Έχει ξεπεράσει το peak η υψηλή τιμή των τροφίμων; Ακόμα και πριν την συμφωνία μεταξύ Κιέβου και Μόσχας –με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ- για τα σιτηρά, που έδωσε το πράσινο φως την περασμένη εβδομάδα για να φύγουν φορτία από τα λιμάνια της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα, οι τιμές των προϊόντων τροφίμων έκαναν βουτιά. Οι φόβοι της ύφεσης, μια εξαιρετική σοδειά στη Ρωσία και οι ελπίδες για αναβίωση των εμπορικών ροών των σιτηρών, έχουν ωθήσει χαμηλότερα τις τιμές.
των Chelsea Bruce-Lockhart και Emiko Terazono (Λονδίνο)
Αλλά οι πτώσεις των τιμών δεν σημαίνουν πως η επισιτιστική κρίση έχει περάσει. Οι αναλυτές λένε πως οι υποκείμενοι παράγοντες που οδήγησαν τις αγορές υψηλότερα δεν έχουν αλλάξει. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος είναι ένα μόνο από τα πολλά προβλήματα που θα μπορούσαν να διατηρήσουν υψηλότερα το επίπεδο της πείνας για πολλά ακόμα χρόνια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε σε μια περίοδο που οι τιμές των τροφίμων ήδη ωθούνταν ανοδικά από μια σειρά παραγόντων – κυρίως τις ξηρασίες που επηρεάζουν βασικές χώρες παραγωγής και τις αλυσίδες προμήθειας που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα κατάλοιπα της πανδημίας. Στις φτωχότερες χώρες οι οικονομίες των οποίων καταστράφηκαν από τα lockdowns για την αντιμετώπιση της Covid-19, ο πόλεμος απλώς επιδείνωσε μια ζοφερή κατάσταση.
«Αυτό που κάνει αυτή την παγκόσμια επισιτιστική κρίση να ξεχωρίζει από προηγούμενες παρόμοιες καταστάσεις είναι πως υπάρχουν πολλές σημαντικές αιτίες πίσω από αυτήν» λέει ο Cary Fowler, ειδικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ για την ασφάλεια τροφίμων.
Η πραγματική επίπτωση αυτού του συνδυασμού παραγόντων απλώς θα γίνει πιο εμφανής το επόμενο έτος, λένε οι αναλυτές. «Εγώ ανησυχώ περισσότερο για το 2023 παρά για το 2022», λέει ένας από αυτούς.
Έρχεται καταιγίδα
Ο πόλεμος έχει αναμφίβολα σταθεί μεγάλο βαρίδι στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Με το μπλόκο στα λιμάνια της Ουκρανίας και τη δυνατότητα εναλλακτικών διαδρομών να είναι περιορισμένη, οι όγκοι των εξαγωγών έχουν μειωθεί σημαντικά. Τον Ιούνιο, η χώρα εξήγαγε κάτι λιγότερο από 1 εκατ. τόνους σιταριού, καλαμποκιού και κριθαριού, 40% λιγότερο απ’ ότι κατά τον ίδιο μήνα του 2021, σύμφωνα με το υπουργείο γεωργίας της Ουκρανίας.
Η συγκομιδή της Ουκρανίας άρχισε αυτόν τον μήνα και οι καλλιεργητές πασχίζουν να βρουν αποθηκευτικό χώρο για τη νέα σοδειά. Αν όμως οι αγρότες δεν μπορούν να πουλήσουν τα σιτηρά τους, αυτό θα λειτουργήσει ως ντόμινο το 2023 καθώς δεν θα έχουν τα κεφάλαια για να πληρώσουν για σπόρους και λιπάσματα για την επόμενη σεζόν. Μπορεί να μην έχουν καν σοδειά, όπως προειδοποιεί αξιωματούχος του τομέα διεθνούς επισιτιστικής πολιτικής.
Οι υψηλές τιμές εμπορευμάτων που είδαμε στα τέλη της άνοιξης μπορεί να έχουν δώσει κίνητρα για μεγαλύτερη παραγωγή αλλού. Αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από την εκτίναξη του κόστους των πρώτων υλών για πολλούς αγρότες, ιδιαίτερα για τα λιπάσματα και το diesel που χρησιμοποιείται για τις μεταφορές και για τον γεωργικό εξοπλισμό.
Αξιωματούχοι του τομέα της πολιτικής τροφίμων προειδοποιούν πως η εκτίναξη των τιμών ενέργειας, που αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω τον χειμώνα, έχουν επίσης πλήξει την παραγωγή των αζωτούχων λιπασμάτων, που είναι ένα βασικό θρεπτικό συστατικό για τις σοδειές.
«Αν δεν λύσουμε το θέμα με το κόστος των αγροτικών πρώτων υλών –ιδιαίτερα στα λιπάσματα- τότε η κρίση της οικονομικής προσιτότητας θα μετατραπεί σε κρίση διαθεσιμότητας το επόμενο έτος», προειδοποιεί ο Arif Husain, επικεφαλής οικονομολόγος του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ.
Μέχρι στιγμής, η βασική ανησυχία για τα τρόφιμα ήταν οι προμήθειες σιτηρών, ιδιαίτερα του σιταριού και των φυτικών ελαίων των οποίων η Ουκρανία είναι μεγάλος εξαγωγέας. Αλλά ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν για την τιμή του ρυζιού, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διατροφής σε όλη την Ασία.
Για την ώρα, υπάρχουν υψηλά επίπεδα αποθεμάτων σε κορυφαίες χώρες-παραγωγούς όπως η Ινδία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες για τους περιορισμούς στις εξαγωγές, εάν το υψηλό κόστος του σιταριού αναγκάσει περισσότερους καταναλωτές να στραφούν στο ρύζι ως υποκατάστατο.
Μόνο το 10% περίπου της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής των κόκκων εξάγεται, έτσι ένας περιορισμός από οποιονδήποτε εξαγωγέα μπορεί να έχει τεράστια επίπτωση στις διεθνείς τιμές.
Το 2007-2008, οι περιορισμοί στις εξαγωγές από την Ινδία και το Βιετνάμ, σε συνδυασμό με τις πανικόβλητες αγορές μεγάλων εισαγωγέων ρυζιού, όπως οι Φιλιππίνες, οδήγησαν σε υπερδιπλασιαμό των τιμών.
«Παρακολουθούμε στενά τις τιμές του ρυζιού» ανέφεραν αναλυτές της Nomura, προσθέτοντας πως «αν οι αυξανόμενες τιμές του σιταριού οδηγήσουν σε υποκατάσταση προς το ρύζι, αυτό θα μπορούσε να μειώσει τα υπάρχοντα αποθέματα, να πυροδοτήσει περιορισμούς σε βασικούς παραγωγούς και να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές ρυζιού με την πάροδο του χρόνου». Οι αξιωματούχοι επίσης παρακολουθούν τη διαθεσιμότητα των λιπασμάτων για την παραγωγή ρυζιού στην Ασία.
Οι ανθρώπινες επιπτώσεις
Πολύ πριν η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία, η επισιτιστική ανασφάλεια βρίσκονταν σε επίπεδα ρεκόρ. Λόγω της πανδημίας, της ξηρασίας και άλλων περιφερειακών συγκρούσεων, κάτι λιγότερο από 770 εκατομμύρια άνθρωποι πεινούσαν το 2021, ο υψηλότερος αριθμός από το 2006, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.
Ο FAO προβλέπει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αυξήσει τον αριθμό των υποσιτιζόμενων ατόμων έως και κατά 13 εκατομμύρια φέτος και άλλα 17 εκατομμύρια το 2023. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, για κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις τιμές των τροφίμων, επιπλέον 10 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να πέφτουν σε ακραία φτώχεια.
Σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, η κατανάλωση βασικών προϊόντων υπερτερεί της παραγωγής. Είναι οι χώρες σε αυτές τις περιοχές που είναι πιο εκτεθειμένες σε παγκόσμιες αυξήσεις τιμών, σύμφωνα με την ομάδα δεδομένων εμπορευμάτων Gro Intelligence. Πολλές αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν το πρόσθετο βάρος της πτώσης των νομισμάτων τους πέρα από την αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Ο αντίκτυπος στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που εξαρτώνται από εισαγωγές από την Ουκρανία και τη Ρωσία ήταν έντονος. Η Αίγυπτος έχει στραφεί στο ΔΝΤ για βοήθεια, ο πληθωρισμός στην Τουρκία έχει εκτιναχθεί σχεδόν στο 80%, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα έχει περιγράψει την κρίση στον Λίβανο ως μια από τις πιο σοβαρές των τελευταίων 100 ετών.
Ακόμη και χώρες που δεν αγοράζουν από τη Ρωσία ή την Ουκρανία αλλά είναι υψηλοί καθαροί εισαγωγείς γεωργικών προϊόντων αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος εισαγωγής. Οι τιμές των βασικών τροφίμων όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα μαγειρικά έλαια έχουν αυξηθεί ταχύτερα. Ένα καρβέλι ψωμί στη Βουλγαρία κόστισε σχεδόν 50% περισσότερο τον Ιούνιο από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα. Η τιμή στα μαγειρικά έλαια στην Ισπανία είναι σχεδόν διπλάσια τώρα από ό,τι πριν από ένα χρόνο και οι τιμές της ζάχαρης στην Πολωνία έχουν αυξηθεί κατά 40%.
Σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, όπου τα τρόφιμα αποτελούν μεγάλο μέρος των καταναλωτικών δαπανών, η περικοπή για να αντισταθμιστεί το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι πολύ πιο δύσκολη. Στην Αίγυπτο, όπου τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των δαπανών των νοικοκυριών, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυξήσεις 24% στις τιμές των τροφίμων. Στην Αιθιοπία, όπου ο προϋπολογισμός για τα τρόφιμα είναι ακόμη υψηλότερος, ο πληθωρισμός των τροφίμων είναι 38%.
«Εάν ζείτε σε μια χώρα όπου, σε μια καλή μέρα, ξοδεύετε πάνω από το 50 με 60% του διαθέσιμου εισοδήματός σας σε τρόφιμα, δεν υπάρχει πολύς χώρος μετά από αυτό για να αντιμετωπίσετε ένα σοκ αυτού του μεγέθους», λέει ο Husain.
Ειδικά στην Αφρική, «υπάρχει κίνδυνος πείνας το επόμενο έτος», λέει ο Gilbert Houngbo, πρόεδρος του Διεθνούς Ταμείου του ΟΗΕ για την Αγροτική Ανάπτυξη. Αυτό με τη σειρά του «θα μπορούσε να δημιουργήσει κοινωνική αναταραχή και μαζική οικονομική μετανάστευση», προσθέτει.
Οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων το 2007-08 και το 2010-11 οδήγησαν σε ταραχές σε όλο τον κόσμο και οι υψηλές τιμές των τροφίμων ήταν βασικός παράγοντας για την αναταραχή που έπληξε πρόσφατα τη Σρι Λάνκα. Άλλες κυβερνήσεις που έχουν πληγεί περισσότερο κατάφεραν μέχρι στιγμής να συγκρατήσουν την κοινωνική αναταραχή χρησιμοποιώντας επιδοτήσεις.
«Αυτό έδωσε ένα τσιρότο», λέει ο Michael Pond, αναλυτής της Barclays. «Αλλά σε κάποιο σημείο, η πίεση μπορεί να είναι τόσο ισχυρή που οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να παράσχουν αυτό το τσιρότο. Και εκεί είναι που τα πράγματα θα μπορούσαν να φουντώσουν», προσθέτει.
Καμία επιστροφή στο κανονικό
Δεν θεωρούν όλοι πως η κρίση θα γίνει πιο σοβαρή. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, η Morgan Stanley εξέδωσε μια αισιόδοξη έκθεση για το μέλλον των τιμών τροφίμων, προτείνοντας πως οι αυξήσεις το 2023 θα είναι χαμηλότερες του αναμενόμενου. Η αυξημένη παραγωγή σιτηρών από τους αγρότες, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ουκρανία καθώς θα αμβλύνονται οι εντάσεις, θα μετριάσουν τον πληθωρισμό των τροφίμων, σύμφωνα με την έκθεση.
Ωστόσο, ενώ ορισμένοι διεθνείς traders ελπίζουν ότι το άνοιγμα της εμπορικής οδού της Μαύρης Θάλασσας για τα ουκρανικά σιτηρά θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας «de facto κατάπαυσης του πυρός», εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της Ρωσίας, η οποία συνεχίζει να επιτίθεται σε περιοχές γύρω από τα ουκρανικά λιμάνια.
Και ακόμη κι αν ο πόλεμος τελειώσει αύριο, η γεωργική και λιμενική υποδομή της Ουκρανίας πρέπει να ανοικοδομηθεί και τα νερά στα ανοιχτά της ακτογραμμής της πρέπει να καθαρίσουν από τις νάρκες. Οι αγρότες της χώρας μπορεί να μην μπορούν ή να μην θέλουν να επιστρέψουν για να εργαστούν στη γη τους.
Πολλοί δυτικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι και αναλυτές αναμένουν ότι η τρέχουσα επισιτιστική κρίση θα διαρκέσει χρόνια, με τον πόλεμο να έρχεται πάνω από την κλιματική αλλαγή, την πανδημία και άλλες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. «Οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες που ώθησαν τον πληθωρισμό των τροφίμων (υψηλότερα) θα μπορούσε να συνεχιστεί», λέει ο Pond.
Η διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής μεταξύ των χωρών που εξαρτιόνταν από την Ουκρανία για δημητριακά και φυτικά έλαια σημαίνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η ιστορία θα είναι παρόμοια στην ενέργεια, λέει η Laura Wellesley, senior research fellow στο Chatham House. «Η συνολική εικόνα δείχνει περιορισμένη προσφορά και υψηλές τιμές, χωρίς καμία πιθανότητα χαλάρωσης σύντομα».
Οι καταναλωτές μπορεί να χρειαστεί να συνηθίσουν σε μόνιμα υψηλότερες τιμές των τροφίμων, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι. Η Capital Economics προβλέπει ότι τα επίπεδα της αγοράς θα «παραμείνουν σε ιστορικά υψηλές τιμές» λόγω της αυξημένης αστάθειας του καιρού. «Είναι αναμφισβήτητο ότι βλέπουμε χαμηλότερες αποδόσεις και συγκομιδές» τα τελευταία χρόνια λόγω της αυξανόμενης επίδρασης της κλιματικής αλλαγής, λέει η Caroline Bain, επικεφαλής οικονομολόγος εμπορευμάτων στην ερευνητική εταιρεία.
Ορισμένοι αναλυτές αναρωτιούνται εάν ο πόλεμος έχει ξεκινήσει μια διαδικασία διάλυσης ενός εμπορικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για την παράδοση αγαθών χαμηλού κόστους, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων διατροφής, σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Το παγκόσμιο σύστημα εμπορίας τροφίμων που μας επέτρεψε να έχουμε πρόσβαση σε όλα τα είδη τροφίμων δεν πρόκειται να επιστρέψει στην κανονικότητα σύντομα, λέει η Wellesley. «Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα συνεχιστούν οι υψηλές τιμές των τροφίμων και των λιπασμάτων και μια αναδιάρθρωση των εμπορικών εξαρτήσεων, ίσως με μεγαλύτερη εστίαση σε περισσότερες περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού».