Οι Αντετοκούνμπο δεν έχουν ανάγκη κανέναν. Εμείς τους έχουμε, για να αισθανθούμε επιτέλους, εθνικά υπερήφανοι. Ας χαρούμε την εθνική ομάδα, χωρίς φασίστες στις κερκίδες.
Εθνική υπερηφάνεια για μια εθνική ομάδα που εκπροσωπεί τη χώρα της σε κάποιο σπορ, δε σημαίνει εθνική ανωτερότητα. Και αν σημαίνει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί σε τίποτα να σχετίζεται με τον πραγματικό αθλητισμό.
Εθνική υπερηφάνεια, αγάπη για μια εθνική ομάδα σημαίνει αγάπη για το πώς εκπροσωπείται η εγχώρια αθλητική Παιδεία, προς το εξωτερικό.
Σημαίνει υπερηφάνεια για την ευγενή άμιλλα σε επίπεδο κορυφαίων τουρνουά, σε επίπεδο κορυφαίου ανταγωνισμού, σημαίνει επίσης και υπερηφάνεια για τον τρόπο που ένα κράτος στηρίζει τον αθλητισμό του και καταφέρνει να διακριθεί μέσα από τη στήριξη αυτή…
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε ουκ ολίγες από τις παραπάνω πτυχές. Δε χρειάζεται να θυμηθούμε εδώ όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν με αφορμή τους πιο πρόσφατους ολυμπιακούς αγώνες.
Υπάρχει όμως αυτό το καλοκαίρι, μια ιδιαιτερότητα, ως στιγμή.
Υπάρχει η φωτογραφία των τεσσάρων Αντετοκούνμπο με το εθνόσημο, υπάρχει η εικόνα τους με τα άλλα παιδιά της εθνικής και υπάρχει μια διαγραφόμενη ελπίδα για ένα εθνικό σύνολο που θα αντηχεί τη συμπερίληψη όλων των Ελλήνων πολιτών, που διακρίνονται όντας οι καλύτεροι στο άθλημα τους.
Η περίπτωση των Αντετοκούνμπο ωστόσο δεν αναδεικνύει μια συμπεριληπτότητα. Στην ουσία είναι μια εξαίρεση που ακουσίως φέρνει στο φως όλη τη παθογένεια που κρύβεται κάτω από το τι σημαίνει ‘εθνικο’, ή αν θέλετε τι έχει καταντήσει να σημαίνει. Ο Γιάννης κατάφερε να συμβολοποιήσει μια κανονικότητα που θα πρέσβευε στο μεδούλι του νοήματος που εκπέμπει, μια Ελλάδα που χωρίς ταμπού και αναχρονιστικές εμμονές, περνάει σταδιακά στην επόμενη μέρα.
Μια Ελλάδα που δε χρειάζεται κανένα φασίστα στις κερκίδες της. Αυτή η υπερβατικότητα μπορεί να είναι συγκυριακή, μπορεί όμως και να αποτελέσει και πυξίδα για το αύριο, σε συνδυασμό βέβαια με μια ουσιαστικότερη στήριξη από πλευράς πολιτείας, σε επίπεδο ακαδημιών και υποδομών.
Η χρονική στιγμή αλλά και το πεδίο, είναι ιδανικό. Η εθνική μπάσκετ είναι η ιδανική ευκαιρία. Είναι η εθνική που ακόμη αποτελεί την επίσημη αγαπημένη. Η εθνική που έφερε τη πρώτη μεγάλη διάκριση με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη και η εθνική που κατάφερε με τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη και τους άλλους της δικής τους γενιάς, να ενώσει όλους τους φιλάθλους στην κερκίδα. Να τους κάνει να βγάλουν έστω για λίγο τα οπαδικά γυαλιά και να χαρούν με τη πρόοδο ενός αθλήματος που σαν Έλληνες έχουμε τόσο αγκαλιάσει.
Η προσωπική μου αγάπη για αυτή την ομάδα, κάπως έτσι χτίστηκε. Γιατί το μπάσκετ ως άθλημα, βρήκε τον τρόπο σε αυτόν τον τόπο, να αναδείξει το πλέον απλό: ότι το σύνολο που αγωνίζεται για τον κοινό σκοπό, καταφέρνει να νικήσει τη καφρίλα φτιάχνοντας μια δική του κουλτούρα, οικουμενική. Αναγνωρίζοντας τις καταβολές του σπορ, και την ιστορία του.
Στο μπάσκετ άλλωστε οι μαύροι ήταν, είναι και θα είναι οι κυρίαρχοι του αθλήματος, είτε αρέσει αυτό σε κάποιους λευκούς, είτε όχι. Από την άλλη, όσοι ονειρεύονται ανωτερότητες, είθισται να πέφτουν με τα μούτρα στον λάκκο της προσωπικής τους διάψευσης, όταν αντιλαμβάνονται πως αποτελούν θλιβερή μειοψηφία. Σε αυτό το σπορ θα είναι πάντοτε μειοψηφία. Και μακάρι να συνέβαινε κάτι ανάλογο και σε γήπεδα άλλων αθλημάτων.
Το ερώτημα εδώ, ρητορικό ίσως, είναι αν η ελληνική πολιτεία θα μπορούσε να θεμελιώσει την εικόνα των τεσσάρων αδερφών που κάποτε πουλούσαν cd για να ζήσουν, με καμπάνιες κατά του ρατσισμού, με πράξεις και έργα που θα έφερναν παιδιά όλων των εθνικοτήτων που μεγαλώνουν στην Ελλάδα στα γήπεδα, αν θα μπορούσε να πλαισιώσει το εθνικό με σύμβολα που θα απεικόνιζαν μια κοινωνία χωρίς παρωπίδες. Σκεφτείτε στην φανέλα της εθνικής να υπήρχε για παράδειγμα το rainbow. Είπαμε, είμαστε μακριά από όλα αυτά. Πολύ μακριά.
Για την ώρα, ας χαρούμε τη συγκυρία. Χωρίς φασίστες στις κερκίδες. Χωρίς οπαδικά γυαλιά. Με αγάπη για το άθλημα και με σεβασμό σε αυτή την οικογένεια που κατάφερε να μας κάνει πραγματικά υπερήφανους, περισσότερο για το τι θα θέλαμε, παρά για το τι έχουμε.
Γιατί μόνο κάποιος που ξέρει πώς είναι να χάνει στα ξεκινήματά του, σαν τον Γιάννη και τα αδέρφια του, μπορεί να ψάξει μέσα του και να βρει τη πρόσθετη δύναμη για να κερδίσει έναν αγώνα όταν αυτός θα είναι (στη καλύτερη) ισόπαλος, και με τη νίκη αυτή να εμπνεύσει και να στηρίξει τους δικούς του ανθρώπους, και εκείνους που τον νοιώθουν.
Αυτή την ψυχή έχουμε ανάγκη ως χώρα. Και με αυτή τη ψυχή ως «εθνικό», η εθνική υπερηφάνεια θα είχε ένα αληθινό νόημα.
Χρήστος Δεμέτης
πηγή: news247