Ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπιος Παυλόπουλος παρεμβαίνει, με αφορμή τις προκλητικές αιτιάσεις της Τουρκίας σχετικά με την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, και παραπέμποντας σε αποσπάσματα παλαιότερου βιβλίου του, επισημαίνει τα επιχειρήματα που απορρέουν από τις Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο που τις καταρρίπτουν πλήρως.
Συγκεκριμένα ο κ. Παυλόπουλος αναφέρει:
Η συμπεριφορά της Ελλάδας *
Σε ό,τι αφορά την Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης -η οποία, ας σημειωθεί, περιλαμβάνει και Πομάκους, καθώς και Ρομά- η Ελλάδα έχει συμπεριφερθεί κατά τρόπο πλήρως σύμφωνο με την Συνθήκη της Λωζάνης αλλά και με το εν γένει Διεθνές Δίκαιο, ως προς τα κάθε είδους Δικαιώματα των Μειονοτήτων, θρησκευτικά ή μη. Εξ ου και η Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης όχι μόνο δεν έχει απομειωθεί αλλά, όλως αντιθέτως, ευημερεί και αυξάνεται, αφού από τα 110.000 μέλη κατά το 1923 -χρόνο σύναψης της Συνθήκης της Λωζάνης- σήμερα αριθμεί περί τα 130.000 μέλη. Τα όσα δε ισχυρίζεται περί του αντιθέτου η Τουρκία, όσον αφορά τα ζητήματα των Μουφτήδων και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, είναι παντελώς έωλα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τα εξής:
Α. Το καθεστώς του Μουφτή.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24ης Δεκεμβρίου 1990 -που κυρώθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, παρ. 1 του Συντάγματος, με τις διατάξεις του ν. 1920/1991- όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί στην συνέχεια, ιδίως με τις διατάξεις του ν. 4511/2018, οι Μουφτήδες διορίζονται από το Ελληνικό Κράτος με δεκαετή θητεία.
1. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 1920/1991, ο Μουφτής διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για δεκαετή θητεία που δύναται να ανανεώνεται. Του διορισμού αυτού προηγείται διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων και ελέγχου των, ως προς την συνδρομή των κατά νόμο προσόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 2190/1991.
α) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2190/1991, ο Μουφτής είχε αρχικώς, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων, και μια μορφή «γενικής δικαιοδοσίας» μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Κατά τις ίδιες διατάξεις, οι κατά τ’ ανωτέρω αποφάσεις του Μουφτή, για να παραγάγουν δεδικασμένο και εκτελεστότητα, έπρεπε να κηρυχθούν προηγουμένως εκτελεστές, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου η έδρα του Μουφτή.
β) Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2190/1991 τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4511/2018. Συγκεκριμένα δε από την μια πλευρά περιορίσθηκε, εν μέρει, η κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοσία του Μουφτή και, από την άλλη πλευρά, προσδιορίσθηκαν οι ειδικοί κανόνες, με βάση τους οποίους ο Μουφτής μπορεί ν’ ασκεί εφεξής την επακριβώς οριοθετημένη δικαιοδοσία του. Ειδικότερα δε, ως προς την δικαιοδοσία του Μουφτή, οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4521/2018 ορίζουν ότι οι σχετικές υποθέσεις ρυθμίζονται πλέον από τις κοινές διατάξεις, και μόνο κατ’ εξαίρεση υπάγονται στην δικαιοδοσία του Μουφτή, εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτησή τους ενώπιόν του για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η υπαγωγή της υπόθεσης στην δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη και αποκλείει την δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων ως προς την συγκεκριμένη διαφορά.
2. Από το γράμμα και το πνεύμα των προμνημονευόμενων διατάξεων προκύπτει ότι μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων του -κατά βάση θρησκευτικής φύσης- ο Μουφτής εξακολουθεί ν’ ασκεί, εντός της Ελληνικής Έννομης Τάξης, και δημόσιου δικαίου καθήκοντα, και για την ακρίβεια καθήκοντα δικαιοδοτικής υφής -καθήκοντα «ιεροδίκη»- ανάλογα μ’ εκείνα των τακτικών δικαστηρίων. Άρα, ως προς αυτά τα καθήκοντα ο Μουφτής είναι όργανο του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία.
α) Κατά τούτο ορθώς ο Μουφτής διορίζεται, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 2190/1991, κατά τ’ ανωτέρω. Αυτό δε είναι απολύτως σύμφωνο με το Σύνταγμά μας αλλά και με το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο έχει καταστεί μέρος της Ελληνικής Έννομης Τάξης. Πραγματικά, στην θεωρία αλλά και στην πράξη του Δημόσιου Δικαίου γίνεται καθολικώς δεκτό, ότι τα όργανα του Δημοσίου, τα οποία ασκούν οιασδήποτε μορφής δημόσια εξουσία, διορίζονται από τις κατά νόμο οριζόμενες αρχές. Μόνο δε μέσω της πράξης διορισμού τούς εκχωρείται νομίμως το μέρος δημόσιας εξουσίας, το οποίο μπορούν ν’ ασκήσουν. Συνακόλουθα, η πράξη διορισμού, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αφενός οριοθετεί επακριβώς την έκταση της παραχωρούμενης στα όργανα αυτά δημόσιας εξουσίας και, αφετέρου, τα νομιμοποιεί ως προς την κατά το Σύνταγμα άσκησή της. Εκλογή οργάνων του Δημοσίου είναι κατά το Σύνταγμα νοητή και επιτρεπτή μόνο στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας σωματειακής μορφής νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου -κλασικό παράδειγμα οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και άλλοι, ανάλογης υφής, επαγγελματικοί σύλλογοι- και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, αλλά μόνον εφόσον αποτελούν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, μέρος του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
β) Επομένως, κατά το Σύνταγμα εκλογή του Μουφτή από ένα είδος «βάσης» δεν είναι επιτρεπτή. Οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Τουρκίας είναι παντελώς αυθαίρετοι -ας μην παραβλέπεται το γεγονός ότι ούτε στην ίδια την Τουρκία υπάρχει οργανωμένο καθεστώς εκλογής Μουφτή- πράγμα το οποίο σημαίνει, αυτοθρόως, ότι οι «εκλεγμένοι μουφτήδες» στην Ελληνική Θράκη δρουν παρανόμως, ήτοι εκτός των ρυθμίσεων του Ελληνικού Συντάγματος και της εκτελεστικής του νομοθεσίας, και ορθώς δεν αναγνωρίζονται από το Ελληνικό Κράτος. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί της Τουρκίας ότι η Ελλάδα πρέπει να προβεί, ως προς τον Μουφτή, σε πλήρη διαχωρισμό μεταξύ «θρησκευτικού λειτουργού» και «ιεροδίκη», όχι μόνο συνιστούν ωμή και παράνομη επέμβαση στο εσωτερικό της Ελληνικής Έννομης Τάξης και, κατά συνέπεια, στις αρμοδιότητες του Ελληνικού Κράτους. Αλλά, επιπροσθέτως, τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε σε πλήρη σύγχυση ως προς τις αρμοδιότητες του Μουφτή, η οποία θ’ απέβαινε εις βάρος αυτού τούτου του κοινού αισθήματος της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται για την ειρηνική διαβίωση στο εσωτερικό της Μειονότητας. Αυτή δε η τελευταία διαπίστωση καθιστά ακόμη πιο ύποπτη την εμμονή της Τουρκίας σε τέτοιες, παντελώς αβάσιμες, αιτιάσεις, όταν μάλιστα υπό το σημερινό καθεστώς του Μουφτή η κοινωνική ζωή της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη είναι απολύτως ομαλή και αρμονική.
Β. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
Η Ελλάδα ενεργεί, πάντοτε, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο και ως προς το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι όσων μελών της Μουσουλμανικής Μειονότητας διεκδικούν την ίδρυση σωματείων, στην βάση της λεγόμενης «συλλογικής τουρκικής εθνοτικής ταυτότητας».
- Συγκεκριμένα δε, τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας αποφασίζουν με βασικό γνώμονα την Συνθήκη της Λωζάνης, πρωτίστως με βάση την προαναφερθείσα πρόβλεψή της ότι ειδικώς η Μουσουλμανική Μειονότητα της Ελληνικής Θράκης είναι αμιγώς Θρησκευτική Μειονότητα. Επιπλέον, τα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας λαμβάνουν υπόψη -ως άλλωστε οφείλουν- εν προκειμένω και όλες τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ρυθμίσεις, ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις της εν γένει άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, γεγονός το οποίο δεν φαίνεται να κατανοούν ορισμένα μέλη της Μουσουλμανικής Μειονότητας. Δοθέντος ότι συμπεριφέρονται ως εάν δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων Πολιτών εν γένει, όταν έχουν γίνει δεκτές προσφυγές τους ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αντικείμενο την άσκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
- Την ακρίβεια της κατά τ’ ανωτέρω διαπίστωσης καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του ν. 4491/2017, καθ’ ό μέτρο τροποποίησαν και τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα:
α) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 4491/2017: «Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθενται εδάφια ως εξής: “Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίνεται ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επιμέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.”»
β) Και κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του ως άνω ν. 4491/2017: «Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου καταλαμβάνει και τις υποθέσεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τους περιορισμούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος.»
- Οι κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017 ικανοποιούν πλήρως και τις απαιτήσεις εκτέλεσης, στο ακέραιο, των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τις προσφυγές του «Συλλόγου Μειονότητας Ν. Έβρου», του «Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης» και της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», που αφορούσαν απορρίψεις των αρμόδιων Ελληνικών αρχών αναφορικά με την σύσταση αντίστοιχων σωματειακών ενώσεων. Πρόκειται για τις αποφάσεις, κατά σειρά, ΕΔΔΑ, Bekir-Ousta κ. Ελλάδας, 11.10.2007, ΕΔΔΑ, Emin κ.ά. κ. Ελλάδας, 27.3.2008 και ΕΔΔΑ, Tourkiki Enosi Xanthis κ.ά. κ. Ελλάδας, 27.3.2008. Υπό τα δεδομένα των διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, οι προμνημονευόμενες ενώσεις αποκτούν, μετά την έκδοση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα κατάθεσης αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των προηγούμενων εις βάρος τους δικαστικών αποφάσεων, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της νέας παρ. 1 του άρθρου 758 του ν. 4491/2017. Είναι φανερό, πάντα υπό το φως των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, ότι το εν προκειμένω αρμόδιο δικαστήριο θα κρίνει τις αιτήσεις αυτές με βάση τις ακόλουθες νομοθετικές προβλέψεις:
α) Κατά πρώτο λόγο το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του ότι οι κάθε είδους αρμόδιες Ελληνικές αρχές, κατά την εξέταση των αιτήσεων και για την σύσταση τέτοιων ενώσεων, νομιμοποιούνται αλλά και υποχρεούνται να ελέγξουν, φυσικά με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, αν και κατά πόσον οι αιτήσεις αυτές είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του εδ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά τις οποίες: «Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλεια, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».
β) Και κατά δεύτερο λόγο το δικαστήριο υποχρεούται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 4491/2017, να κρίνει τις σχετικές αιτήσεις και υπό το φως των δεσμεύσεων, οι οποίες προκύπτουν από άλλες «Διεθνείς Συνθήκες», όπως είναι για την Ελληνική Θράκη κατ’ εξοχήν η Συνθήκη της Λωζάνης.
β1) Οπωσδήποτε δε βαρύνουσα σημασία κατά την διαμόρφωση της ως άνω δικαστικής κρίσης έχουν οι προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης, κατά τις οποίες -όπως ήδη διευκρινίσθηκε- η Μουσουλμανική Μειονότητα της Ελληνικής Θράκης είναι αμιγώς «θρησκευτική» και κατ’ ουδένα τρόπο «εθνική». Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, και ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εγκρίνει την σύσταση σωματείων, τα οποία αποβλέπουν, αμέσως ή και εμμέσως, στην αναγνώριση δήθεν «τουρκικής μειονότητας» οιασδήποτε μορφής, στην Ελληνική Θράκη, αφού κάτι τέτοιο έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης.
β2) Επιπροσθέτως, η κατά τ’ ανωτέρω δικαστική οπτική, αναφορικά με τον πλήρη σεβασμό της Συνθήκης της Λωζάνης ως προς τις Μειονότητες, συμβαδίζει με το γράμμα και το πνεύμα των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. α΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο, αφενός διότι η αναφορά στα «αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία» περιλαμβάνει, αναμφιβόλως, τον αδιάστικτο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου εν συνόλω -επομένως και της Σύμβασης της Λωζάνης- δοθέντος ότι, e contrario, δημοκρατική κοινωνία δεν υφίσταται όπου δεν διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου. Και, αφετέρου, διότι και μόνον η αναγνώριση «τουρκικής» -ήτοι «εθνικής»- μειονότητας, κατά προφανή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης, είναι ικανή να οδηγήσει σε περιστολή της προστασίας «των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων», οι οποίοι, με βάση την Συνθήκη της Λωζάνης, επιδιώκουν να υπερασπισθούν την ιδιότητά τους ως μελών της αμιγώς θρησκευτικής Μουσουλμανικής Μειονότητας.
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Προκόπη Παυλόπουλου «Μελέτες για τα Εθνικά Θέματα», 2η έκδοση, 2022, εκδ. Ευρασία, σελ.142-148.