Γεννήθηκε στις ΗΠΑ, αλλά πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στην Ελλάδα, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή. Παντρεύτηκε τον Άγγελο Σικελιανό, ξόδεψε όλη την περιουσία της για χάρη του και προσηλώθηκε όσο λίγοι στην προσπάθεια για την προβολή και τη διάδοση του έργου του, αλλά δεν υπήρξε ακριβώς το άλλο του μισό ούτε τον ερωτεύτηκε ανεπανόρθωτα. Αγωνίστηκε με πάθος να γίνουν πραγματικότητα οι Δελφικές Εορτές και η Δελφική Ιδέα του συζύγου της (ένα κήρυγμα παγκόσμιας συναδέλφωσης μέσω της μυστικιστικής αναβίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της οικουμενικής συνάντησης των τεχνών), αλλά δεν ταυτίστηκε μαζί του όταν ο ίδιος έγειρε προς τις ολοκληρωτικές τάσεις του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου, που στοιχήθηκαν πίσω από το άρμα των αρχαίων Ελλήνων με σκοπό την πολιτική χειραγώγηση. Πίστεψε στις Δελφικές Εορτές και στο αρχαιοελληνικό τους υπόβαθρο, αλλά διατήρησε πάντοτε τις δικές της αντιλήψεις για τη γλώσσα, για τη μουσική και για τα υφαντά της αρχαιότητας. Έκανε ένα παιδί με τον Σικελιανό, τον Γλαύκο, αλλά τη συγκινούσαν πάντοτε οι γυναίκες και οι μάχες που έδιναν για τη συγκρότηση του φύλου τους. Αυτή ήταν η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, η πρώτη σύζυγος του Άγγελου Σικελιανού, όπως την έχει μελετήσει και βιογραφήσει η Άρτεμις Λεοντή στο χορταστικό βιβλίο της «Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Υφαίνοντας τον μύθο μιας ζωής», που κυκλοφορεί σε χυμώδη και εξαιρετικά ευρηματική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η Άρτεμις Λεοντή είναι ελληνοαμερικανικής καταγωγής και καθηγήτρια Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν και η ερευνητική δουλειά της βασίζεται στις ερωτικές επιστολές της Εύας Πάλμερ προς τη σύντροφό της Νάταλι Μπάρνεϊ με την οποία μοιράζονταν την αγάπη για παραστάσεις έργων της Σαπφούς, της κορυφαίας του αρχαιοελληνικού λυρισμού, καθώς και για τις γυναικείες συναναστροφές και συντροφιές, που επιδίωκαν μέσα από την ανάγνωση της ποίησης και την καλλιτεχνική μέθεξη να σχηματίσουν μια καινούργια και ελεύθερη γυναικεία κοινότητα. Μιλώντας για το βιβλίο της και για την Εύα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η συγγραφέας σημειώνει ως προς το θέμα των γυναικών: «Η αρχειακή μου δουλειά προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη φωνών που έχουν χαθεί, εντοπίζοντας την ενασχόληση των γυναικών με την τέχνη, ψάχνοντας την ταυτότητα του φύλου τους ενόσω αναζητούσαν μια άλλη έκφραση, επιζητώντας να αφουγκραστούμε τη φωνή και να νιώσουμε τα λόγια τους». Η έρευνα της Λεοντή βασίζεται επίσης στο έργο «Ιερός πανικός» της Εύας Πάλμερ (την ποιητική της για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό), όπως και σε πλήθος τεκμήρια τα οποία βρίσκονται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και σε αλληλογραφία στα Αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών ή σε ιδιωτικά αρχεία στην Ελλάδα, στη Γαλλία, όπιου έζησε για μεγάλα διαστήματα η Εύα, και στις ΗΠΑ.
Γεννημένη το 1874 στη Νέα Υόρκη, ηθοποιός και κληρονόμος πλουσίων, η Εύα θα πεθάνει στην Ελλάδα το 1952, αμέσως σχεδόν μετά τον θάνατο του Σικελιανού, το 1951. Η ηθοποιία, το θέατρο, η λογοτεχνία, ο χορός και η Ιζαντόρα Ντάνκαν, μαζί με τον αδελφό της Ρέιμοντ Ντάνκαν, που θα κατασκευάσει τον πρώτο αργαλειό στον οποίο θα αρχίσουν να μαθαίνουν ο ίδιος, η Εύα και η γυναίκα του Πηνελόπη (αδελφή του Σικελιανού, την οποία η Εύα είχε ως πρότυπο), προετοιμάζουν, ενισχύουν και εντέλει θεμελιώνουν την επαφή με την αρχαία υφαντική και τον αργαλειό, όπως και με τη βυζαντινή μονοφωνική μουσική, η οποία με τις ανατολικές, ακόμα και τουρκικές, ρίζες της, αντιτίθεται στη δυτική πολυφωνία υπό τον αστερισμό του Κωνσταντίνου Ψάχου, καθηγητή βυζαντινής μουσικής στο Ωδείο Αθηνών και δασκάλου της Εύας. Όλα αυτά θα αποτελέσουν τον οπλισμό για τις Δελφικές Εορτές, οπλισμό πολύ πιο βαρύ και ψαγμένο από εκείνο του Σικελιανού, σε μια φαντασιακή αναβίωση, όπου η αρχαία Ελλάδα συνιστά ορμή και εμφύσηση ζωής (κατά τον τρόπο του Νίτσε), προβάλλοντας ως ένα ριζικά ανακαινισμένο καλλιτεχνικό όραμα. Η Λεοντή επισημαίνει σχετικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η Εύα δεν επιζητούσε την αρχαιοελληνική ορθότητα. Στόχος ήταν η αισθητική και η παραστασιακή συνέπεια της στιγμής, ο σύγχρονος κόσμος ως είσοδος στον αρχαίο, χωρίς, όμως να επανοικοδομηθεί ο αρχαίος. Κι εδώ υπάρχουν οι δεσμοί με την παράδοση, αλλά διαμέσου πειραμάτων και μαθημάτων που διανοίγονται σε ένα εναλλακτικό παρελθόν».
Η στάση της Εύας απέναντι στον αρχαίο πολιτισμό δεν ήταν γενική και ουδέτερη, όπως εύκολα μπορούμε να συναγάγουμε. Η τεχνική με την οποία έφτιαχνε τις αρχαίες φορεσιές της (τις χρησιμοποιούσε σαν καθημερινά ρούχα όλη την ημέρα), ο τρόπος με τον οποίο κατανοούσε τη βυζαντινή μουσική και σκηνοθετούσε στις Δελφικές Εορτές, όλες οι πνευματικές και οι υλικές αναζητήσεις της, ταυτίζονταν με μια εδραία κριτική της Δύσης, του καπιταλισμού και του βιομηχανικού κόσμου. Η Λεοντή το επιβεβαιώνει στη συνομιλία μας: «Ήθελε η Εύα μια γωνία για να σταθεί στο κλίμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Μεσοπολέμου. Δεν υιοθετούσε το δεξιό στιλ του Σικελιανού, ήταν κατά της βιομηχανοποίησης. Και υπό αυτή την έννοια, μόνο τυχαία δεν ήταν η σχέση της με την Ινδή μουσικό Κορσίντ Ναορότζι, που εντάχθηκε στο κίνημα του Γκάντι, διεκδικώντας την εθνική της ανεξαρτησία και την αυτοδυναμία της πολιτιστικής της ταυτότητας».