Η ημέρα εορτασμού της επετείου Αποκατάστασης της Δημοκρατίας προσφέρεται ως εκείνο το μοναδικό συμβολικό μομέντουμ για την εκπομπή ενωτικών μηνυμάτων. Δικαίως. Η ενότητα και η συνοχή του έθνους αποτελούν -μαζί με την εύνομη λειτουργία των θεσμών- το βασικό οχυρωματικό έργο για την προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και το βήμα για την εκπομπή αυτού ακριβώς του μηνύματος (με φόντο τις μαρμάρινες σκάλες που οδηγούν από το Προεδρικό Μέγαρο στους δροσερούς κήπους της οδού Ηρώδου του Αττικού) δίνεται απλόχερα στον/στην αρχηγό της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αυτή την ημέρα, η κυρία Αικατερίνη Σακελαροπούλου επέλεξε για να νοθεύσει αυτή την χρήσιμη –αν και συχνά φλύαρη και ατελέσφορη- περίσταση με ένα μήνυμα που μάλλον διχάζει (;). Τι νόημα έχει, άραγε, η επιμονή να διατυπωθεί, αυτή την ημέρα, ένας λόγος πλαγίως υποστηρικτικός στην πρόσφατη απόφαση για αναστολή της εκτέλεσης της ποινής του καταδικασθέντος πρωτοδίκως για δύο βιασμούς ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη; Ως έγκριτη νομικός και πρώην ανώτατη δικαστικός η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αξιολόγησε, προφανώς, πώς το συγκεκριμένο μήνυμα είναι σημαντικότερο έναντι άλλων.
Πώς, από όλα όσα πλήττουν την ευρωπαϊκή δημοκρατία, τους εγχώριους θεσμούς, και την κοινωνική συνοχή εν μέσω αρμαγεδδωνικής κρίσης (κλιματικής με τρομακτικές συνέπειες, μεταξύ άλλων, όπως φάνηκε από τις φωτιές που κατέκαιγαν, ενώ μιλούσε, την επικράτεια), προέχει η αξία του να μην αναδεικνύεται ο “λαϊκισμός” του…κοινού περί Δικαίου Αισθήματος. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μάλιστα, έκανε την συγκεκριμένη επιλογή, ενώ είχε μόλις προηγηθεί η άσκηση έφεσης για την πρωτόδικη ετυμηγορία, κάτι που από ορισμένους θα μπορούσε να κριθεί και ως παρέμβαση σε μία εν εξελίξει διαδικασία.
Επειτα από αξιολόγηση όλων των δεδομένων της δίκης με κατηγορούμενο τον Δημήτρη Λιγνάδη, η Εισαγγελία Εφετών προχώρησε, δύο ημέρες πριν την ομιλία της κ. Σακελαροπούλου, στην άσκηση έφεσης, με αποτέλεσμα ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός να δικαστεί εκ νέου σε δεύτερο βαθμό για τρεις καταγγελίες περί βιασμού.
Ειδικότερα η έφεση της Εισαγγελίας, που ασκήθηκε από την εισαγγελέα Εφετών Βασιλική Χαλβά, αφορά δύο σκέλη. Πρώτα τις υποθέσεις για τις οποίες θα δικαστεί σε δεύτερο βαθμό ο Δημήτρης Λιγνάδης και επιπλέον τις ποινές που επιβλήθηκαν στη δίκη του στον πρώτο βαθμό. Για τις ποινές η εισαγγελέας έκρινε ότι το δικαστήριο όφειλε να του επιβάλει μεγαλύτερες, ενώ από τις δύο υποθέσεις βιασμών για τις οποίες απαλλάχθηκε σε πρώτο βαθμό κρίθηκε ότι η μία πρέπει να απασχολήσει εκ νέου το Εφετείο.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε την αναφορά στον λαϊκισμό, με αφορμή τις πολιτικές κρίσεις που αντιμετωπίζουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες λόγω της ακρίβειας που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, σημειώνοντας ότι ο λαϊκισμός αμφισβητεί τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες δημοκρατίες και υπονομεύει τη διάκριση των εξουσιών. Και προσέθετε ότι “τα θεσμικά αντίβαρα, όμως, είναι θεμέλια του Κράτους Δικαίου και δεν υποτάσσονται στις πλειοψηφίες και τους εφήμερους συσχετισμούς. Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.”
Η επισήμανση της Προέδρου της Δημοκρατίας ακούγεται θεσμικά correct. Είναι όμως;
Τον Ιανουάριο του 2021, κι ενώ η κοινή γνώμη συγκλονιζόταν από τις αποκαλύψεις για το #MeToo, η κ. Σακελαροπούλου προέβη σε μία ενδιαφέρουσα κίνηση.
«Η θαρραλέα στάση της Σοφίας Μπεκατώρου θα συμβάλλει στην ευρύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση απέναντι σε ανάλογες ανήθικες και εγκληματικές συμπεριφορές» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου μετά τη συνάντησή της με την χρυσή Ολυμπιονίκη στο Προεδρικό Μέγαρο.
Όπως επισήμανε η κυρία Σακελλαροπούλου: «Είναι καιρός να πάψει η ενοχοποίηση των θυμάτων και η ατιμωρησία των θυτών. Είναι καιρός να οικοδομήσουμε ένα αξιακό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η γυναίκα δεν θα αντιμετωπίζεται ως δυνάμει θήραμα, η αδυναμία της δεν θα εκλαμβάνεται ως συναίνεση και η σιωπή της δεν θα επικρίνεται ως οιονεί συνενοχή».
Ορθώς έπραξε. Υποκινούμενη, όμως, από τι; Μα φυσικά, από το διάχυτο κοινό περί Δικαίου αίσθημα. Στην βάση μιας καλά στοιχειοθετημένης καταγγελίας, πριν καλά καλά υποβληθεί κάποια μήνυση, ή φτάσει η (ούτως ή άλλως παραγεγραμμένη) υπόθεση σε κάποιο ακροατήριο. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας άκουσε τον βόμβο της κοινωνίας και, αναμφίβολα, δικαιώθηκε υπακούοντας το ίδιο αίσθημα που στην περίπτωση της αποφυλάκισης Λιγνάδη εμφανίζεται να απορρίπτει και να το ταυτίζει με τον λαϊκισμό.
Το επισημαίνει σωστά ο γνωστός νομικός Βασίλης Σωτηρόπουλος με ανάρτησή του στο twitter:
Νομικός δεν είμαι, συνταγματολόγος ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, μελετώντας τους ειδικούς, διαπιστώνω πως στο άρθρο 25 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η “αρχή του κοινωνικού κράτους Δικαίου”, ή οποία, μάλιστα, “τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους” (αναθεώρηση 2001 και αναγνωρισμένη από τη νομολογία ΣτΕ 2112/1984). Όλα αυτά συνιστούν ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη και επιχειρεί να δημιουργήσει κλίμα ασφαλείας στον πολίτη ότι η Πολιτεία λαμβάνει τις μέριμνες, μεταξύ άλλων και για την μη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος, ως συνέχεια και του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Αυτά λένε πολλοί νομικοί αναδεικνύοντας το απόσταγμα της συνταγματικής επιταγής που συνοδεύει το αίσθημα περί δικαίου και μάλλον δεν το αξιολογεί ως λαϊκισμό! Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, γνωστή για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων (πολύτιμη σκευή στο βιογραφικό της που την οδήγησε στο ύπατο αξίωμα) δεν μπορεί παρά να τα γνωρίζει όλα αυτά-πολύ καλύτερα από πάρα πολλούς άλλους.
Πέρα, όμως, από το νομικό και συνταγματικό σκέλος (για το οποίο μιλούν οι επιστημονικά επαρκείς), είναι κι αυτή η “ρημάδα” η συγκυρία. Ως αρχηγός του Κράτους έχεις αποστολή να ενώνεις και να ενοποιείς. Ακόμα κι αν πιστεύεις πως υπάρχει κάποιος θεσμικός εκτροχιασμός επιλέγεις την ημέρα (χωρίς φορτίσεις), τον τόπο και το ύφος να εξαπολύσεις διδαχές, και το πράττεις με τρόπο που δεν σε εμφανίζει να παρακάμπτεις μια βαριά καταδίκη για ενοχή και να ταυτίζεσαι με το ύφος και την ουσία του επχιειρήματος του καταδικασθέντος (πρωτοδίκως) για δύο παιδοβιασμούς. Εάν βασανίζεσαι, δε, από την ανάγκη να υπερασπιστείς το τεκμήριο αθωότητας, αφενός μένεις σε αυτό, αφετέρου χρησιμοποιείς λόγο φειδωλό και προσεκτικό και όχι νομικού εμπειρογνώμονα του θύτη. Και, τότε, ακόμα έχεις να πεις, προηγουμένως, πολλά για τα θύματα, όπως έκανες στην περίπτωση των καταγγελιών της Σοφίας Μπεκατώρου.
‘Ομως, μέσα από αυτή την τριβή που προκάλεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, παράγεται και μία ενδιαφέρουσα πηγή θερμότητας. Εμμέσως αναίρεσε η ίδια την μάλλον υποκριτική “αρχή” πως δεν κρίνονται και δεν αξιολογούνται οι αποφάσεις της “ανεξάρτητης” Δικαιοσύνης, μόνιμο θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ εκείνων που τις σχολιάζουν κι εκείνων που τους καταγγέλουν όταν το κάνουν. Οι ρόλοι αυτοί, ως γνωστόν, αλλάζουν, ανάλογα με τα κομματικά γυαλιά και την πολιτική συγκυρία.
Η κ. Σακελαροπούλου σχολίασε, δηλαδή, και δη έλαβε καθαρή θέση υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής Λιγνάδη, ενώ, μάλιστα, η υπόθεση παραμένει ενεργή και δια της εφέσεως πολλά μπορεί να αλλάξουν.
Όμως, αν και είναι βέβαιο πως διαθέτει ευκολότατα πρόσβαση σε ανάλογες σχετικά πρόσφατες αποφάσεις δικαστηρίων (δείτε το άρθρο της Φιλοθέης Βαρσαμή) , η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφεύγει να ερμηνεύσει γιατί συντριπτικά οι περισσότερες ανάλογες (;;;) δικαστικές υποθέσεις δεν κατέληξαν στην ίδια απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής.
Καταλήγω: Όπως είπα νομικός δεν είμαι, έτσι δεν μπορώ να κρίνω εάν η γενική και αόριστη επισήμανση της κ. Σακελαροπούλου εδράζεται σε ακλόνητα νομικά επιχειρήματα ή όχι. Γνωρίζω, όμως, πώς επέλεξε ένα θέμα που εν τέλει δεν διχάζει. Υπό την έννοια πώς η πλειονότητα (και των κυβερνητικών στελεχών), είτε αναφέρθηκε αρνητικά στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής Λιγνάδη, είτε εξεπλάγην, είτε έμεινε βουβή αδυνατώντας να την εξηγήσει επαρκώς. Φαίνεται πως το κοινό περί δικαίου αίσθημα εξελίσσεται σε ιό ισχυρότερο των παραλλαγών του Covid και μολύνει τους πάντες. Η δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχουσα αναπτύξει μοναδικά αντισώματα στον λαϊκισμό μπορεί να αντιστέκεται στις “ευαισθησίες”.
Ο χρονισμός (timing), όμως, είναι ένα άλλο ζήτημα. Δεν είναι τεχνικός όρος. Αποκαλύπτει και τον βαθμό ενσυναίσθησης καθενός, ήτοι είναι θέμα ελλιπούς …ακοής του κοινωνικού βομβου, όταν, δηλαδή, επιλέγεις να αναδείξεις αυτό το ζήτημα στην ομιλία σου για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας, και όχι το σύνολο της κοινωνικής ασφυξίας λόγω κρίσης και τα κύματα των ακραίων εκφάνσεων που κατακλύζουν την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Η πενταετής προεδρική θητεία, βεβαίως, είναι επαρκής χρόνος για να προλάβει κανείς να οικοδομήσει, όσο επαρκής είναι και για να καταστρέψει. Η επιλογή είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση και δεν εξαρτάται, ούτε από το πόσο καλά σκηνοθετημένα είναι τα (προεδρικά) ρεπορτάζ της δημόσιας τηλεόρασης, ούτε από το πόσο επιμελείς είναι οι φιλοτεχνούντες τα προφίλ. Και, εν κατακλείδι, εάν -δια της παρεμβάσεως της ίδιας της κ. Σακελαροπούλου- είναι θεμιτό να αξιολογείται με αυτόν τον συντριπτικό τρόπο μια δικαστική απόφαση, άλλο τόσο -και περισσότερο- θεμιτό είναι να αξιολογείται και η στάση του/της Προέδρου της Δημοκρατίας. Και, στο τέλος της ημέρας, θα είναι πάλι το κοινό περί δικαίου αίσθημα που κατατάσσει και τους ενοίκους του Προεδρικού Μεγάρου στις ιεραρχήσεις αποδοχής…