Η αντίδραση του Νίκου Ανδρουλάκη στην αποδεδειγμένη (από την αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) απόπειρα εμφύτευσης κακόβουλου λογισμικού και παρακολούθησης του κινητού του, με την δήλωση “δεν είναι προσωπικό θέμα, είναι θέμα Δημοκρατίας”, καθιστά την όζουσα υπόθεση παράμετρο πολιτικών εξελίξεων. Εάν οι Θεσμοί (Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητη Αρχή κ.ά), καθώς και το πολιτικό και μιντιακό σύστημα μπορούσαν (θεωρητικά και στην βάση του γενικότερου “μιθριδατισμού”) να υστερούν στην περίπτωση παρακολούθησης του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, τώρα που αυτό αφορά τον αρχηγό του τρίτου κόμματος και μέλος του Ευρωκοινοβουλίου, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά.
Η έρευνα που προφανώς θα ακολουθήσει θα πάρει αναμφίβολα αρκετό χρόνο, όμως οι πολιτικές συνέπειες είναι ήδη εμφανείς. Το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο αρχηγός του γίνεται “θύμα” κάποιων σκοτεινών μηχανισμών, απ΄ όπου κι αν εκπορεύονται οι εντολές και οι επιδιώξεις, κι αυτό τους φέρνει (κόμμα και αρχηγό) στο επίκεντρο μιας ιστορίας που στις δυτικές δημοκρατίες αποκτά εξ ορισμού πολύ σοβαρά χαρακτηριστικά. Οι εξελίξεις υπερβαίνουν την όποια δημοσκοπική καταγραφή. Δεν σημαίνει, δηλαδή, πως ως “θύμα” το ΠΑΣΟΚ θα κατορθώσει να ανατάξει την πτωτική πορεία στις μετρήσεις των τελευταίων μηνών, ούτε ότι θα αλλάξει ρότα και θα αναιρέσει την τακτική της λεγόμενης “πολιτικής αυτονομίας”.
‘Ομως, εμφυτεύεται στο πολιτικό σύστημα και κατ΄ επέκταση στο υποσυνείδητο του εκλογικού σώματος η αμφιβολία και η έντονη καχυποψία. Θα ήταν λάθος να προεξοφλεί κανείς –το κάνουν ήδη κάποιες κυβερνητικές πηγές- πως το ΠΑΣΟΚ έρχεται πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή ο δεύτερος, όπως είναι λογικό, αξιοποιεί την απόπειρα παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη για να ενισχύσει την υπεροχή του σε θέματα Δημοκρατίας, όπως δείχνει και η τελευταία μέτρηση της Prorata.
Είναι, όμως, από την άλλη, μάλλον παράδοξο, εφόσον δεν διαλευκανθεί πλήρως και χωρίς να αφήσει το παραμικρό στίγμα η συγκεκριμένη υπόθεση, να σκεφτεί κανείς πως σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε η Ν.Δ να προσβλέπει σε μία κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Πώς θα μπορούσε, δηλαδή, να εξηγήσει ο Νίκος Ανδρουλάκης μία τέτοια απόφαση, όταν ο ίδιος έχει βάλει στο κέντρο του κάδρου των (πιθανών) ευθυνών τον ίδιο τον πρωθυπουργό; Θα ισοδυναμούσε με την οριστική πολιτική του απαξίωση και μόνος κερδισμένος απ΄ αυτό θα ήταν εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως την υπεράσπιση του ΠΑΣΟΚ και του προέδρου του σε αυτή την υπόθεση, έχουν αναλάβει οι του αντι-δεξιού μπλοκ ( με προεξάρχοντα τον συνυποψήφιο για την ηγεσία Χάρη Καστανίδη), ενώ την ίδια ώρα οι φίλα προσκείμενοι σε μία σύγκλιση με τη Ν.Δ και πρωταγωνιστές του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου φλυαρούν “θεσμικά”, ή στέκονται μερικά βήματα πίσω.
Πολιτικά, η υπόθεση μετατρέπεται σε καταλύτη και, παράλληλα, ενισχύει το περιβάλλον πολιτικής τοξικότητας που έχει διαμορφωθεί εδώ και καιρό με ευθύνη πολλών. Όσα περισσότερα ερωτηματικά εγείρονται σχετικά με αυτά που ζούμε τις τελευταίες ημέρες, τόσο περισσότερο θα βαθαίνει το χάσμα στο κομματικό σύστημα, την πολιτική αντιπαράθεση και το εκλογικό σώμα (κοινωνία). Εάν δει κανείς την εξέλιξη αυτή από σχετική απόσταση, μαζί με το φάσμα της ακρίβειας, της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και όλων των άλλων κοινωνικών προβλημάτων, εισέρχεται σε μία “ανεξιχνίαστη περιοχή” που σε κάθε βήμα μπορεί να προκαλέσει εκπλήξεις και ανατροπές.
Όχι, δεν θα είναι αυτός ο λόγος που θα επηρεάσει ανατρεπτικά την εκλογική μάχη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι πολίτες θα ιεραρχήσουν ψηλά τις προσωπικές τους αγωνίες (οικονομία και επιβίωση), κι εκεί παρά το γεγονός πως η κυβέρνηση υφίσταται έντονη πίεση το προβάδισμά της παραμένει ακόμα διακριτό, όπως προκύπτει απ΄ όλες τις έρευνες.
Ως προς τούτο, μεγάλη ευθύνη έχει άλλωστε το γεγονός πως η αξιωματική αντιπολίτευση, παρότι μειώνει την διαφορά, δεν έχει ακόμα κατορθώσει να πείσει για το εναλλακτικό αφήγημα διακυβέρνησης που διαθέτει, ούτε έχει αναδείξει πρόσωπα που να μπορούν να κερδίσουν τους αντιπάλους τους στο παιχνίδι “ένας/μία προς έναν/μία”.
Η υπόθεση “Predator”, όμως, μπορεί να μεταβληθεί στην πρώτη μικρή κατολίσθηση που προκαλεί χιονοστιβάδα, ακριβώς επειδή το υπόστρωμα χιονιού έχει χάσει την συνοχή του και το έδαφος δεν μπορεί να το συγκρατήσει. Γι’ αυτό και κακώς το υποτιμά, εάν το υποτιμά, η κυβέρνηση. Τα ερωτήματα, δε, που προκύπτουν, επειδή ακριβώς προκύπτουν, δεν μπορούν να μένουν αναπάντητα διότι η απουσία απαντήσεων από τους κυβερνώντες δρουν ως σαράκι. Κάθε αναπάντητο ερώτημα δημιουργεί σταδιακά την πεποίθηση πως μένει αναπάντητο επειδή οι απαντήσεις είναι δύσκολες και θα δείξουν ευθύνες.
Η κυβέρνηση έχει εκ των πραγμάτων ένα δρόμο. Να δημιουργήσει περιβάλλον απόλυτης ασφάλειας και ελευθερίας στους θεσμούς, να ενισχύσει τον διακομματικό έλεγχο και να αφήσει τα πράγματα αν εξελιχθούν. Εάν δεν το πράξει, μπορεί -και είναι το πιθανότερο- να μην υποστεί ανεπανόρθωτη πολιτική ζημιά, ο πολιτικός χάρτης, όμως, θα επηρεαστεί δομικά και οι διαχωριστικές γραμμές θα βαθύνουν.