Η αποφυλάκιση Λιγνάδη είχε κάτι από την… αύρα των Οσκαρ.
Ο ένοχος – με την σφραγίδα του δικαστηρίου – για δύο βιασμούς ανηλίκων σκηνοθέτης στήθηκε μπροστά στις κάμερες, είπε ένα μεγάλο ευχαριστώ («από την ψυχή μου») στον δικηγόρο του για την αυταπάρνησή του, είπε ένα δεύτερο ευχαριστώ στην νομική του ομάδα, και είπε επίσης ότι είναι πολύ τυχερός που γνώρισε τον Αλέξη Κούγια «ως άνθρωπο και ως δικηγόρο».
Είπε ακόμη ένα έμμεσο ευχαριστώ στην Δικαιοσύνη «που δεν παρασύρθηκε», έκανε ένα νεύμα συμπάθειας προς την κοινωνία «που πολύ μεγάλο μέρος της παρασύρθηκε» και, μετά, ζήτησε και τα ρέστα: «Ενάμιση χρόνο παίζανε μόνοι τους μπάλα. Τώρα δικαιούμαι να αρχίσω να μιλάω κι εγώ» δήλωσε.
Ο Τζόνι Ντεπ, μετά την πλήρη απαλλαγή του στην δίκη με την Αμπερ Χερντ ήταν λίγο πιο ταπεινός, αλλά πιθανώς τα οσκαρικά μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα.
Κάπου εκεί, άλλωστε, παρενέβη αυτοπροσώπως και ο Αλέξης Κούγιας και παρέδωσε ένα μάθημα-εξπρές περί ποινικού δικαίου και κοινού περί δικαίου αισθήματος: «Θα πρέπει όλοι να μάθουν να περιμένουν την ολοκληρωτική κρίση της Δικαιοσύνης», δήλωσε. Κατόπιν είπε κάτι του τύπου «οι στιγμές είναι δύσκολες» και, λογικά, εκεί ήταν η σεκάνς που το τηλεοπτικό κοινό έπρεπε να δακρύσει. Εάν το έργο παιζόταν στην Επίδαυρο, θα δάκρυζαν τα μάρμαρα – από ντροπή.
Στην τηλεοπτική βερσιόν του δράματος, όμως, η ύβρις δεν τιμωρείται. Παίζεται πια εάν τιμωρείται κι αυτός καθαυτός ο βιασμός ανηλίκων – ακόμη και μετά από καταδικαστική απόφαση που συνιστά τεκμήριο ενοχής. Αρκεί να έχεις ισχυρούς φίλους, να έχεις δικηγόρο τον Κούγια και να είσαι ο καλλιτέχνης της πολιτικής ελίτ: Τρως δώδεκα χρόνια φυλακή, δεν σου αναγνωρίζεται κανένα ελαφρυντικό, και μετά αποφυλακίζεσαι και πας στο σπίτι του να περιμένεις το Εφετείο που ο δικηγόρος σου προεξοφλεί ότι θα σε δικαιώσει. Σ’ αυτήν την βερσιόν, λογικά η επόμενη σεκάνς θα φέρει τα θύματα να ζητούν γονατιστά συγγνώμη στα πόδια του θύτη.
Εν τέλει, η αποφυλάκιση Λιγνάδη είχε κάτι – είχε πολύ – από παρακμή. Ηθική, πολιτική και νομική παρακμή. Νομική, γιατί παραβίασε το ίδιο το τεκμήριο της ενοχής. Ουδείς νομικός έχει δώσει μέχρι στιγμής μια επαρκή εξήγηση για το πως γίνεται ανακριτής και εισαγγελέας να κρίνουν κάποιον προφυλακιστέο ως ύποπτο τέλεσης νέου ειδεχθούς αδικήματος και η πρόεδρος του Δικαστηρίου που τον καταδίκασε για το ειδεχθές αδίκημα – πάντοτε χωρίς κανένα ελαφρυντικό – να τον αποφυλακίζει μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση στο Εφετείο.
Η πολιτική παρακμή είναι εκείνη που έβαλε από την αρχή την σφραγίδα της στην ύβρι.
Από τότε που η υπουργός Πολιτισμού κόντρα σε δυσώδεις αποκαλύψεις και καταγγελίες έκανε τα πάντα για να κρατήσει τον Δημήτρη Λιγνάδη στην ηγεσία του Εθνικού Θεάτρου και πρόσφερε αφειδώς και δημόσια την προσωπική της συμπαράσταση, που η αστυνομία «ξέχασε» επί είκοσι μέρες να αναζητήσει στοιχεία στο κινητό και στον υπολογιστή του, και που ένα κραταιό σύστημα όρθωσε τείχος προστασίας για τον «σκηνοθέτη της καρδιάς του».
Η ηθική παρακμή είναι το φτύσιμο της κοινωνίας κατά πρόσωπο. Είναι η προσβολή των ίδιων των θυμάτων, είναι η καταπάτηση κάθε έννοιας ισότητας ακόμη και ενώπιον της Δικαιοσύνης, είναι ο θρίαμβος του δικαίου της ισχύος. Είναι ό,τι ακριβώς μπορεί να σπρώξει μια κοινωνία στα όριά της, ακόμη και πέρα απ’ αυτά…