Μια από τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την υφιστάμενη ρευστότητα των πολλαπλών κρισιακών συνθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ότι σε σχέση με τις κρίσεις του παρελθόντος, υπό τις παρούσες συνθήκες και τους συσχετισμούς, δεν αναμένεται να υπάρξει διέξοδος που θα περνά μέσα από τη διεθνή συνεργασία.
Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου, Συντονιστή του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 7ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →
Κλιμάκωση ανταγωνισμών σε γεωπολιτικό επίπεδο, πληθωριστικές πιέσεις και δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές για το άμεσο μέλλον περιγράφουν το τοπίο στην παγκόσμια οικονομία σε μια περίοδο προκλήσεων και συνεχών ανακατατάξεων σε πολλαπλά επίπεδα, που καταδεικνύει ότι το μοντέλο της διεθνούς συνεργασίας και της πολυμέρειας προς όφελος των «λίγων», που θέτουν και τους κανόνες του παιχνιδιού, δεν λειτουργεί πια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η υφιστάμενη πανδημία, η άνοδος των τιμών και η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων συντηρούν ένα κλίμα έντονης ρευστότητας με ισχυρή επιρροή στην παγκόσμια οικονομική τάξη. Μια τάξη που αλλάζει μορφή, με αναδιάταξη συμμαχιών και τη διαμόρφωση δύο ισχυρών μπλοκ στην εδώ και καιρό διαμορφούμενη πολυπολική πραγματικότητα, που αφήνει πίσω της τα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης υπερ-παγκοσμιοποίησης του «ενός κέντρου».
G7 vs BRICS: Πολυπολικότητα με ψυχροπολεμικά χαρακτηριστικά
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που μετρά πάνω από πέντε μήνες σε διάρκεια και οι κυρώσεις της Δύσης προς τη Μόσχα αποτέλεσαν έναν «επιταχυντή» στη διαμόρφωση των δύο νέων μπλοκ που ανταγωνίζονται για την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία: Την G7 και τους BRICS.
H Kίνα διοργάνωσε στα τέλη Ιουνίου τη 14η σύνοδο των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο της G7 στη Γερμανία, με κύριο στόχο να αποστείλει ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση για τις προθέσεις ισχυροποίησης του μπλοκ. Πολιτικά, αλλά και οικονομικά, με δεδομένο τον πληθυσμό και την οικονομική δυναμική των μελών τους, οι BRICS φιλοδοξούν να διαμορφώσουν έναν εναλλακτικό οικονομικό χώρο στον οποίο το δολάριο δεν θα έχει την πρωτοκαθεδρία, συναλλακτικά αλλά και συμβολικά. Στο πλαίσιο αυτό, στοχεύουν στην προσέλκυση νέων συμμάχων, που θα ισχυροποιήσουν το μπλοκ, εκφράζοντας πιο δυνατά τη φωνή των αναδυόμενων οικονομιών, με τη Μόσχα, εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων να αποτελεί οδηγό. Iράν και Αργεντινή έχουν καταθέσει αίτημα ένταξης στους BRICS, με την Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και την Αίγυπτο να βρίσκονται επίσης στο κατώφλι του φόρουμ, το ίδιο και η Ινδονησία.
H Δύση «απάντησε», προσπαθώντας να επιδείξει ενότητα. Στο κείμενο συμπερασμάτων, η G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο) υπογράμμισε ότι «σε μία στιγμή που ο κόσμος απειλείται από διαίρεση και σοκ, θα είμαστε ενωμένοι» εκφράζοντας ότι θα παραμείνει στο πλευρό της Ουκρανίας όσο χρειαστεί. Παράλληλα, μία μέρα μετά τη G7, η σύνοδος των χωρών του ΝΑΤΟ στο ανακοινωθέν της υιοθέτησε σκληρή γραμμή απέναντι στο Πεκίνο κάνοντας λόγο για «αυταρχισμό» και «αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ» της Κίνας, μεταφέροντας τη διαμόρφωση των μπλοκ και στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ των δύο «στρατοπέδων» υπάρχουν και χώρες με ρόλο «μπαλαντέρ». Η ανερχόμενη υπερδύναμη Ινδία και η Αργεντινή προσκλήθηκαν στη σύνοδο της G7, με τον ρόλο ιδίως της πρώτης να αποκτά σημαντική βαρύτητα στους διεθνείς συσχετισμούς.
Ζοφερές προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία και μαύρα σύννεφα πάνω από τις ΗΠΑ
Όλες αυτές οι ζυμώσεις εξελίσσονται σε ένα διεθνές σκηνικό οικονομικών αβεβαιοτήτων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διά του επικεφαλής οικονομολόγου του Πιέρ-Ολιβιέ Γκουρενσά προειδοποίησε ότι η παγκόσμια οικονομία, που εξακολουθεί κλονίζεται από την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, «αντιμετωπίζει μια ολοένα πιο ζοφερή και αβέβαιη προοπτική». Το Ταμείο, αναθεώρησε καθοδικά τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη (3,2% για το 2022 από 3,6% που «έβλεπε» το World Economic Outlook τον Απρίλιο), οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου -HΠΑ, Κίνα, Ευρωζώνη- βρίσκονται σε τέλμα, με σημαντικές συνέπειες για τις παγκόσμιες προοπτικές, υπογραμμίζοντας ότι «ο πληθωρισμός είναι μία σημαντική ανησυχία» σε μεσοπρόθεσμο, τουλάχιστον, ορίζοντα.
Στις ΗΠΑ, το μεγάλο ερώτημα που «βασανίζει» την πολιτική ηγεσία, τον επιχειρηματικό κόσμο και την κοινή γνώμη εδώ και μήνες είναι εάν η οικονομία της χώρας βαδίζει προς την ύφεση, ενώ την ίδια ώρα ο πληθωρισμός «καλπάζει» ανοδικά. Στις 15 Ιουνίου, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) προχώρησε σε μία ιστορική αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,75%, ποσοστό που αποτελεί την υψηλότερη αύξηση από το 1994, με στόχο να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Λίγες ημέρες πριν, ο πληθωρισμός ανήλθε στο 8,6% (έναντι 7,6% έναν μήνα πριν) ποσοστό που αποτελεί υψηλό 40 ετών. Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ (και πρώην επικεφαλής της Fed) Τζάνετ Γέλεν εκτίμησαν ότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι που να καταδεικνύει ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η Wall Street συμφωνεί με τη θέση αυτή, ωστόσο δεν βλέπει με αισιοδοξία το άμεσο μέλλον.
Οι αμφιλεγόμενες αποφάσεις της ΕΚΤ
Στα καθ’ ημάς, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη καλούνται να βρουν λύσεις στις άμεσες προκλήσεις της συγκυρίας, οι επιπτώσεις των οποίων οξύνθηκαν με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και την επιβολή κυρώσεων της Δύσης απέναντι στη Ρωσία: Στις πληθωριστικές πιέσεις και την ενεργειακή κρίση.
Έχοντας ως στόχο τον περιορισμό του πληθωρισμού ο οποίος έφτασε το 8,6% τον Ιούνιο (έναντι 8,1% το Μάιο), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπειτα από 11 χρόνια ανακοίνωσε αύξηση των επιτοκίων της, κατά 0,50% μάλιστα, ποσοστό που θεωρείται νίκη των «γερακιών». Αυτομάτως τίθεται το ζήτημα του κατά πολύ ακριβότερου δανεισμού των χωρών-μελών της νομισματικής ένωσης με τις υπερχρεωμένες χώρες (Ιταλία, Ελλάδα, κ.ά.) να απειλούνται ακόμη περισσότερο, προοπτική που επαναφέρει τις μνήμες τις κρίσης της Ευρωζώνης. Με τις μνήμες της Ντοβίλ και της ανακοίνωσης των Μέρκελ – Σαρκοζί το 2011, που θεωρείται ότι πυροδότησε τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης και σε άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης (με Ιρλανδία και Πορτογαλία να ακολουθούν), να μην είναι και πολύ μακρινές, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την έγκριση του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) που θα ενεργοποιείται εάν και όποτε κρίνει το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας σύμφωνα με τέσσερα κριτήρια που έθεσε. Τόσο η ΕΚΤ όσο και η Κριστίν Λαγκάρντ, όμως, στις ανακοινώσεις τους άφησαν αρκετά σημεία που αφορούν το πότε τελικά ενεργοποιείται το ΤPI τελείως «θολά», με τη «δημιουργική ασάφεια» αυτή να δίνει την εντύπωση πως η Τράπεζα περισσότερο θέλησε να δείξει ότι υπάρχει μία επιλογή έκτακτης ανάγκης για να καθησυχάσει τις αγορές, παρά ότι έχει τη βούληση να το θέσει σε λειτουργία με συγκεκριμένους όρους και συνθήκες.
Κυβερνήσεις υπό ασφυκτική πίεση και ο ιταλικός «κίνδυνος»
Οι συσχετισμοί αυτοί διαμορφώνουν ήδη ένα πολιτικό τοπίο με κυβερνήσεις που πιέζονται σημαντικά στις ισχυρότερες χώρες τόσο του νομισματικού μπλοκ όσο και στη Γηραιά Ήπειρο γενικότερα. Στην Ιταλία, η παραίτηση του Μάριο Ντράγκι από την πρωθυπουργία αποτελεί άλλη μία ένδειξη της διαρκούς και βαθιάς κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας, την ώρα που τα «σύννεφα» πάνω από την οικονομία της αυξάνονται: Το χρέος της Ιταλίας αγγίζει το 150% του ΑΕΠ, ενώ το spread του ιταλικού ομολόγου σε σύγκριση με το αντίστοιχο γερμανικό εκτοξεύθηκε πάνω από τις 200 μονάδες (225 με την παραίτηση Ντράγκι), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις προοπτικές της τρίτης ισχυρότερης οικονομίας ΕΕ και Ευρωζώνης.
Τον Ιούνιο, ο πρόσφατα επανεκλεγείς Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές από την άνοδο του αριστερού συνασπισμού υπό τον Ζαν – Λυκ Μελανσόν, με προδιαγραφόμενη μια δύσκολη κυβερνητική θητεία που ενδέχεται να φτάσει ως τα όρια της ακυβερνησίας και της διάλυσης του Κοινοβουλίου. Στις παραπάνω εξελίξεις προστίθενται και οι ασφυκτικές πιέσεις που δέχεται ο κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς στη Γερμανία -με χαρακτηρισμούς όπως «ο καγκελάριος του πολέμου» ή ο «καγκελάριος της κρίσης» να τον συνοδεύουν πλέον- εξαιτίας της προοπτικής διακοπής παροχής του ρωσικού φυσικού αερίου στη χώρα με τις ανυπολόγιστες συνέπειες που μπορεί να έχει ένα ενεργειακό μπλακ άουτ στην οικονομία και ιδιαίτερα στον βιομηχανικό τομέα της χώρας.
Πώς θα αντιμετωπιστούν οι κρίσεις;
Μια από τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την υφιστάμενη ρευστότητα των πολλαπλών κρισιακών συνθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ότι σε σχέση με τις κρίσεις του παρελθόντος, υπό τις παρούσες συνθήκες και τους συσχετισμούς, δεν αναμένεται να υπάρξει διέξοδος που θα περνά μέσα από τη διεθνή συνεργασία.
Και αυτή είναι μία εκτίμηση που προέρχεται από την πλευρά της Δύσης, η οποία μεταπολεμικά, με το Μπρέτον Γουντς είχε προσαρμόσει και διαμορφώσει τη «συνεργασία» με βάση τους δικούς της όρους και στην πορεία -από τη δεκαετία του 1970 και μετά- με βάση το νεοφιλελεύθερο οικονομικό υπόδειγμα.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της κρίσης Covid-19 και των ισχυρών κλυδωνισμών του πολέμου στην Ουκρανία για την παγκόσμια (οικονομική) τάξη, με εντεινόμενες τις τάσεις από-παγκοσμιοποίησης, αναδεικνύουν διαρκώς την ανάγκη μιας «επανεκκίνησης» του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Αρκετές φωνές, όπως αυτή της Τζάνετ Γέλεν, να κάνουν λόγο για την ανάγκη ενός «νέου Μπρέτον Γουντς» που θα απαντήσει στις σύγχρονες κρίσεις και στις προκλήσεις της εποχής. Οι Ρίτσαρντ Κόζουλ-Ράιτ (Διευθυντής του Τμήματος παγκοσμιοποίησης & στρατηγικών ανάπτυξης της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη – UNCTAD) και ο Κέβιν Γκάλαχερ (Διευθυντής του Global Development Policy Center του Boston University) τόνισαν την ανάγκη για ένα «νέο Μπρέτον Γουντς» το οποίο όμως θα είναι «συμπεριληπτικό, χωρίς αποκλεισμούς». Και υπογράμμισαν ότι «μόνο μέσω ενός μείγματος στοχευμένων εθνικών πολιτικών και ενισχυμένης διεθνούς συνεργασίας μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αντιστρέψουμε τις βαθιές ανισότητες της υπερ-παγκοσμιοποίησης και θα επιτύχουμε τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ», στέλνοντας το μήνυμα ότι «η πολυμέρεια για τους λίγους προνομιούχους δεν αποτελεί τον δρόμο προς τα εμπρός». Ωστόσο, με τις υφιστάμενες συνθήκες, η προοπτική της διεθνούς συνεργασίας περνά μέσα από ένα πυκνό «ναρκοπέδιο».