Στα καλά του καθουμένου, εκεί που λέγαμε για τους σινεμάδες της Θεσσαλονίκης, ο Περικλής άρχισε να τραγουδά ένα τραγούδι που δεν το είχα ξανακούσει:
Είμαστ’ εμείς Λαμπράκηδες
της νιότης πρωτοπόροι
Όλοι μαζί με μια καρδιά
παλεύουμε για λευτεριά (δις)
Λαλαραλαλα…
Τον κοιτάζαμε σα να βλέπαμε εξωγήινο, αλλά αυτός συνέχισε απτόητος:
Και για στεφάνι έχουμε
μια νίκη πιο μεγάλη
να θάψουμε το φασισμό
στη στάχτη και στον Άδη (δις)
Λαλαραλαλα…
Ο ύμνος των Λαμπράκηδων, ρε σεις. Δεν ξέρω αν είναι του Μίκη, δεν το είδα ποτέ σε δίσκο. Αλλά το τραγουδούσαμε τότε, η πιτσιρικαρία… Το θυμήθηκα τώρα που λέγατε για το Αθήναιον, στη Σχολή Τυφλών. Τότε χτιζότανε, κι εγώ ήμουνα μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος. Εκείνη τη μέρα περνούσε ο βασιλιάς ο Κοκός από τη Βασιλίσσης Όλγας, στο ανοιχτό το αμάξι μέσα, κόσμος στα πεζοδρόμια χειροκροτούσε κι αυτός χαιρετούσε. Ε, αφήσαμε κι εμείς τη δουλειά, κάτσαμε στην ταράτσα άκρη άκρη, τα πόδια κρεμασμένα και χαζεύαμε. Τι ήρθε σ’ ένα μαστοράκι τότε και αρχίζει, σιγά σιγά,
Είμαστ’ εμείς Λαμπράκηδες
της νιότης πρωτοπόροι…
Από κοντά κι εμείς. Ο μάστορας, ο μάστρο-Νίκος, μας έβαλε κατσάδα, σκάστε ρε, θα μας ακούσουν. Δεν πρόλαβε να το πει και βλέπουμε καμιά εικοσαριά χωροφύλακες με τα πηλήκια να μπουκάρουν στο γιαπί και ν’ αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα για την ταράτσα. Τα μαστοράκια σαλτάραμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, κρυφτήκαμε. Το μάστρο- Νίκο τον μπαγλάρωσαν και τον πήραν στο Τμήμα. Ακόμα μέσα είναι, χαχα…