Η “υπόθεση των παρακολουθήσεων”, πιθανότατα η πιο σοβαρή δοκιμασία, την οποία, με δική της αποκλειστικά ευθύνη, έχει να αντιμετωπίσει η παρούσα κυβέρνηση, μοιάζει με παγόβουνο: κάποια κομμάτια της φαίνονται, κάποια άλλα όχι, ενώ είναι άγνωστο ποιά, πότε και με τι συνέπειες θα εμφανιστούν.
Του Κώστα Μποτόπουλου
Κρίνοντας με βάση όσα έχουν γίνει κοινό κτήμα, αλλά και προβάλλοντας τις πιθανές συνέπειες σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε νομικές, ηθικές και πολιτικές όψεις.
Οι νομικές είναι οι πιο εύκολα προσεγγίσιμες -χωρίς να σημαίνει ότι και γι’ αυτές υπάρχουν βεβαιότητες. Το πλαίσιο πάντως είναι σαφές: οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων είναι απαγορευμένες και για την άρση του απορρήτου, αν εξαιρέσουμε την τέλεση εγκληματικών πράξεων, που φαίνεται να μη συζητείται στην προκείμενη περίπτωση, απαιτείται η ύπαρξη λόγου εθνικής ασφαλείας, κρινόμενου ανά περίπτωση αλλά αναγκαίου σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, για προφανείς λόγους δημοκρατίας και ομαλής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών βουλευτών (και ευρωβουλευτών) είναι ακόμα ισχυρότερη κι αγγίζει το απόλυτο: οι βουλευτές δεν εξαιρούνται μεν εκ του Συντάγματος και του νόμου, αλλά για να τύχουν παρακολούθησης θα πρέπει οι λόγοι εθνικής ασφάλειας να είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλές υπόνοιες -και αυτές οι ισχυρότατες ενδείξεις να αναφέρονται από τους αιτούντες την άρση, να έχουν αιτιολογημένα κριθεί επαρκείς από πολιτικο-αστυνομικά όργανα (όπως η ΕΥΠ) και δικαστές και να μπορούν να αποδειχθούν.
Στην περίπτωση της παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τις ευρύτερες αποκαλύψεις, δεν φαίνεται να υπάρχει, αλλά ούτε και μπορεί να γίνει πιστευτή, οποιαδήποτε απειλή έναντι των συμφερόντων της χώρας – υπ’ αυτή την έννοια η παρακολούθηση που παραδεδεγμένα έλαβε χώρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράνομη. Απαραίτητη διευκρίνηση: φυσικά δεν θα μπορούσε να γίνει κοινοποίηση λεπτομερειών για ενδεχόμενες υπό έρευνα πράξεις κατά της εθνικής ασφάλειας, αλλά, ιδίως για βουλευτή και για υπόθεση που έλαβε τέτοια δημοσιότητα, η ρητή επιβεβαίωση ότι υπήρχαν λόγοι εθνικής ασφάλειας στο πρόσωπο του συγκεκριμένου βουλευτή ήταν όχι μόνο δυνατή αλλά και επιβεβλημένη. Η παραμικρή τέτοια αναφορά δεν έγινε, αντίθετα η επίκληση άγνοιας του (πρώην, πλέον) επικεφαλής της ΕΥΠ στη Βουλή, η συγνώμη του Πρωθυπουργού και η αποπομπή δυο κεντρικών κυβερνητικών στελεχών, λόγω ρόλου στη συγκεκριμένη παρακολούθηση, αποτελούν τεκμήρια για μη συνδρομή λόγων εθνικής ασφάλειας.
Η ηθική διάσταση συνδέεται με την ύπαρξη ή όχι παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων, την έκταση του φαινομένου και την αντίδραση -έστω κατόπιν εορτής- της Πολιτείας και των πολιτών. Στο μέτρο που οι παρακολουθήσεις είναι παράνομες, δεν υπάρχει χώρος για επιχειρήματα του τύπου “έτσι γινόταν πάντα” ή “έτσι γίνεται σε όλες τις χώρες (εδώ ολόκληρη Μέρκελ παρακολουθούσαν οι Αμερικανικές υπηρεσίες”). Επιτακτικά, τέτοιες τακτικές πρέπει να σταματήσουν και, ακόμα επιτακτικότερα, όσες έλαβαν χώρα και βγήκαν στην επιφάνεια να τιμωρηθούν.
Στο μέτρο επίσης -μένει βέβαια να αποδειχθεί- που οι παρακολουθήσεις ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες, ή που μπορούν να αποδοθούν σε τακτική της παρούσας κυβέρνησης, η υπόθεση ξεφεύγει από τα όρια της παρατυπίας και εισέρχεται στο πεδίο του κρατικού σκανδάλου. Η διαλεύκανση του τι ακριβώς συνέβη και η λήψη μέτρων ώστε η ενδεχόμενη παρανομία να μην ξανασυμβεί, αποτελει ηθικό καθήκον: ενεργειών και εξηγήσεων εκ μέρους της Πολιτείας, διαρκούς εγρήγορσης εκ μέρους των πολιτών.
Η πολιτική όψη του ζητήματος είναι πολυδιάστατη και, εντέλει, η δυνάμει πιο καθοριστική. Πολλά επιμέρους ζητήματα εμπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται, με βασικό το μέγεθος του πλήγματος -γιατί πλήγμα υπάρχει ήδη- που θα δεχθεί η κυβέρνηση από τις -ερήμην της- αποκαλύψεις των τελευταίων εβδομάδων: όσο νέα επιβαρυντικά γεγονότα έρχονται στο φως, κι εφόσον υπάρξουν στοιχεία για γνώση ή μεθόδευση εκ μέρους κυβερνητικών παραγόντων, τόσο το πλήγμα θα είναι βαρύτερο και η πιθανότητα να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα μεγαλύτερη.
Η διαμόρφωση της “επόμενης μέρας” των εκλογών αποτελεί ειδικότερο ζήτημα: σε τι βαθμό, αναλόγως της πορείας της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, θα διαρραγεί η πιθανότητα σύμπραξης με τη σημερινή κυβερνώσα παράταξη από πλευράς του κόμματος του ευρωβουλευτή-προέδρου που τέθηκε υπό παρακολούθηση; Θα πάμε σε εκλογές εν μέσω πολιτειακής κρίσης; Θα αμαυρωθεί η σχετικά καλή, επί της παρούσας κυβέρνησης, εικόνα της χώρας στο εξωτερικό; (ήδη υπάρχουν ενδείξεις περί αυτού, τουλάχιστον σε επίπεδο ευρωπαικής κοινής γνώμης).
Για όλα αυτά τα πολιτικά προβλήματα-στοιχήματα, η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί παρά να είναι μία και μοναδική: να χυθεί πρώτα φως στα στοιχεία και στην έκταση της συγκεκριμένης ή/και άλλων παρακολουθήσεων, να αποδοθούν οι πρέπουσες ευθύνες και στη συνέχεια, αλλά μόνο αφού έχουν γίνει αυτά, να στραφούν τα κόμματα με ψυχραιμία στις καθαρώς πολιτικές διευθετήσεις.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, πρ. ευρωβουλευτής