Τον περασμένο Δεκέμβριο ο Μάριο Ντράγκι ήταν ο μοναδικός ευρωπαίος ηγέτης που το ΤΙΜΕ συμπεριλάμβανε στα 100 πρόσωπα με την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο για το 2021 – και, δη, με ένα αποθεωτικό αφιέρωμα που το υπέγραφε η αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.
Το Politico, τον χαρακτήριζε ως “το πιο ισχυρό πρόσωπο στην Ευρώπη”. Και ο Economist ανακήρυττε την Ιταλία “χώρα της χρονιάς” για το 2021 γιατί, όπως έλεγε, “πέτυχε την μεγάλη αλλαγή” χάρις στην ηγεσία Ντράγκι.
Ηταν τότε που η Γέλεν συνέδεε την νέα πορεία της Ευρώπης με την ατζέντα Ντράγκι, ως συνέχεια του εμβληματικού «whatever it takes» – της πολιτικής της απόλυτης νομισματικής χαλάρωσης που είχε εφαρμόσει το 2012 ο ιταλός κεντρικός τραπεζίτης για να σώσει το ευρώ. «Σπάνια», έγραφε η Τζάνετ Γέλεν στο ΤΙΜΕ, «η ομιλία ενός κεντρικού τραπεζίτη μπορεί να είναι εμβληματική ή εμπνευσμένη. Όμως η ομιλία του Μάριο Ντράγκι τον Ιούλιο του 2012 στο Λονδίνο ήταν η εξαίρεση. Ηταν τότε που διακήρυξε το περίφημο ότι η ΕΚΤ και ο ίδιος θα κάνουν “ό,τι χρειαστεί για να προστατεύσουν το ευρώ” – κάτι που, βεβαίως, έγινε. Ο Μάριο και η ΕΚΤ συνέβαλαν στην σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εκείνη την εποχή ήμουν στην Fed κι ένοιωσα ευγνωμοσύνη που είχα έναν εταίρο σαν τον Μάριο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σήμερα, η Αμερική είναι ευγνώμων που έχει ξανά τον Μάριο ως εταίρο. Αυτή την φορά, ως πρωθυπουργό της Ιταλίας».
Μόλις επτά μήνες μετά, ο θρύλος αποκαθηλώνεται. Ο Ντράγκι παραιτείται, οριστικά και τελεσίδικα πια, γιατί μπορεί να είχε τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ αλλά απέτυχε να πάρει την ψήφο εμπιστοσύνη των πρώην κυβερνητικών του εταίρων.
Η δε έξοδός του δείχνει τραυματική: Κορυφώνει την πολιτική κρίση στην Ιταλία και την οδηγεί σε πρόωρες εκλογές, ανοίγει νέα πηγή αποσταθεροποίησης για την Ευρώπη εν μέσω πολέμου και ενεργειακής κρίσης, κλονίζει τις αγορές ομολόγων του Νότου και πιέζει το ευρώ.
Μόλις έφθασε ο Μάριο Ντράγκι στο Κυρηνάλιο και υπέβαλε επίσημα την παραίτησή του στον Σέτζιο Ματαρέλλα, η απόδοση του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου εκτινάχθηκε στο 3,58%, το spread έναντι των γερμανικών τίτλων ανέβηκε στις 232 μονάδες βάσης, τα futures του ιταλικού χρηματιστηριακού δείκτη ΜΙΒ έκαναν βουτιά 3% και το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έφθασε στο 3,49%.
Η αντάρα στις αγορές είναι ο καθρέφτης του φόβου για την επικράτηση ανεξέλεγκτων πολιτικών δυνάμεων – της ακροδεξιάς συμπεριλαμβανομένης – στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Και είναι επίσης η ρωγμή στο ιδανικό μοντέλο της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης που προωθεί το πολιτικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα ως την βέλτιστη λύση για την Ευρώπη σε ταραγμένους γεωπολιτικούς καιρούς.
Ενδεχομένως, ο φόβος αυτός να μην είναι εντελώς αβάσιμος – τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος του.
Εάν, άλλωστε, η ιστορία θέλει να είναι δίκαιη με τον Μάριο Ντράγκι οφείλει να του αναγνωρίσει ότι δεν πολιτεύτηκε ως στυγνός τραπεζίτης.
Ηταν όντως τεχνοκράτης δεν ήταν όμως σκληρός νεοφιλελεύθερος. Μπορεί να φρέναρε την πίεση των κυβερνητικών του εταίρων – κεντροδεξιάς και «Πέντε Αστέρων» – για πιο γενναίες κοινωνικές πολιτικές, ταυτόχρονα όμως είχε και υπερβατικό ευρωπαϊκό όραμα και πάλεψε γι αυτό. Με την “συνθήκη του Κυρηνάλιου” επιχείρησε να στήσει τον νέο ιταλο-γαλλικό άξονα με τον Μακρόν στην μετά-Μέρκελ εποχή, επιδίωξε τριπλή συμμαχία επί ίσοις όροις με τον Σολτς και μιλούσε ανοιχτά για αμοιβαιοποίηση χρέους και πλαφόν στις ενεργειακές τιμές ενώπιον του γερμανού καγκελαρίου σπάζοντας τα ευρωπαϊκά ταμπού.
Εκ του αποτελέσματος όμως, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά. Ισως γιατί, όπως έγραψε και πάλι το Politico, ο Μάριο Ντράγκι ήταν «ένας εκπληκτικός στρατηγός, αλλά ήταν ένας στρατηγός χωρίς στρατό» – δεν έχει εγχώριους πολιτικούς μηχανισμούς και δεν έχει κόμμα να τον στηρίξει.
Ισως, επίσης, γιατί οι πραγματικά μεγάλοι «στρατηγοί» γεννιούνται μέσα από την ίδια την φωτιά της μάχης – δεν χρίζονται άνωθεν και δεν διορίζονται. Κι ο «στρατηγός Ντράγκι» μπορεί να είχε την παγκόσμια αναγνώριση αλλά δεν είχε ποτέ το λαϊκό χρίσμα. Δεν εκτέθηκε ποτέ στην λαϊκή ετυμηγορία και δεν πήρε ποτέ λαϊκή εντολή. Επιβεβαιώνοντας ότι οι «οι ιδανικές λύσεις» δεν μπορούν να γράφονται και να σχεδιάζονται ερήμην της κοινωνίας – πόσο μάλλον, μιας κοινωνίας που έχει τραυματιστεί βαθιά μετά από μια δεκαετία αλλεπάλληλων ιστορικών κρίσεων…