Στην πρώτη αύξηση του επιτοκίου της μετά από σχεδόν 11 χρόνια προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ΕΚΤ με μία “επιθετική κίνηση” αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 0,5%, έναντι 0,25% που σχεδίαζε αρχικώς.
Παράλληλα, όμως, δημιουργεί ένα νέο ισχυρό εργαλείο, που της δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε απεριόριστες αγορές ομολόγων υπερχρεωμένων οικονομιών, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, για τις προστατεύσει από υπερβολική αύξηση στα κόστη δανεισμού.
Ειδικότερα, το συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι τα τρία βασικά επιτόκια αυξάνονται κατά 0,50% και, έτσι, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων παύει να είναι αρνητικό και πηγαίνει στο μηδέν. Η ΕΚΤ προαναγγέλλει και άλλες αυξήσεις, αλλά τονίζει ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση με βάση την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης.
Παράλληλα, με το νέο εργαλείο για την αποτροπή κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων, η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να αγοράζει όσα ομόλογα υποχρεωμένων οικονομιών κρίνει ότι χρειάζεται, προκειμένου να τις προστατεύσει από την αύξηση του κόστους δανεισμού, που θα μπορούσε να δημιουργήσει εκ νέου συνθήκες κρίσης στην ευρωζώνη.
Η ανακοίνωση του Συμβουλίου
Σήμερα, σύμφωνα με τη σθεναρή προσήλωσή του στην εντολή που του έχει ανατεθεί για σταθερότητα των τιμών, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε περαιτέρω βασικά μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και ενέκρινε το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI).
Το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι είναι ενδεδειγμένο να κάνει ένα μεγαλύτερο πρώτο βήμα στην πορεία εξομάλυνσης των επιτοκίων πολιτικής του σε σχέση με τις ενδείξεις που είχε δώσει κατά την προηγούμενη συνεδρίασή του. Η απόφαση αυτή βασίζεται στην επικαιροποιημένη αξιολόγηση που διενέργησε το Διοικητικό Συμβούλιο όσον αφορά τους κινδύνους πληθωρισμού και την ενισχυμένη στήριξη που παρέχει το TPI για την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Θα στηρίξει την επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του Διοικητικού Συμβούλιου, ενισχύοντας τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και διασφαλίζοντας την προσαρμογή των συνθηκών της ζήτησης για την εκπλήρωση του στόχου του για τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα.
Κατά τις προσεχείς συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, θα είναι ενδεδειγμένη η περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων. Η σημερινή επίσπευση της εξόδου από τα αρνητικά επιτόκια επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο τη μετάβαση σε μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Η μελλοντική πορεία των επιτοκίων πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου θα εξακολουθήσει να βασίζεται σε στοιχεία και θα βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου του για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα. Στο πλαίσιο της εξομάλυνσης της πολιτικής του, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογήσει διάφορες επιλογές για τον εκτοκισμό της πλεονάζουσας ρευστότητας που διακρατείται.
Το Διοικητικό Συμβούλιο εκτίμησε ότι η θέσπιση του TPI είναι αναγκαία προκειμένου να στηρίξει την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, καθώς το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίζει να εξομαλύνει τη νομισματική πολιτική, το TPI θα διασφαλίζει ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μεταδίδεται ομαλά σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Ο ενιαίος χαρακτήρας της νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου είναι προαπαιτούμενο προκειμένου η ΕΚΤ να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών.
Το TPI θα αποτελέσει μια προσθήκη στην εργαλειοθήκη του Διοικητικού Συμβούλιο και μπορεί να ενεργοποιηθεί για να αντισταθμίσει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Η κλίμακα των αγορών μέσω του TPI εξαρτάται από τη σοβαρότητα των κινδύνων που τίθενται για τη μετάδοση της πολιτικής. Οι αγορές δεν περιορίζονται εκ των προτέρων. Διαφυλάσσοντας τον μηχανισμό μετάδοσης, το TPI θα επιτρέψει στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για σταθερότητα των τιμών.
Σε κάθε περίπτωση, η ευελιξία όσον αφορά τις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) καθώς φθάνουν στη λήξη τους εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας για την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζονται με την πανδημία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 0,50%, 0,75% και 0,00% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 27 Ιουλίου 2022.
Κατά τις προσεχείς συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, θα είναι ενδεδειγμένη η περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων. Η σημερινή επίσπευση της εξόδου από τα αρνητικά επιτόκια επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο τη μετάβαση σε μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Η μελλοντική πορεία των επιτοκίων πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου θα εξακολουθήσει να βασίζεται σε στοιχεία και θα βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου του για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση συνθηκών άφθονης ρευστότητας και της ενδεδειγμένης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Τα ποσά από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP επανεπενδύονται με ευελιξία καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί τις συνθήκες χρηματοδότησης των τραπεζών και να διασφαλίζει ότι η λήξη των πράξεων στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ) δεν εμποδίζει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί επίσης τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το νέο TPI που ενέκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο θα διαφυλάξει την ομαλή μετάδοση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του σε όλη τη ζώνη του ευρώ.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα… αποδεικνύονται τα μέτρα που έχει αποφασίσει να λάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πρωτοφανή για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληθωρισμό. Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) εξέδωσε προειδοποίηση, επισημαίνοντας την απειλή που ελλοχεύει για μία νέα κρίση χρέους, εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων και των μέτρων ομαλοποίησης που έχει αποφασίσει η ΕΚΤ. Τονίζεται, δε, στην έκθεση, ότι η στροφή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει επιφέρει μία σταθερή αύξηση στα spreads της περιφέρειας, ασκώντας πιέσεις ιδιαίτερα σε οικονομίες του Νότου και ειδικότερα της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του IIF, αν τα μέτρα της ΕΚΤ προκαλέσουν νέα κρίση χρέους, θα είναι αδύνατη η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να βρει λύση και να ισορροπήσει ένα μόνιμο πλαίσιο στήριξης των οικονομιών, δίχως να έχει στη διάθεσή της το «εργαλείο» της άμεσης χρηματοδότησης μιας χώρας, καθώς το πρόγραμμα θα δύναται να αμφισβητηθεί νομικά.
Σε μία ακραία περίπτωση, εάν θέσει ένα ανώτατο επιτρεπτό όριο για τα spread, η ΕΚΤ ουσιαστικά θα δεσμεύεται να αγοράζει δυνητικά απεριόριστες ποσότητες ομολόγων της περιφέρειας εάν η ανάπτυξη εξασθενήσει ή τα ελλείμματα διευρυνθούν. Μια τέτοια δέσμευση είναι αδιανόητη, ειδικά καθώς το QE χρηματοδοτούσε –εμμέσως- το μεγαλύτερο μέρος των ελλειμμάτων της Ιταλίας και της Ισπανίας αφότου ξέσπασε η πανδημία, σημειώνουν οι οικονομολόγοι του ινστιτούτου. Κατά την άποψή τους, η πραγματική πρόκληση για την ΕΚΤ είναι η αντίθετη: Πώς θα απεξαρτηθούν οι χώρες της περιφέρειας από το QE.
Τι σημαίνει για τα δάνεια και τις τράπεζες η αύξηση των επιτοκίων
Σε ταχύτερο ρυθμό μείωσης των επιτοκίων από αυτόν που είχε προβλεφθεί μέχρι σήμερα παραπέμπουν οι χθεσινές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Με βάση τις εκτιμήσεις, το euribor 3μήνου, που αποτελεί τη βάση για την τιμολόγηση όλων των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα οδηγηθεί στο 1,15% έως τα τέλη Δεκεμβρίου από -0,3% σήμερα, αναφέρει το ρεπορτάζ του moneyreview.gr.
Η προοπτική αυτή κλείνει οριστικά μια δεκαετή πολιτική χαμηλών επιτοκίων, τα οποία μάλιστα είχαν «γυρίσει» σε αρνητικό έδαφος τα τελευταία επτά συνεχή χρόνια και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2015, δημιουργώντας ένα ασφαλές δίχτυ προστασίας τα χρόνια της κρίσης στην χώρα μας.
Τα δάνεια που θα ανατιμολογηθούν αυτόματα εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 150 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τους επιπλέον τόκους που θα κληθούν να πληρώσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τις αυξήσεις επιτοκίων που θα κάνει η ΕΚΤ έως τα τέλη του 2023 πάνω από το 1 δισ. ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή αφορά στο σύνολο του ιδιωτικού χρέους δηλαδή τόσο αυτά που οφείλουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προς τις τράπεζες και τα οποία είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πλέον ενήμερα, όσο και τα δάνεια που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των funds και τα οποία είναι είτε σε ρύθμιση είτε σε καθυστέρηση, εντείνοντας τις πιέσεις για όσους ανταποκρίνονταν μέχρι σήμερα στις δανειακές τους υποχρεώσεις με δυσκολία.
Από την πλευρά των τραπεζών η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 – 150 μονάδες βάσης θα αποφέρει πρόσθετα κέρδη άνω του 1 δισ. ευρώ περίπου από έσοδα τόκων. Πρόκειται για το καθαρό όφελος που θα προκύψει από την συνολική ανατιμολόγηση τόσο του δανειακού χαρτοφυλακίου, όσο και των καταθέσεων, τα επιτόκια των οποίων θα αυξηθούν επίσης, αλλά όχι με γεωμετρικό τρόπο, όπως θα συμβεί στο σκέλος των απαιτήσεων, που περιλαμβάνει την συντριπτική πλειοψηφία των δανείων που είναι συνδεδεμένα με το euribor 3μήνου. Με βάση τις ανακοινώσεις των τραπεζών τα καταθετικά επιτόκια θα μείνουν σχεδόν ανεπηρέαστα από την άνοδο του βασικού επιτοκίου έως το 0,5% και θα αρχίσουν να αυξάνονται πάνω από αυτό το επίπεδο, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο τα spreads των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή το «ισοζύγιο» επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων.
Τα σταθερά επιτόκια
Σε άνοδο θα οδηγηθούν και τα σταθερά επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες – κάποιες έχουν ήδη προχωρήσει σε μικρές τροποποιήσεις στα τιμολόγιά τους – διαπιστώνοντας ότι τα σημερινά επίπεδα των πολύ χαμηλών επιτοκίων είναι μη διατηρήσιμα. Με βάση στοιχεία από τις τράπεζες το μέσο σταθερό επιτόκιο για μια 10ετία είναι κοντά 3% και της 20ετίας στο 3,5%, αλλά όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη στο επίπεδο αυτό μετά βίας η τράπεζα καλύπτει το κόστος της. Σύμφωνα με τους αρμόδιους της στεγαστικής πίστης τα σημερινά σταθερά επιτόκια αποτελούν παράθυρο ευκαιρίας για όσους θέλουν να κλειδώσουν την δόση του στεγαστικού τους δανείου σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό είναι χωρίς πέναλτι, αλλά επιβαρύνεται με έξοδα φακέλου έως 200 ευρώ και προκειμένου κάποιος να αποφασίσει εάν θα πρέπει να αλλάξει το επιτόκιό του από κυμαινόμενο σε σταθερό, θα πρέπει να λάβει υπόψη το πότε υπογράφηκε η σύμβαση και το κατά πόσο είναι κοντά στην λήξη της τοκοχρεωλυτικής περιόδου, δηλαδή του χρόνου που η δόση του δανείου είναι κυρίως τόκοι και όχι κεφάλαιο.
Η δόση
Για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ ο υπολογισμός με βάση ένα μέσο επιτόκιο 3%, ανεβάζει την επιβάρυνση λόγω της αύξηση του euribor κατά 0,50%, στα 25 ευρώ το μήνα εάν η διάρκεια του δανείου είναι π.χ. τα 20 έτη, διαμορφώνοντας τη δόση από τα 565 ευρώ στα 590 ευρώ το μήνα. Διπλάσια θα είναι η επιβάρυνση για το ίδιο δάνειο όταν η αύξηση του euribor φτάσει τη 1 μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση του δανείου από τα 565 ευρώ στα 615 ευρώ για την ίδια διάρκεια δανείου, δηλαδή τα 20 έτη.
Η τελική μηνιαία επιβάρυνση είναι συνάρτηση της διάρκειας και της «παλαιότητας» του δανείου. Έτσι με δεδομένο ότι αρκετά στεγαστικά δάνεια έχουν συμβασιοποιηθεί πριν την προηγούμενη οικονομική κρίση και πλέον η διάρκεια εξόφλησης έχει συρρικνωθεί π.χ. στα 10, η επιβάρυνση μπορεί να αποδειχθεί μικρότερη καθώς τα δάνεια της παλιάς περιόδου έχουν καλύψει την τοκοφόρο περίοδο και είναι πλέον ο δανειολήπτης αποπληρώνει κυρίως κεφάλαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε όλα τα στεγαστικά δάνεια π.χ. με 20ετή διάρκεια, η πρώτη δεκαετία είναι περίοδος που ο δανειολήπτης πληρώνει κυρίως τόκους και η αποπληρωμή του κεφαλαίου είναι κυρίως τη δεύτερη δεκαετία, με έμφαση κατά την τελευταία πενταετία, όπου οι τόκοι αντιπροσωπεύουν το 10%-15% της οφειλής. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων στη χώρα μας είναι συμβάσεις του 2000 έως και το 2010, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί δικλείδα ασφαλείας, τουλάχιστον για τα δάνεια αυτής της κατηγορίας και εφόσον οι δανειολήπτες δεν έχουν επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις τους, επιμηκύνοντας τη διάρκεια του δανείου για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, π.χ. τα 35 ή ακόμη και τα 40 χρόνια.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιχειρηματικά δάνεια και κυρίως αυτά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που είναι είτε ανακυκλούμενες πιστώσεις, είτε κεφάλαια κίνησης, και τα οποία δεν είναι συμβάσεις του απώτερου παρελθόντος. Με βάση τον υπολογισμό για ένα συμβατικό δάνειο 200.000 ευρώ με 10ετή διάρκεια, με επιτόκιο 5,5%, η αύξηση του euribor κατά 0,50 θα συμπαρασύρει σε αύξηση της δόσης κατά 50 ευρώ έως και 102 ευρώ εάν η άνοδος του επιτοκίου φτάσει τη 1 μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση για μια μεσαία επιχείρηση από τις 2.235 ευρώ έως και 2,337 ευρώ.