Η προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν μας έκανε σοφότερους πέραν της βεβαιότητας πλέον ότι δεν… πρόκειται για σκάνδαλο αλλά για οργανωμένο σχέδιο εκτροπής των δημοκρατικών θεσμών και του πολιτεύματος της χώρας. Κάτι που τεκμαίρεται και από τις απαντήσεις που ΔΕΝ έδωσε ο πρωθυπουργός.
Ετσι, δεν μάθαμε για ποιους λόγους “εθνικής ασφάλειας” διατάχθηκε “νομίμως” και από ποιόν τόσο η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και των δημοσιογράφων. Επίσης, δεν μάθαμε ούτε πόσοι ούτε ποιοι άλλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι έχουν παρακολουθηθεί στο παρελθόν και παρακολουθούνται ακόμη και σήμερα ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες άλλες παρακολουθήσεις που έχουν διαταχθεί “νομίμως”.
Ο μεν πρωθυπουργός ισχυρίζεται πως ούτε ήξερε ούτε ρώτησε ούτε έμαθε ποτέ τι ακριβώς συμβαίνει στην ΕΥΠ της οποίας προΐσταται, η δε αντιπολίτευση οτι εκείνος και μόνο εκείνος έδινε τις εντολές για τις παρακολουθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι όποια από τις δύο πλευρές και αν έχει δίκιο υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο εκτροπής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν αυτονομημένο ακόμη και από την κυβέρνηση και ασύδοτο παρακρατικό μηχανισμό που εκτελεί “παραγγελιές” και συμβόλαια παρακολουθήσεων, ίσως δε και άλλων εγκληματικών πράξεων, κατά πολιτικών αντιπάλων, ανταγωνιστών ή άλλων ενοχλητικών στοιχείων υπονομεύοντας τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε έναν πρωθυπουργό που χρησιμοποιεί τις μυστικές υπηρεσίες για το δικό του πολιτικό -και όχι μόνο- συμφέρον. Το τι από τα δύο είναι χειρότερο θα το δείξει σύντομα ο χρόνος και η ιστορία. Κι αυτό ανεξάρτητα από τη θηριώδη επιχείρηση συγκάλυψης που βρίσκεται σε εξέλιξη εντός και εκτός βουλής, του κτιρίου της Κατεχάκη αλλά και εισαγγελικών γραφείων.
Οπως και να έχει το θέμα όλα μαρτυρούν ότι ακόμη βλέπουμε την κορυφή μόνο του παγόβουνου και μένει να ελπίζουμε ότι στην εξεταστική επιτροπή που θα συσταθεί θα αποκαλυφθεί σημαντικότερο μέρος του πραγματικού μεγέθους του σχεδίου εκτροπής.
Η παιδαριώδης επίκληση του “στιγμιαίου λάθους” και της “κακής εκτίμησης” σε ο,τι αφορά την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη δεν πείθει κανέναν. Ούτε καν τους βουλευτές που χειροκροτούσαν όρθιοι των πρωθυπουργό για λόγους κομματικού “πατριωτισμού”. Αντίθετα, όλοι πλέον ευλόγως μπορούν υποπτεύονται ότι δεκάδες άλλοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και παράγοντες της οικονομικής ζωής παρακολουθούνται και φακελώνονται συστηματικά από την ΕΥΠ και άλλες περιφερειακές υπηρεσίες. Διότι για όλους μπορούν κάποιοι να επικαλεστούν νομοτύπως λόγους “εθνικής ασφάλειας” έτσι ώστε να υποχρεώσουν κάποιον εισαγγελέα να υπογράψει τη σχετική εντολή.
Με βάση το σκεπτικό του πρωθυπουργού αλλά και τη θεωρητική ανάλυση του συμβούλου του κ. Γεραπετρίτη, η ΕΥΠ έχει πλέον υπερεξουσίες πάνω από εκείνες των πολιτειακών και πολιτικών ηγεσιών και θεσμών αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, καθώς δεν μπορεί να ελέγχεται από κανέναν ούτε προκαταβολικά αλλά ούτε και εκ των υστέρων. Τύφλα να έχουν οι KGB και η Στάζι δηλαδή, για να μην πούμε για την CIA που δίνει λόγο τόσο στον Πρόεδρο όσο και στα δύο νομοθετικά όργανα των ΗΠΑ όταν παρεκτρέπεται κατά πολύ των στόχων και των αρμοδιοτήτων της.
Σε κάθε περίπτωση, η αποκάλυψη -προς το παρόν- των παρακολουθήσεων του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ και δημοσιογράφων δείχνει ότι η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να εκτροχιάσει το αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα είτε συνειδητά είτε κάνοντας τα στραβά μάτια. Κι αυτό από μόνο του σημαίνει επιστροφή στις σκοτεινές μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές περιόδους των χαφιέδων, των χωροφυλάκων και των φακέλων, της παρακρατικής “καρφίτσας”, της βίας και της νοθείας που όλα μαζί είχαν ως αποκορύφωμα τη δικτατορία.
Ο “φιλελεύθερος” μανδύας της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει κουρελιαστεί όσο κι αν ο ίδιος τον επικαλείται και να τον χρησιμοποιήσει ως “φερετζέ” συγκάλυψης. Στην ουσία το σύνθημα έχει δοθεί εδώ και καιρό και σήμερα επαναλαμβάνεται στεντορείως: «Κλίνατε επί ακροδεξιά!».
Είναι άλλωστε ο μόνος πολιτικός χώρος που μπορεί να διεκδικήσει πλέον, χαϊδεύοντάς” τον, η μεταλλαγμένη Νέα Δημοκρατία. Ηδη η μισή δουλειά έχει γίνει με την απορρόφηση του ΛΑ.Ο.Σ. και των στελεχών του, από το 2012-2017. Μένει η άλλη μισή με την “τραμπική”, την alt-right ακροδεξιά. Αν δεν θέλει να έχει διαρροές προς αυτήν, θα πρέπει να την ενσωματώσει άμεσα μαζί με τον Βελόπουλο, τον Κρανιδιώτη, τον Τζήμερο, τον Κασιδιάρη, τον Μπογδάνο και τη Λατινοπούλου… Μόνο που όλοι αυτοί δεν θα αρκεστούν στις κορώνες για “εθνικές απειλές”. “προσφυγικά κύματα”, “εξοπλισμούς” και άλλα τέτοια. Θα απαιτήσουν και θέσεις και ρόλους. Άρα και αντικατάσταση και απομάκρυνση όλων των μετριοπαθών δυνάμεων και προσώπων της συντηρητικής παράταξης. Στο τέλος δε, όπως πάντοτε συμβαίνει, και την απομάκρυνση της σημερινής ηγεσίας.
Στο όνομα του «Κλίνατε επί ακροδεξιά!», κίνηση που ξεκίνησε με τα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών πριν το 2019 και συνεχίστηκε με το δόγμα “Νόμος και Τάξη” του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του Τάκη Θεοδωρικάκου αλλά και της συγκάλυψης της σκευωρίας των παρακολουθήσεων, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να κόψει κάθε γέφυρα με την Κεντροαριστερά. Ακόμη και με το κομμάτι εκείνο με το οποίο συμπορεύτηκε στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Κι αυτό φάνηκε με την κορύφωση της κόντρας Γεραπετρίτη-Βενιζέλου, αρχικά και Μητσοτάκη-Βενιζέλου σήμερα.
Αυτή είναι πλέον η πορεία της Νέας Δημοκρατίας και έτσι θα βαδίσει προς τις κάλπες όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ενός κοινωνικού μετώπου που θα μπορούσε να αποτρέψει την πορεία επικράτησης της ακροδεξιάς και των αντιδημοκρατικών, παρακρατικών της μεθόδων. Ενός μετώπου που απέναντι στις αόριστες “εθνικές απειλές” θα υπερασπιστεί την ίδια τη Δημοκρατία από κάθε σχέδιο εκτροπής και που ταυτόχρονα θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις πραγματικές προκλήσεις που έχει μπροστά της η χώρα: την ενεργειακή και τη νέα οικονομική κρίση.
Το αν οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις είναι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα και το λαό της. Είναι ταυτόχρονα, ζήτημα ζωής και θανάτου της ίδιας της Δημοκρατίας.