Ο Τάκης ήταν λιγομίλητο παιδί, από πολύ μικρός. Σοβαρός, ευγενικός. Και πολύ καλός μαθητής.
Όταν χώρισαν οι γονείς του έμεινε με τη μητέρα του. Κάθε Σάββατο πήγαινε στον πατέρα του, στο σπίτι των παππούδων και κοιμόταν εκεί.
Τον χωρισμό τον πήρε με μεγάλη ψυχραιμία, σχεδόν χωρίς κανένα σχόλιο και οπωσδήποτε χωρίς παράπονα. Κάτι που ανακούφιζε τους πάντες.
Μια μέρα η Πέμπτη τάξη έγραφε έκθεση, με θέμα «το δωμάτιό μου» Η δασκάλα, η κυρία Χριστίνα, δεν άργησε να δει ότι ο Τάκης δεν έγραφε στο τετράδιο, καθόταν ακίνητος, σαν παγωμένος. Και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του.
– Τι σου συμβαίνει, Δημήτριε – Απόστολε;
Ο Τάκης δεν απαντούσε. Η κυρία Χριστίνα, που τον αγαπούσε πολύ, φοβήθηκε. Σιγά, να μην ακούει η τάξη, που δεν είχε πάρει είδηση, του είπε «θα ειδοποιήσω τους γονείς σου»
Τότε ο Τάκης βγήκε από την παγωμάρα και χαμογέλασε στη δασκάλα του.
– Δεν έχω τίποτα, κυρία. Δε μπορούσα να αποφασίσω ποιο είναι το δικό μου δωμάτιο. Αυτό που έχω στης μαμάς μου ή το άλλο, που έχω στο μπαμπά μου.
Τώρα δάκρυσε η κυρία Χριστίνα και αυθόρμητα του χάιδεψε τα μαλλιά.
Ο Τάκης πήρε μια βαθιά ανάσα, σκούπισε τα μάτια του και στρώθηκε να γράφει την καλύτερή του έκθεση ως τότε, με θέμα το φανταστικό δωμάτιο ενός φανταστικού παιδιού.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook