Η ενεργειακή κρίση ξεκίνησε προς το τέλος του 2021, όταν χαλάρωσαν οι περιορισμοί που συνόδευαν την πανδημία. Τότε ήταν που αποσυμπιέσθηκε η ζήτηση και «αποδεκάτισε» τα αποθέματα πρώτων υλών και καταναλωτικών προϊόντων, αποκαλύπτοντας το έλλειμμα παραγωγής που είχαν προκαλέσει τα αλλεπάλληλα lockdown σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως στην Κίνα.
Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Ήταν φυσικό λοιπόν να «πάρουν φωτιά» οι παραγωγικές μονάδες, απογειώνοντας τη ζήτηση παραγωγικών πόρων και ενέργειας. Έτσι, είδαμε τις τιμές των μετάλλων, των χημικών, των μεταφορικών και της ενέργειας να σέρνουν το χορό της ανόδου και να εκτοξεύουν τον πληθωρισμό σε πρωτόγνωρα ύψη, ακόμη και στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Και ενώ ήταν θέμα χρόνου να αυξηθεί η παραγωγή και να ισορροπίσει η προσφορά με τη ζήτηση, ήλθε η εισβολή στην Ουκρανία να ανατρέψει κάθε θετική προοπτική:
- Οι δημοκρατικές χώρες επέβαλλαν (δικαίως) σκληρές κυρώσεις στη Ρωσία, προκαλώντας νέες ανισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο.
- Οι τιμές της ενέργειας εδραιώθηκαν στα ύψη, κυρίως λόγω της μεγάλης βαρύτητας των ρωσικών εξαγωγών αερίου, πετρελαίου και άνθρακα και της μεγάλης εξάρτησης της Ευρώπης από αυτές.
- Η ανάγκη της Ευρώπης να απεξαρτηθεί από τη ρωσική ενέργεια και η εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου από τη Μόσχα, ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο αυτή τη ζοφερή κατάσταση.
Σήμερα, η κατάσταση διαγράφεται ως εξής:
- Η ροή φυσικού αερίου από τον Noedstrom 1 έχει μειωθεί κατά 60% και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα μειωθεί κι άλλο ή δεν θα σταματήσει.
- Ακόμη και με τη διατήρηση της σημερινής (μειωμένης) ροής, η Ευρώπη δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της για το επόμενο δωδεκάμηνο.
- Η υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου δεν είναι άμεσα εφικτή, γιατί οι λοιποί πάροχοι (π.χ. Νορβηγία, Αλγερία) δεν διαθέτουν αδρανούσα δυναμικότητα που θα επιτρέψει την άμεση αύξηση της παραγωγής. Επίσης, οι υποδομές, που είναι προσανατολισμένες στη διαχείριση και επεξεργασία ρωσικού αερίου, δεν μπορούν να τροποποιηθούν «σε χρόνο μηδέν».
- Υπάρχει το LNG, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τόσο μεγάλες ποσότητες. Αρκεί να σκεφθούμε ότι μόνο για το 2022, η ΕΕ θέλει να υποκαταστήσει 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου με μη ρωσικό LNG.
Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, οι τεχνικές δυσκολίες (πυρκαγιά κλπ) της Freeport (σημαντικής προμηθεύτριας LNG – Τέξας), περιόρισαν τις αποστολές στην Ευρώπη. Δημιουργείται, επίσης, το ερώτημα κατά πόσο θα συνεχίσουν οι ΗΠΑ να τροφοδοτούν την Ευρώπη με LNG τη στιγμή που το χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη ύφεση και τον εδραιωμένο υψηλό πληθωρισμό.
- Για όλους αυτούς τους λόγους, ο στόχος της συγκέντρωσης αποθεμάτων φυσικού αερίου στο 80% της αποθηκευτικής δυναμικότητας της ΕΕ μέχρι τον Νοέμβριο 2022, δεν φαίνεται εφικτός. Ίσως μάλιστα να μην ξεπερασθεί το 60%.
Η επιστράτευση των παραδοσιακών ρυπογόνων μεθόδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, όπως του λιγνίτη, του άνθρακα και του πετρελαίου (με θύμα το περιβάλλον), βοηθούν σημαντικά αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Έτσι, όλα δείχνουν ότι η ΕΕ δεν θα μπορέσει να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της (τις μεγαλύτερες δυσκολίες θα αντιμετωπίσουν οι Σουηδία, Δανία, Ιταλία, Αυστρία, Εσθονία, Ολλανδία, Πολωνία, Βουλγαρία, Φινλανδία) και θα αναγκασθεί να επιβάλλει περιορισμούς στην κατανάλωση ενέργειας, τουλάχιστον τον ερχόμενο Χειμώνα. Μια τέτοια λύση ανάγκης, προφανώς θα «χτυπήσει» καίρια την ανάπτυξη, δεδομένου ότι θα περιορισθεί η βιομηχανική παραγωγή.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΔΝΤ (Ιούλιος 2022), η επίπτωση στην ανάπτυξη της ΕΕ σε μια τέτοια περίπτωση, θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων και από τον τρόπο κατανομής των διαθέσιμων ποσοτήτων αερίου στις ευρωπαϊκές χώρες: Αν υπάρξει αλληλεγγύη και η κατανομή γίνει με στόχο τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος, οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ θα περιορισθούν στο 1-2% του ΑΕΠ. Στη αντίθετη περίπτωση (της πολυδιάσπασης της Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας), η απώλεια για κάποιες χώρες (π.χ. Γερμανία, Ιταλία, Αυστρία) θα μπορούσε να φτάσει και το 6% του ΑΕΠ!
Το παρήγορο, σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, είναι ότι θα μπορούσαν να υποκατασταθούν τα δύο τρίτα του ρωσικού φυσικού αερίου σε ορίζοντα 12 μηνών (ΔΝΤ-«Οι πιθανές επιπτώσεις από τη διαταραχή του εφοδιασμού της ΕΕ με ρωσικό φυσικό αέριο» – Ιούλιος 2022). Επίσης, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι όσο θα περνά ο καιρός, οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της ενέργειας θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για τη μείωση της κατανάλωσης της, καθώς και για την ανάπτυξη λιγότερο ενεργοβόρων μεθόδων παραγωγής (η συνεχιζόμενη με έντονους ρυθμούς πρόοδος της τεχνολογίας ευνοεί μια τέτοια εξέλιξη).
Ακόμη, θα ενταθούν οι επενδύσεις σε μονάδες παραγωγής πυρηνικής ενέργειας (βλ. π.χ. Γαλλία), καθώς και σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για τις οποίες θα διατεθούν 1-2 τρις ευρώ (πόροι από ΕΕ και ιδιώτες) στα επόμενα 6-8 χρόνια, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει η ΕΕ την αναγκαία επάρκεια σε ενέργεια (και μάλιστα καθαρή) σε μακροπρόθεσμη βάση.
Συμπερασματικά, το μεγάλο πρόβλημα είναι πως «θα τα βγάλουμε πέρα» τους επόμενους μήνες. Από εκεί και μετά, η ΕΕ θα επιτύχει μεσοπρόθεσμα την πολυπόθητη ενεργειακή επάρκεια, επιστρατεύοντας μεταξύ άλλων και ρυπογόνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Όμως, σε ορίζοντα 8-10 ετών, όλα δείχνουν ότι η επέκταση των ΑΠΕ, η χρήση πυρηνικής ενέργειας, η πρόοδος της τεχνολογίας (υποκατάσταση ενεργοβόρων μεθόδων παραγωγής), θα επιτρέψουν στη Γηραιά Ήπειρο να αποκτήσει ενεργειακή επάρκεια και, κυρίως, να λειτουργεί με καθαρή ενέργεια. Γιατί, η σημερινή ενεργειακή κρίση, θα έχει μεν τεράστιο οικονομικό κόστος, αλλά θα επιταχύνει τις επενδύσεις προς την κατεύθυνση της καθαρής ενέργειας. Εκτός αν οι εξελίξεις δημιουργήσουν φυγόκεντρες τάσεις και χαλαρώσουν την ευρωπαϊκή ενότητα, μέσω της ανόδου του λαϊκισμού, που πάντα βρίσκει τρόπο να παραπλανά τους λαούς σε περιόδους που δοκιμάζονται οι αντοχές τους.