Eπειδή αυτές τις μέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι φιλικά προσκείμενοι δημοσιολογούντες προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να απαξιώσουν κάθε δημοσίευμα του διεθνούς Τύπου αρνητικό για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και τους ανθρώπους που τα έγραψαν, θα ήθελα να σας παρουσιάσω μερικά στοιχεία από την εμπειρία μου τα τριάντα χρόνια που συνεργάζομαι με ξένα Μέσα ενημέρωσης.
Της Κάκης Μπαλή
Πρώτον, τα περισσότερα από αυτά ζουν από το προϊόν που πουλάνε, ενώ οι δημοσιογράφοι τους ζουν από τη δουλειά τους. Γι’ αυτό και καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να έχουν ενδιαφέροντα θέματα για τους αναγνώστες τους, αλλά και να διαφυλάξουν ως κόρην οφθαλμού την εγκυρότητά τους. Στόχος τους είναι αφενός να συγκρατήσουν τους αγοραστές τού χαρτιού, αφετέρου να πείθουν το νεότερο κοινό να πληρώνει συνδρομή για να διαβάζει τα θέματά τους στις ιστοσελίδες τους στο Διαδίκτυο.
Στην περίπτωση που πρόκειται για δημόσια Μέσα ενημέρωσης, ραδιόφωνα ή κανάλια, τα οποία δεν χρειάζεται να κερδίζουν χρήματα, η υποχρέωσή τους για εγκυρότητα είναι αυξημένη, καθώς γι’ αυτό εισπράττουν τέλη -και δη αισθητά περισσότερα από την ΕΡΤ- από τους πολίτες που τα χρησιμοποιούν.
Δεύτερον, το τελικό κείμενο που φτάνει στα μάτια του κοινού συνήθως περνάει από πολλούς ελέγχους, από τη στιγμή που θα αποσταλεί στη συντακτική ομάδα από την δημοσιογράφο που κάνει ρεπορτάζ μέχρι να δημοσιευτεί. Ο κανόνας είναι, ακόμη και η πιο έμπειρη ρεπόρτερ να δίνει δεκάδες διευκρινίσεις στον συντάκτη που αναλαμβάνει την επιμέλεια του κειμένου της. Να απαντάει σε ερωτήσεις απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου από τους αναγνώστες μιας άλλης χώρας – π.χ. από το «σε ποια πόλη είναι τα Εξάρχεια» μέχρι το «πώς λειτουργεί το εκλογικό σύστημα». Να τσεκάρει νούμερα, ημερομηνίες και την ακρίβεια αυτών που βάζει σε εισαγωγικά. Επίσης, πρέπει να διαβεβαιώσει τον συντάκτη ότι διαθέτει τα στοιχεία των ανθρώπων που της έχουν δώσει τις πληροφορίες που χρησιμοποιεί, ενώ διατηρεί την ανωνυμία τους.
Προφανώς, κάποιες φορές δεν λειτουργεί σωστά η αλυσίδα, ωστόσο οι ρεπόρτερ που πουλάνε φούμαρα αργά ή γρήγορα βρίσκονται εκτός πιάτσας, όπως και οι συντάκτες που δεν επιμελούνται με φροντίδα το κείμενο του ρεπόρτερ.
Τρίτον, τα Μέσα ενημέρωσης έχουν τμήματα τεκμηρίωσης. Όσο πιο ισχυρά και πιο έγκυρα είναι τόσο μεγαλύτερα και καλύτερα τμήματα τεκμηρίωσης διαθέτουν. Αυτά τα τμήματα στηρίζουν τη δουλειά των ρεπόρτερ, προσθέτουν πληροφορίες και διορθώνουν τυχόν λάθη.
Τα παραπάνω ισχύουν για το ρεπορτάζ κι όχι για τον σχολιασμό. Στο σχόλιό του ο δημοσιογράφος είναι ελεύθερος να γράφει ό,τι θέλει, όταν η αρχισυνταξία τον επιλέξει για να ασχοληθεί με το όποιο θέμα – ή όταν ο ίδιος το προτείνει και η πρότασή του γίνει αποδεκτή. Εάν ο σχολιαστής δεν ανήκει στη συντακτική ομάδα του Μέσου, τότε αναγράφεται πάντα ξεκάθαρα η ιδιότητά του – και οι ιδιότητες που είχε στο παρελθόν, όταν αυτές έχουν σημασία. Π.χ., εάν κάποιος έχει εργαστεί ως σύμβουλος κυβέρνησης ή εταιρείας, δεν επιτρέπεται να το κρύβει από τους αναγνώστες. Ούτε το Μέσο που φιλοξενεί το σχόλιό του επιτρέπει την αποσιώπηση.
Ολα τα παραπάνω είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την άγνοια στηρίζεται εν μέρει και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να επιτεθεί σε άξιες συναδέλφους όπως η Νεκταρία Σταμούλη. Για τον έξω κόσμο, όμως, οι επιθέσεις του είναι αστείες.
πηγή: Αυγή