Παλιότερα ήταν πολλά τα σπίτια που έβγαζαν καρέκλες έξω. Σε αυτές καθόντουσαν οι γείτονες και συζητούσαν τα καθημερινά τους προβλήματα, μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες τους.
Μαζί με τις καρέκλες, οι γλάστρες, τα τραπεζάκι, έβγαζαν το σπίτι έξω στο πεζοδρόμιο, λειτουργούσαν ως προέκτασή του. Αυτή η οικειοποίηση του δημόσιου χώρου, η ανάπτυξη της καθημερινής κοινωνικότητας, φέρει έντονο το σημάδι των Μικρασιατών προσφύγων του 1922. Ήταν οι άνθρωποι που περνούσαν πολλές ώρες κάθε μέρα εκτός σπιτιού, γιατί πολύ απλά δεν χωρούσαν στα σπίτια τους. Οικογένειες 6, 7 ή και 10 ατόμων, ασφυκτιούσαν στα 50 τετραγωνικά, που έπρεπε να ζήσουν.
Έξω από το σπίτι, μαζί με τους γείτονες, που επίσης έβγαζαν καρέκλες στο πεζοδρόμιο, δημιουργήθηκαν ισχυρά δίκτυα αλληλεγγύης, «συντρεγμού» όπως μου τα έλεγε ο κύριος Γιάννης Κουβάς, γεννημένος το 1925 από πρόσφυγες γονείς στην Καισαριανή. Αυτά τα δίκτυα βοήθησαν τους πρόσφυγες να ξεπεράσουν πολλές από τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων της εγκατάστασης και βέβαια να επιβιώσουν, όσοι επιβίωσαν, της κατοχής. Αυτά τα δίκτυα αλληλεγγύης γέμισαν τις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ στην Καισαριανή, τον Βύρωνα, την Καλλιθέα, την Κοκκινιά, την Νέα Ιωνία και αλλού.
Χρωστάμε πολλά σε αυτές τις καρέκλες που είναι αφημένες στο πεζοδρόμιο, περιμένοντας την επόμενη παρέα. Γιατί μας βοηθούν να καταλάβουμε το χάος που μας χωρίζει από αυτούς που θεωρούν την αλληλεγγύη ιδεοληψία της Αριστεράς και αφήνουν ανθρώπους να πεθαίνουν αβοήθητοι.