«Το ζήτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας αλλά και της οικονομικής δραστηριότητας πρώτον από τον κίνδυνο ελλείψεων στην παροχή ενέργειας και δεύτερον από την ακρίβεια η οποία θα γίνει ακόμη πιο ανυπόφορη» αναφέρει σε άρθρο του για το AnatropiNews ο Γιάννης Δραγασάκης, Βουλευτής του Δυτικού Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης
Ολόκληρο το άρθρο:
Εν όψει του δύσκολου χειμώνα η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη εκπέμπει λάθος μηνύματα. Αντί να παίρνει από τώρα μέτρα, διαβεβαιώνει αυτάρεσκα ότι «η χώρα είναι θωρακισμένη». Αντί να εξετάσει όλα τα πιθανά σενάρια και να φροντίσει να βρεθεί η χώρα έτοιμη να ανταπεξέλθει και στο χειρότερο από αυτά, αναπτύσσει την παράδοξη θεωρία πως «εμείς είμαστε σε καλύτερη θέση από τους άλλους».
Όλα αυτά συνιστούν επικίνδυνο εφησυχασμό μιας κυβέρνησης που υποτάσσει τα πάντα στην επικοινωνία και στο άγχος των εκλογών. Ένα σχέδιο που η ανεξάρτητη αρχή ενέργειας έδωσε τις μέρες αυτές σε διαβούλευση είναι ένα βήμα σε θετική κατεύθυνση. Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση από τις δικές της ευθύνες.
Προβλήματα επάρκειας και ακρίβειας
Η πραγματικότητα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ενεργειακή επάρκεια για το χειμώνα, και αυτό ισχύει και για εμάς. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της προσφοράς, ακόμη και με έκτακτα μέτρα, χωρίς να παρεκκλίνουμε μακροπρόθεσμα από τον στρατηγικό στόχο της πράσινης μετάβασης. Αντίθετα πρέπει να επιταχυνθεί η ένταξη νέων «πράσινων» μονάδων στο σύστημα. Η κυβέρνηση, με καθυστέρηση, ανακοίνωσε την επαναλειτουργία των λιγνιτικών μονάδων για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του χειμώνα. Αλλά αυτό δεν είναι εξασφαλισμένο λόγω του πολύμηνου παροπλισμού τους. Ο πιο κρίσιμος παράγων είναι η διαθεσιμότητα του υγροποιημένου αερίου η οποία είναι αβέβαιη, ιδίως αν η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία επιβραδυνθεί περαιτέρω, ή σταματήσει εντελώς.
Ο πρώτος εφιάλτης του χειμώνα είναι λοιπόν το ενδεχόμενο να μην έχουμε επάρκεια ενέργειας και ομαλό εφοδιασμό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων με ηλεκτρικό ρεύμα.
Γι’ αυτό για πρώτη φορά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στη δημόσια συζήτηση έχουν μπει μέτρα που αφορούν σε περιοδικές περικοπές σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και χρήση της ενέργειας «με το δελτίο». Για να μην φτάσουμε στην ανάγκη μεγάλων περικοπών, που θα οδηγούσαν την οικονομία σε ύφεση, ή για να περιοριστεί ο σχετικός κίνδυνος θα έπρεπε να συζητηθούν και να αρχίζουν να εφαρμόζονται από τώρα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας που ούτως ή άλλως είναι αναγκαία.
Υπάρχουν όμως και πιο αισιόδοξα σενάρια -αν μπορούμε να τα πούμε έτσι. Διατυπώνεται η εκτίμηση ότι τελικά θα υπάρξουν οι αναγκαίες ποσότητες LNG αλλά οι τιμές θα αυξηθούν ανεξέλεγκτα.
Ο δεύτερος εφιάλτης επομένως του χειμώνα θα είναι η ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από αυτήν.
Σύμφωνα με το σενάριο αυτό η παραγωγή ρεύματος θα είναι τεχνικά εφικτή αλλά σε τιμές απρόσιτες. Είτε στο ένα σενάριο είτε στο άλλο, το πολιτικό ερώτημα που αναδεικνύεται είναι πως μπορεί μια κοινωνία να προστατευτεί στην περίπτωση τέτοιων ακραίων σεναρίων; Τι μπορεί να κάνει ένα νοικοκυριό, μια επιχείρηση, η κοινωνία συνολικά, αν οι τιμές γίνουν ακόμη πιο απρόσιτες; Αυτό είναι ένα από τα κανάλια μέσα από τα οποία η κρίση γίνεται κοινωνική, ενδεχομένως και πολιτική, αν δεν υπάρξουν αξιόπιστες απαντήσεις. Η υποβόσκουσα πολιτική κρίση στην Ιταλία, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις στη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλες χώρες πρέπει να ιδωθούν μέσα από αυτό το πρίσμα ενώ και η μακρινή Σρι Λάνκα δείχνει τι μπορεί να συμβεί αν οι ανάγκες μιας κοινωνίας αγνοούνται επί μακρόν και οι ανισότητες διευρύνονται συνέχεια.
Το ζήτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας αλλά και της οικονομικής δραστηριότητας πρώτον από τον κίνδυνο ελλείψεων στην παροχή ενέργειας και δεύτερον από την ακρίβεια η οποία θα γίνει ακόμη πιο ανυπόφορη. Αν η ενεργειακή ακρίβεια δεν αντιμετωπιστεί τότε θα περάσει σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής -όπως γίνεται ήδη- οι εργαζόμενοι δικαιολογημένα θα διεκδικήσουν αυξήσεις για τη μερική έστω αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμής τους και οι συνταξιούχοι θα περιφέρουν στους δρόμους την αναπόφευκτη περαιτέρω φτωχοποίησή τους. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι το 47% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχουν μισθό που δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ μικτά και το 46% των συνταξιούχων έχει συντάξεις μέχρι 700 ευρώ.
Ο μόνος τρόπος για να μετριαστεί έστω αυτό το σπιράλ πληθωρισμού και φτωχοποίησης είναι τα κράτη να απορροφήσουν το κόστος της πρόσθετης ενεργειακής επιβάρυνσης. Αλλά πόσα κράτη μπορούν να το κάνουν αυτό χωρίς να χρεοκοπήσουν; Οι εφιάλτες του χειμώνα υπερβαίνουν λοιπόν, τα χρονικά όρια του επόμενου χειμώνα. Εκτός βέβαια και αν ο πόλεμος σταματήσει άμεσα και οι οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία ομαλοποιηθούν, κάτι που επί του παρόντος δεν διαφαίνεται. Ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη και στο πιο ήπιο σενάριο, τα προβλήματα θα παραμείνουν με την μια ή την άλλη μορφή και σίγουρα με μεγαλύτερο συσσωρευμένο χρέος.
Η ευρωπαϊκή ευθύνη
Είναι γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά κράτη απορρόφησαν το κόστος της μάχης κατά της πανδημίας και των συνεπειών των λοκντάουν χωρίς εμφανείς συνέπειες στο αξιόχρεό τους. Αυτό όμως έγινε δυνατό χάρη στην αναστολή της ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας και την απλόχερη και χωρίς όρους και προϋποθέσεις βοήθεια της ΕΚΤ. Αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και στην περίπτωση αυτή το συσσωρευμένο χρέος, τόσο το δημόσιο, όσο και το ιδιωτικό, επιβαρύνθηκαν σημαντικά. Άρα, το νέο κόστος της ενεργειακής ακρίβειας δεν μπορεί να αναληφθεί από την κάθε χώρα ξεχωριστά χωρίς δραματικές δημοσιονομικές συνέπειες. Αποτελεί λοιπόν σαφή παραλογισμό και προκλητική επανάληψη λαθών του παρελθόντος να υποδεικνύεται, έμμεσα και ήπια προς το παρόν, ο δρόμος της λιτότητας εν μέσω κρίσης και τεράστιων αναγκών προστασίας των κοινωνιών από τις συνέπειες της ακρίβειας, του πολέμου και των κυρώσεων.
Τόσο το πρόβλημα της επάρκειας ενέργειας, όσο και εκείνο του αυξημένου κόστους μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η συλλογική προμήθεια εμβολίων αποτελεί ένα θετικό προηγούμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου, όπως έχει προτείνει ο Ντράγκι. Αντίστοιχα, το επιπλέον χρέος που συσσωρεύτηκε λόγω του κορονοϊού και τώρα αυξάνει περαιτέρω, λόγω του κόστους ενέργειας και του πολέμου, θα πρέπει να απορροφηθεί συλλογικά από την ΕΕ, όπως με κοινό δανεισμό καλύφθηκε και το κόστος του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Βεβαίως, ζητώντας αναδιανομή των βαρών σε κλίμακα Ευρώπης δεν είναι δυνατό το αίτημα αυτό να μη συνδυάζεται με μια αντίστοιχη αναδιανομή στο εσωτερικό. Ειδικά στη χώρα μας όταν οι τεράστιοι πόροι -πάνω από 45 δις – που διαχειρίστηκε αυτή η κυβέρνηση -οι περισσότεροι από δανεισμό- διατέθηκαν με τρόπο που διεύρυνε τις ανισότητες.
Αντί να ενισχυθεί διαρθρωτικά η οικονομία, ενισχύθηκαν οι καταθέσεις όσων προνομιακά ευνοήθηκαν. Η παρέμβαση του κράτους, ειδικά για την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, έγινε με τρόπο που ως αποτέλεσμα είχε την κοινωνικοποίηση των ζημιών και την ιδιωτικοποίηση των κερδών.
Οι απευθείας αναθέσεις σε ημέτερους ξεπέρασαν κάθε όριο, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής καθώς και των ευρωπαϊκών αρχών. Επομένως, ένα τέτοιο αίτημα προς την Ευρώπη θα γινόταν πιο ισχυρό αν στηριζόταν σε ένα ελληνικό σχέδιο που υλοποιούσε μια στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης, και μείωσης των ανισοτήτων με αιχμή τη φορολογική μεταρρύθμιση, που από χρόνια εκκρεμεί, με στόχο τη φορολογική δικαιοσύνη, την ανακατανομή των φορολογικών βαρών και τη δραστική περιστολή της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Άλλωστε. ένα εθνικό σχέδιο δράσης είναι αναγκαίο ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η ΕΕ.
Άλλη προοπτική
Απέναντι στους εφιάλτες του χειμώνα πρέπει να αντιπαρατάξουμε λοιπόν πρώτον ένα συνεκτικό και αξιόπιστο εθνικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης που στόχο θα έχει την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και την προστασία της κοινωνίας από τις ελλείψεις και από τις υψηλές τιμές.
Δεύτερον, μια στρατηγική ευρύτερων συμμαχιών, εντός της Ευρώπης, με στόχο να υπάρξει ένα σύστημα κοινών προμηθειών φυσικού αερίου και το κόστος των πολέμων να καλυφθεί συλλογικά, μέσα από την αμοιβαιοποίηση μέρους του χρέους, τουλάχιστον του χρέους που οφείλεται στον κορονοϊό και τα λοκντάουν, καθώς και τις συνέπειες από τον πόλεμο και τις κυρώσεις.
Τρίτον, μια αναπτυξιακή στρατηγική και μια πολιτική αναδιανομής με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές, την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης, τη μείωση των ανισοτήτων και την άρση των αδικιών με αιχμή μια φορολογική μεταρρύθμιση για δίκαιη ανακατανομή των φορολογικών βαρών.
Τέταρτον, όλα τα παραπάνω πρέπει να ενταχθούν σε μια ευρύτερη στρατηγική «ανάκτησης» της δυνατότητας της κοινωνίας, των εργαζομένων, των επιχειρήσεων, των τοπικών κοινωνιών, να μπορούν να αυτοπροστατεύονται από τις κρίσεις και τις επισφάλειες που αυτές δημιουργούν, ανάκτησης των μέσων, των εργαλείων, των θεσμών, των δημοσίων πολιτικών που θα μας επιτρέπουν ως κοινωνία και ως πολίτες να ορίζουμε το μέλλον μας.
Υπάρχουν λοιπόν λύσεις στην κατεύθυνση μιας άλλης προοπτικής αλλά η κάθε μια από αυτές είναι και ένα ξεχωριστό επιχείρημα υπέρ της ανάγκης για μια προοδευτική κυβέρνηση που θα πιστεύει σε μια τέτοια προοπτική και τουλάχιστον θα προσπαθεί για το καλύτερο.