προκαλούν προβληματισμό σχετικά με τη ρεαλιστικότητα των στόχων και την ύπαρξη ή μη αποθέματος ώριμων έργων που θα υποστηρίξουν την πρώτη περίοδο υλοποίησής του.
Ευγενία Φωτονιάτα
Η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη δυναμική της ελληνικής οικονομίας έχει έναν κοινό παρονομαστή, το Ταμείο Ανάκαμψης. Τόσο οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ μέσα στο 2022, όσο και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές εξαρτώνται άμεσα από το σχεδιασμό και το βαθμό υλοποίησης του Ταμείου. Η αύξηση των διαθέσιμων πόρων που έχει στη διάθεσή της η χώρα μετά και την έγκριση του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά ευνοϊκή εξέλιξη.
Σήμερα, αφού έχουμε ξεπεράσει την πρώτη αντανακλαστικά θετική αντίδραση, όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι τα επιπλέον δις ευρώ που θα διαχειριστούμε δεν οδηγούν αυτόματα στην επιτυχή αντιμετώπιση των συνεπειών των κρίσεων – ενεργειακή, υγειονομική-που βιώνουμε και δεν προεξοφλούν τον μεσοπρόθεσμο στόχο του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Τα κρίσιμα στοιχεία που θα καθορίσουν το αποτύπωμα του Ταμείου στην ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι το είδος των έργων που περιλαμβάνει στο σχεδιασμό του και η ταχύτητα υλοποίησης αυτού του σχεδιασμού.
Μέχρι σήμερα το Ταμείο Ανάκαμψης έχει λειτουργήσει σαν μηχανισμός δημιουργίας υψηλών προσδοκιών σε παραγωγικούς, κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς όσον αφορά τη συμβολή του στους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ωστόσο, κανείς από τους παραπάνω δεν είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει την αναπτυξιακή δυναμική του Σχεδίου, exante δηλαδή πριν την έγκριση και έναρξη της υλοποίησής του. Αξίζει να θυμίσουμε ότι, κατά το στάδιο της διαβούλευσης, τέθηκε προς συζήτηση μια γενική περίληψη του εθνικού σχεδίου που οδήγησε σε μια εξαιρετικά περιορισμένη ανταπόκριση των φορέων καθώς εντοπίστηκε «…απουσία πιο συγκεκριμένων ή/και μετρήσιμων στοιχείων και δράσεων, ειδικότερου επιμερισμού δαπανών, είδους επιχειρηματικών επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το τμήμα δανείων.» (σελ.4 Έκθεση Διαβούλευσης).
Με βάση τα παραπάνω, η αξιολόγηση για το αν και κατά πόσο το Σχέδιο περιλαμβάνει εκείνα τα έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία, μπορεί να γίνει μόνο τμηματικά και μέσα από την παρακολούθηση της φυσικής υλοποίησης του Ταμείου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κατάλογος των ενταγμένων έργων (έχουν λάβει θετική αξιολόγηση)μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2022 –αναλυτικά στο 1ο Report του Ταμείου Ανάκαμψης του Ινστιτούτου ΕΝΑ-δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας κατάλογος έργων με αναπτυξιακό προσανατολισμό. Και αυτό γιατί τα έργα που έχουν χρηματοδοτηθεί μέχρι σήμερα αφορούν είτε προμήθειες κυρίως εισαγόμενων προϊόντων (βλ. Ψηφιακή Μέριμνα), είτε έργα που έρχονται από το παρελθόν (προκαταβολή για αυτοκινητόδρομο Ε65). Έχει εξάλλου επισημανθεί από πολλούς ότι απαιτείται ένας προσεκτικός σχεδιασμός των παρεμβάσεων του Ταμείου απέναντι στη δυναμική που καταγράφει τελευταία και σταθερά το εμπορικό ισοζύγιο με διόγκωση του ελλείμματος.
Παράλληλα, η πορεία των οικονομικών επιδόσεων και οι δείκτες απορρόφησης του Ταμείου προκαλούν προβληματισμό σχετικά με τη ρεαλιστικότητα των στόχων και την ύπαρξη ή μη αποθέματος ώριμων έργων που θα υποστηρίξουν την πρώτη περίοδο υλοποίησής του. Οι εισροές πόρων του Ταμείου (προκαταβολή και 1η δόση) μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2022 ανέρχονται σε 7,52 δις €. Οι δαπάνες, από την άλλη, υπολογίζονται σε 307,97 εκατ € διαμορφώνοντας ένα ποσοστό απορρόφησης μόλις 4,09% επί των πόρων που έχουν ήδη εκταμιευτεί προς τη χώρα. Το υπόλοιπο 96% (7,21 δις €) των πόρων παραμένουν αναξιοποίητα στον κεντρικό λογαριασμό του Ταμείου και δεν έχουν διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία.
Το συγκεκριμένο ποσοστό απορρόφησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς μέτριο αποτέλεσμα στην πρώτη φάση υλοποίησης του Ταμείου, δεδομένου ότι η εμπειρία των ευρωπαϊκών πόρων έχει αποδείξει ότι η απορρόφηση είναι μια διαδικασία οπισθοβαρής που επιταχύνεται από τη μέση και προς το τέλος κάθε προγραμματικής περιόδου. Είναι όμως ένα κακό αποτέλεσμα αν συγκριθεί με τους αδικαιολόγητα υπεραισιόδοξους κυβερνητικούς στόχους δαπανών, που φαίνεται να έχουν τεθεί περισσότερο υπό την πίεση επικοινωνιακού εντυπωσιασμού και λιγότερο υπό ένα πρίσμα ορθολογικής διαχείρισης.
Στη χρονική αυτή φάση θα μπορούσαμε να έχουμε ένα σαφώς καλύτερο αποτέλεσμα απορρόφησης αν τα προηγούμενα δύο χρόνια δεν είχαν παγώσει και καθυστερήσει – με πολιτική απόφαση – τα προγράμματα που είχαν σχεδιαστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση για την ωρίμανση δημόσιων έργων υποδομών (Φιλόδημος, Ηλέκτρα). Σε κάθε περίπτωση πάντως, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή καθώς η πίεση για απορρόφηση – ειδικά όταν τίθενται μη ρεαλιστικοί στόχοι – μπορεί να οδηγήσει σε επιλογές «εύκολων» έργων χαμηλής ποιότητας και ανύπαρκτου οικονομικού αποτελέσματος.
Στην κατηγορία αυτή των έργων κατατάσσονται και οι δράσεις τύπου voucher στις οποίες φαίνεται να στρέφεται η κυβέρνηση, οι οποίες δεν απαιτούν κανένα σχεδιασμό, φέρνουν «εύκολες» δαπάνες και τις περισσότερες φορές εξαντλούνται σε προμήθειες αμφίβολης σκοπιμότητας.
Το ποσοστό απορρόφησης είναι μεν ένας σημαντικός δείκτης αλλά δεν θα πρέπει να μονοπωλεί τη δημόσια συζήτηση για το Ταμείο. Ο δείκτης αυτός απαντάει σε ένα και μοναδικό ερώτημα «πόσα χρήματα δαπανήθηκαν» αλλά δεν δίνει απαντήσεις σε μια σειρά άλλων κρίσιμων ερωτημάτων όπως, τι είδους παρεμβάσεις χρηματοδοτήθηκαν, ποιο το οικονομικό αποτέλεσμα, ποιοι οι άμεσα ωφελούμενοι. Για αυτό θα είχε ενδιαφέρον στο τέλος του έτους απέναντι σε ένα υψηλό ή χαμηλό ποσοστό απορρόφησης, να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά για το τι έργα περιλαμβάνει.
* Η Ευγενία Φωτονιάτα είναι Συντονίστρια Κύκλου Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης. του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, πρώην Ειδική Γραμματέας ΕΤΠΑ & Ταμείου Συνοχής
πηγή: ieidiseis.gr