«Λοιπόν διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ, να βρω ξανά του νήματος την άκρη…».
Με πυξίδα αυτόν τον στίχο από το San Michele και τη βαθιά πεποίθηση ότι «έχουμε να κάνουμε με ποίηση που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, αλλά έχει αγαπηθεί πολύ όπως “ακούγεται” στα τραγούδια», ο Λέων Ναρ επιχειρεί ένα «σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου», όπως είναι ο υπότιτλος στο τελευταίο βιβλίο του: «Να βρω ξανά του νήματος την άκρη…».
Το βιβλίο, λέει ο Λέων Ναρ, «ασχολείται με τον στιχουργικό κόσμο του Θανάση, έναν κόσμο ετερόκλητο και υβριδικό, που έχει λειτουργήσει και είμαι σίγουρος πως εξακολουθεί να λειτουργεί όχι μόνο στο χαρτί και με τη μουσική, αλλά και αυτόνομα». Στις σελίδες του παρατίθενται χαρακτηριστικά παραδείγματα των στίχων του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που «συστήνουν» τη διαφορετική οπτική του, ενώ στοιχειοθετείται, σε έναν βαθμό, ο κόσμος του έργου του ως προς την πραγματολογική του διάσταση, ωστόσο «δεν πρόκειται για τα άπαντα του ποιητικού του έργου, και η ανάλυση που επιχειρείται δεν είναι σε καμιά περίπτωση εξαντλητική».
Ο Λέων Ναρ κουβέντιασε με τον ίδιο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σχετικά με την ποιητική του κοσμοθεωρία και πιάνοντας «…του νήματος την άκρη» μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για:
– το κίνητρό του για ν’ ασχοληθεί με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου:
Ο Θανάσης κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, σε μια περίοδο που θεωρώ πως σημάδεψε την ελληνική τραγουδοποιϊα. Οι μουσικές και κυρίως οι στίχοι του άρχισαν να με ενδιαφέρουν από την εποχή που μεσουρανούσε ένα από τα πιο ζωντανά δημιουργικά κύτταρα της Θεσσαλονίκης, το στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου, εκεί που ηχογραφούσαν, πάνω κάτω την ίδια εποχή, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη και τόσοι άλλοι. Σε αυτό το ευρύτερο σύνολο εντάχτηκε και ο Παπακωνσταντίνου στα πρώτα του βήματα. Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση δημιουργού που δεν είναι μόνο τραγουδοποιός ούτε συνθέτης ούτε στιχουργός, αλλά ποιητής, ατόφιος ποιητής. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν παραγνωρίζω ότι οι μελωδίες του χαρίζουν εξίσου αισθητική απόλαυση, και εξαιτίας των διαρκών πειραματισμών του στον ήχο (εννοώ όλα αυτά τα ετερόκλητα παντρέματα της παράδοσης με το ροκ που κατά καιρούς έχει κάνει)
-τι είναι αυτό που αγαπά περισσότερο στο έργο του:
Νομίζω το ότι παίρνει συχνά ως πρώτη ύλη άλλοτε μουσικά ακούσματα που μοιάζουν να κινούνται σε πιο παραδοσιακές φόρμες κι άλλοτε λαϊκές μελωδίες, χωρίς να διστάζει να προχωρήσει στην αποδόμησή τους, προκειμένου να τα φέρει στα δικά του μέτρα. Επίσης, ότι τα τραγούδια του μιλούν για τα κοινά όνειρα, αλλά και για τον κρυφό πόνο που μπορεί να κουβαλά ο καθένας μας. Άλλα πάλι υμνούν το μεγαλείο του έρωτα, ακόμη κι αν οδηγεί σε συναισθηματικά αδιέξοδα. Κι όλα αυτά, χωρίς να είναι προσηλωμένος φανατικά σε ένα είδος μουσικής, αλλά με δάνεια στοιχεία από διάφορες πηγές, προτείνοντας τελικά μια δημιουργική σύμμειξη. Στον ακροατή, σε αυτόν πέφτει το επίπονο αλλά ουσιαστικό φορτίο της αναζήτησης. Όπως γράφει ο Κάφκα, «οι στίχοι που έχουμε ανάγκη είναι εκείνοι που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας». Και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου θεωρώ πως χειρίζεται επιδέξια το τσεκούρι.
– την κυρίαρχη αίσθηση της κοινότητας στο έργο του Θανάση Παπακωνσταντίνου και πώς το πετυχαίνει αυτό:
Σίγουρα δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Μπορεί λόγω του ότι σε πολλά τραγούδια του εδράζεται άλλοτε στον κοινωνικό προβληματισμό και άλλοτε σε μια υπαρξιακή αγωνία. Οι στίχοι του «αντανακλούν» αφενός τον ορίζοντα της μικροϊστορίας, αφετέρου την περίκλειστη οπτική της ιδιωτικότητας. Οι λέξεις του ανασκαλεύουν συχνά την ατομική του μνήμη, αλλά συχνά επίσης ακροβατούν στους στροβιλισμούς της ίδιας της ύπαρξης. Έτσι ναι μεν διαμορφώνει την εικόνα τού “δικού του” κόσμου, αλλά τελικά αφήνει στον αναγνώστη-ακροατή του την πιο δύσκολη δουλειά, αυτή του αναστοχασμού.
– το κοινό -όλων των ηλικιών κι ενίοτε ετερόκλητο- που παρακολουθεί τις συναυλίες του:
Είναι αλήθεια πως είναι λιγάκι ανεξήγητο όλο αυτό που συμβαίνει….Πολλοί από τους ακροατές του Θανάση Παπακωνσταντίνου ταυτίζονται μαζί του, γιατί νομίζω (μόνο εκτιμήσεις μπορώ να κάνω άλλωστε) ότι βρίσκουν στα τραγούδια του τον αισθητικό καθρέφτη τους, και κάτι τέτοιο σίγουρα δεν εξαρτάται ούτε από την ηλικία από την κοιωνικοπολιτική τοποθέτηση του καθενός. Ειδικά στις φετινές συναυλίες όλο αυτό είναι πολύ πιο έντονο, ίσως γιατί ο Θανάσης είχε να εμφανιστεί 4 ολόκληρα χρόνια και φυσικά επειδή (λόγω των εγκλεισμών και των περιορισμών της πανδημίας) το κοινό «διψούσε» να τον ακούσει.
-το πάντρεμα του παραδοσιακού με το σύγχρονο, της Ανατολής με τη Δύση, της μπουζουκομάνας και του τζουρά με την ηλεκτρική κιθάρα :
Στους μουσικούς του δρόμους διασταυρώνονται το απώτερο με το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν της ελληνικής μουσικής: το ροκ «χαιρετά» την παράδοση, το λαϊκό, πέρα από τα όργανα που χρησιμοποιεί κάθε φορά και τη φόρμα σύνθεσης που τελικά επιλέγει, είναι και θα είναι θεμέλιος κώδικάς του – με την απαραίτητη επισήμανση όμως ότι ο Θανάσης το ανανεώνει δημιουργικά. Προκύπτει έτσι ένα μουσικό κράμα που ακούγεται ταυτοχρόνως ολοκαίνουριο, φρέσκο, και την ίδια στιγμή αναγνωρίσιμο. Οι παράτολμοι, σε μια πρώτη ανάγνωση, χειρισμοί του ισορροπούν, θαρρείς, την κάθε αντίθεση: τον απόλυτο σεβασμό της παραδοσιακής μουσικής -χωρίς όμως την αίσθηση του δέους απέναντί της, που λειτουργεί ως αμήχανος διεκπεραιωτής-, αλλά και την απόλυτη ανάγκη επαναπροσέγγισής της σε ενεστώτα χρόνο. Και όλο αυτό ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου θεωρώ πως το εκφράζει αυθεντικά, χωρίς φιοριτούρες· σημάδι ίσως της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει το έργο του.
Ο Λέων Ναρ τονίζει ότι το βιβλίο δεν έχει τη φιλοδοξία μιας φιλολογικής μονογραφίας για την περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά πρόκειται για ένα «σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας» και υπάρχει και χώρος και άφθονο υλικό για περαιτέρω έρευνα.
Αυτό που ο ίδιος κάνει είναι «…με τη δική του περπατησιά», τον τρόπο που ο ίδιος ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου πορεύεται στον χώρο της μουσικής, να αποτυπώσει το βλέμμα του δημιουργού προς τον κόσμο και τον εαυτό του, την κοινωνία και το άτομο, το παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη και το όραμα, την Ανατολή και τη Δύση…