Οι εκλογές τον Σεπτέμβρη «κάηκαν», ο ανασχηματισμός πάγωσε – και δη με διαρροή μηνύματος Μητσοτάκη στην «Καθημερινή» – και το μόνο που μένει πλέον ανοιχτό είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Χωρίς τίποτα απ’ όλα αυτά να δείχνει αμετάκλητο, η αλήθεια είναι πως τα περιθώρια πολιτικών κινήσεων δεν είναι μεγάλα για τον πρωθυπουργό αυτή την στιγμή. Οι πρόωρες εκλογές παραπέμφθηκαν στις καλένδες – ή έστω στα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης – επειδή οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και οι πιο γενναιόδωρες για την κυβέρνηση, έδειχναν ότι δεν υπήρχε περίπτωση αυτοδυναμίας. Όπως δεν υπήρχε, με τα έως τώρα δεδομένα τουλάχιστον, και εγγύηση μετεκλογικής συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο ανασχηματισμός «πάγωσε» διότι, αφού μελετήθηκαν όλες οι δυνατές – και αδύνατες – αλλαγές, στο Μαξίμου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε. Οι «αμετακίνητοι» ήταν περισσότεροι από τους υπουργοποιήσιμους, οι εσωκομματικές ισορροπίες είναι πολύ συγκεκριμένες και πολύ λεπτές για να διαταραχθούν χωρίς κόστος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και, σε τελικά ανάλυση, ποιος θα ήθελε τον Αδωνι Γεωργιάδη χολωμένο και κρεμασμένο στα τηλε-παράθυρα εν μέσω επτάμηνης προεκλογικής περιόδου; Και σίγουρα ουδείς στο Μαξίμου ήθελε επανάληψη του φιάσκου Αποστολάκη-Στυλιανίδη του περασμένου Αυγούστου απλά και μόνον για να μπουν στην κυβέρνηση τρεις τέσσερις νέοι υφυπουργοί.
Κατόπιν τούτων, για όσους εντός ΝΔ επιμένουν σε κινήσεις πολιτικής πυγμής μένει μόνον ο εκλογικός νόμος. Ούτε αυτό όμως φαίνεται να είναι σενάριο που το ακούει θετικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης – προσώρας πάντοτε. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει σε προγενέστερο χρόνο την αλλαγή του εκλογικού νόμου, με στόχο να αυξηθεί το μπόνους του πρώτου κόμματος στις δεύτερες εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής, ως «αντιθεσμική» κίνηση. Η συζήτηση όμως ξανάνοιξε όταν έκλεισαν τα σενάρια για πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο, με το επιχείρημα της διασφάλισης «κυβερνησιμότητας» και «σταθερότητας». Και εντάθηκε στην σκιά της κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη και της πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, με το αφήγημα ότι η βασική «θεσμική» υποχρέωση του πρωθυπουργού είναι να διασφαλίσει σταθερή διακυβέρνηση για την χώρα σε «ταραγμένους καιρούς».
Ακόμη όμως κι εάν, δι αυτής της οδού, ακυρωθεί η «αντιθεσμικότητα», το ερώτημα είναι τι ακριβώς έχει να κερδίσει η ΝΔ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης εάν αλλάξει τον εκλογικό νόμο λίγο πριν πάει στις κάλπες.
Πρακτικά, και εάν και εφόσον επιβεβαιωθούν οι πλέον θετικές μετρήσεις για την κυβέρνηση – όπως η τελευταία της Marc για το Πρώτο Θέμα – που δίνει στην ΝΔ με αναγωγή 37,1% στις δεύτερες εκλογές – μπορεί να κερδίσει την αυτοδυναμία με μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν είναι λίγο, αλλά δεν είναι και εγγύηση σταθερής κυβέρνησης με τετραετή ορίζοντα στους ίδιους «ταραγμένους καιρούς».
Πολιτικά, μια αλλαγή του εκλογικού νόμου μέσα στους επόμενους μήνες, μπορεί να είναι και προεκλογικό μήνυμα ηττοπάθειας. Το οποίο θα ακυρώσει ακαριαία, και εμπράκτως, το αφήγημα της ακλόνητης πολιτικής κυριαρχίας Μητσοτάκη.
Θεωρητικά, και σε μια ακραία εκδοχή, μπορεί να είναι και κίνηση με πολιτικό ρίσκο. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν τάση ανατροπής, ουδείς όμως γνωρίζει τι θα δείχνουν σε επτά ή οκτώ μήνες. Πόσο μάλλον εάν ο χειμώνας της μεγάλης ευρωπαϊκής κρίσης αποδειχθεί ακόμη πιο σκληρός απ’ όσο διαγράφεται ήδη. Στην – θεωρητική πάντα – περίπτωση μιας τέτοιας ανατροπής και πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ, η αλλαγή του εκλογικού νόμου θα ήταν δώρο στον Τσίπρα.
Δεν πρόκειται ούτε για το επικρατέστερο δημοσκοπικά, ούτε για άμεσα ορατό σενάριο. Πρόκειται όμως για ένα από τα σενάρια που περιορίζουν τις επιλογές Μητσοτάκη. Και – πάντα θεωρητικά – μπορεί και να κάνουν την εξάντληση της τετραετίας αναγκαστική επιλογή, κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία…