Την περίοδο 1950-1980, ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας ανήλθε σε 6,2% και ήταν από τους υψηλότερους παγκοσμίως.
Του Γιώργου Βάμβουκα
Την περίοδο αυτή το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης διατηρείτο σε χαμηλά επίπεδα και ως ποσοστό του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ουδέποτε υπερέβη το 25%. Την περίοδο 1950-1980 η χώρα μας μηδέποτε ήλθε αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν τα έτη 1827, 1843, 1893 και 1932. Δηλαδή, κατά την τριακονταετή περίοδο 1950-1980, η ελληνική οικονομία πέτυχε αξιόλογες αναπτυξιακές επιδόσεις σε συνθήκες αξιοσημείωτης σταθερότητας των Δημοσίων Οικονομικών.
Μετά το 1980 το οικονομικό τοπίο άρδην μεταβάλλεται παρουσιάζοντας απότομη επιδείνωση. Οι οικονομικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Την περίοδο 1980-2021, το πραγματικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) από 140,8αυξήθηκε μόλις σε 180,8 δις ευρώ. Δηλαδή, την περίοδο αυτή ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας διαμορφώθηκε μόλις σε 0,61% και ήταν ο χαμηλότερος συγκριτικά με την οποιαδήποτε άλλη χώρα της υφηλίου.
Η καταβαράθρωση της εθνικής μας οικονομίας καθρεφτίζεται στην εξάρθρωση του παραγωγικού ιστού. Ενώ το 1980 ο αγροτικός με τον βιομηχανικό τομέα παρήγαγαν το 48% του ΑΕΠ, το 2021 το ποσοστό συμμετοχής τους συρρικνώθηκε στο 20,5%. Αυτή η όντως απογοητευτική εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την περίοδο 1980-2021, ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών από 52% να φτάσει στο σημείο να παράγει το 79,5% του ΑΕΠ. Παράλληλα, κατά την περίοδο 1980-2021, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ από 21% κατρακύλησαν στο 13,5%.
Από τη μελέτη της Παγκόσμιας Οικονομικής Ιστορίας εξάγεται το κεφαλαιώδες δίδαγμα, ότι, η επίτευξη ικανοποιητικών αναπτυξιακών επιδόσεων, η διατηρησιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας και η πειθαρχία των δημοσίων οικονομικών, προϋποθέτουν ισχυρό βιομηχανικό τομέα, αξιόλογες επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και διαχρονική διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου. Χώρες οι οποίες συγκαταλέγονται στην κατηγορία των προηγμένων αναπτυξιακά χωρών, παρατηρείται ότι ο δευτερογενής τομέας της βιομηχανίας έχει συμβολή στην παραγωγή του ΑΕΠ που κυμαίνεται από 20% έως και 40%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο βιομηχανικός τομέας συνέβαλε στην παραγωγή μόλις του 15,9% του ΑΕΠ της Ελλάδας. Αξιομνημόνευτο είναι ότι το 2021 ο δευτερογενής τομέας της βιομηχανίας συνετέλεσε στην παραγωγή του 28,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Επίσης, σημαίνων είναι το ιστορικό δίδαγμα ότι οι «επενδύσεις παγίου κεφαλαίου» αποτελούν το λίπασμα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Οι «επενδύσεις παγίου κεφαλαίου» αφορούν επενδυτικές δαπάνες σε δημιουργία νέου υλικού (φυσικού) κεφαλαίου, όπως είναι οι κατοικίες, τα κτήρια, τα οδικά δίκτυα, οι λιμενικές εγκαταστάσεις, τα εγγειοβελτιωτικά έργα, ο μηχανολογικός εξοπλισμός των επιχειρήσεων, τα αεροδρόμια, οι μαρίνες, οι πλατείες, κ.ο.κ. Στις προηγμένες χώρες, ο δείκτης ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προς ΑΕΠ κυμαίνεται σε ποσοστά άνω του 20%. Στο σύνολο των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αντιπροσωπεύουν το 22,5% του ΑΕΠ.
Μετά το 1980, η Ελλάδα με μαθηματική βεβαιότητα οδηγείτο σε χρεοκοπία. Χρεοκοπία που τελικά συντελέστηκε στις αρχές του 2010. Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά και εύλογα. Παρότι μετά το 1980 το δημόσιο χρέος αυξανόταν με ρυθμούς χιονοστιβάδας, με τελική κατάληξη την επονείδιστη χρεοκοπία του 2010 και την υποταγή της ελληνικής κοινωνίας στις έωλες μνημονιακές πολιτικές, γιατί οι κυβερνώντες δεν εφάρμοσαν αποτελεσματικά μέτρα οικονομικής πολιτικής για την αναχαίτιση της προδιαγραφόμενης χρεοκοπίας; Παρότι την περίοδο 1981-2021 από τα διάφορα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισέρευσαν στη χώρα μας δωρεάν κοινοτικοί πόροι περί των 300 δις ευρώ, γιατί ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας ήταν μόλις 0,61%; Αν στους εισρεόμενους κοινοτικούς πόρους των 300 δις ευρώ, συνυπολογιστούν και τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από εισροές τουριστικού, ναυτιλιακού και μεταναστευτικού συναλλάγματος, πώς εξηγείται η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μετά το 1980; Ερωτήματα οι απαντήσεις των οποίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής.
Μετά το 2007, το δημόσιο χρέος συνεχίζει την ακάθεκτη ανοδική του πορείασε καθεστώς πτωτικής τάσης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Οι εφαρμοζόμενες μνημονιακές κοινωνικοοικονομικές πολιτικές, με τις ανούσιες μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονταν, υποτίθεται ότι μετά το 2010 θα έβγαζαν την ελληνική οικονομία από το τέλμα και η επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών επιδόσεων θα συντελούσε στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Το δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, όταν μια χώρα με τους δικούς της χρηματικούς πόρους δύναται με συνέπεια διαχρονικά να το εξυπηρετεί. Την περίοδο 2007-2021 το πραγματικό ΑΕΠ από 250,5 ελαττώθηκε σε 180,8 δις ευρώ ήτοι -27,8% και ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 103,1% εξακοντίστηκε στο 212,4%. Παράλληλα, την περίοδο αυτή το μέσο ποσοστό ανεργίας υπερέβη το 20%.
Τα διδάγματα της οικονομικής ιστορίας προδιαγράφουν τα μελλούμενα. Καμία χώρα του κόσμου δεν θα μπορούσε να επιτύγχανε ικανοποιητικές αναπτυξιακές επιδόσεις σε συνθήκες διαχρονικής συρρίκνωσης του βιομηχανικού τομέα και στασιμότητας των εξαγωγών της. Η διεθνής εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ο δευτερογενής τομέας της βιομηχανίας και η πρόοδος του εξαγωγικού εμπορίου αποτελούν την ατμομηχανή της αναπτυξιακής διαδικασίας. Χώρες που εφαρμόζουν έξυπνες και αποτελεσματικές αναπτυξιακές πολιτικές εστιάζουν την παραγωγή τους σε εκείνα τα προϊόντα, που ζητούνται από τα 7,9 δισεκατομμύρια καταναλωτές της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι εξαγωγές αντικατοπτρίζουν την κεντρική συνιστώσα της αναπτυξιακής διεργασίας. Ιρλανδία, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα, Ισραήλ, Δανία, Φιλανδία, Νορβηγία και αρκετές άλλες χώρες, που χαρακτηρίζονται για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων αναπτυξιακών επιδόσεων, παρατηρείται ότι το εξαγωγικό τους εμπόριο καλπάζει και τα παραγόμενα βιομηχανικά τους προϊόντα δυναμικά διεισδύουν στις διεθνείς αγορές.
Η οπισθοδρόμηση της ελληνικής οικονομίας κατά την μακρά περίοδο 2007-2021 οφείλεται πρωτίστως στην αποσύνθεση του βιομηχανικού τομέα,στην δραματική μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και στη νηνεμία του εξαγωγικού εμπορίου. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αυτή που δημιουργεί τους απαιτούμενους φορολογικούς πόρους, με τους οποίους οι νοικοκυρεμένες κυβερνήσεις χρηματοδοτούν τις δημόσιες δαπάνες, δηλαδή δαπάνες για επενδύσεις, μισθούς, συντάξεις, τοκοχρεολύσια, υγεία, πρόνοια, εθνική άμυνα, παιδεία, κ.λπ. Η επίτευξη ισοσκελισμένων κρατικών προϋπολογισμών προϋποθέτει ικανοποιητικές αναπτυξιακές επιδόσεις.
Η σταθερότητα της αναπτυξιακής πορείας προϋποθέτει πρωτίστως την δημιουργία σφριγηλού βιομηχανικού τομέα, την χρηματοδότηση αποδοτικών επενδυτικών έργων παγίου κεφαλαίου, την υιοθέτηση αποδοτικών κινήτρων για εισροές ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις και την διαχρονική αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Το στοίχημα όμως της ανάπτυξης θα το κερδίσουν οι εξαγωγές. Η αναπτυξιακή εκτίναξη της εθνικής μας οικονομίας προσδιορίζεται από την δυναμική των εξαγωγών.
Η χώρα μας χρειάζεται ανταγωνιστικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις, τα παραγόμενα προϊόντα των οποίων επάξια θα συναγωνίζονται στις διεθνείς αγορές τα αντίστοιχα προϊόντα των ανταγωνιστριών της Ελλάδας χωρών. Με γνώμονα τα διδάγματα της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας, οι εξαγωγές αποτελούν την λοκομοτίβα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Πασιφανές είναι ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται από την διατηρησιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας.
* Γιώργος Βάμβουκας
Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ)