Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters επικαλούμενο το Interfax.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν ο τελευταίος γενικός γραμματέας και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης. Έφερε μαζικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και βοήθησε να τεθεί τέλος τόσο στην ύπαρξη ως κράτος Σοβιετική Ένωση όσο και στον Ψυχρό Πόλεμο.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στο μικρό χωριό Privolnoye (στην Σταυρούπολη) από τον Σεργκέι και τη Μαρία Παντελεήφνα Γκορμπατσόφ.
Οι γονείς του και οι παππούδες του ήταν αγρότες πριν από το πρόγραμμα συλλογικότητας του Ιωσήφ Στάλιν . Με όλα τα αγροκτήματα που ανήκαν στην κυβέρνηση, ο πατέρας του Γκορμπατσόφ πήγε να εργαστεί ως οδηγός ενός θεριζοαλωνιστικού μηχανήματος.
Ο Γκορμπατσόφ ήταν δέκα ετών όταν οι Ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση το 1941. Ο πατέρας του συντάχθηκε στο Σοβιετικό στρατό και ο Γκορμπατσόφ πέρασε τέσσερα χρόνια που ζούσαν σε μια χώρα που είχε υποστεί πόλεμο. (Ο πατέρας του Γκορμπατσόφ επέζησε του πολέμου.)
Ο Γκορμπατσόφ ήταν εξαιρετικός μαθητής στο σχολείο και εργάστηκε σκληρά βοηθώντας τον πατέρα του με το συνδυασμό μετά το σχολείο και τα καλοκαίρια. Στην ηλικία των 14 χρόνων, ο Γκορμπατσόφ ένωσε την Κομσομόλ (Κομμουνιστική Ένωση Νέων) και έγινε ενεργό μέλος.
Το κολλέγιο, το γάμο και το κομμουνιστικό κόμμα
Αντί να παρακολουθήσει ένα τοπικό πανεπιστήμιο, ο Γκορμπατσόφ υπέβαλε αίτηση στο διάσημο κρατικό πανεπιστήμιο της Μόσχας και έγινε αποδεκτός. Το 1950, ο Γκορμπατσόφ ταξίδεψε στη Μόσχα για να σπουδάσει το δίκαιο. Ήταν στο κολλέγιο, όπου ο Γκορμπατσόφ τελειοποίησε τις δεξιότητες ομιλίας και συζήτησης, οι οποίες έγιναν σημαντικό πλεονέκτημα για την πολιτική του καριέρα.
Ενώ στο κολέγιο, ο Γκορμπατσόφ έγινε πλήρες μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1952. Επίσης στο κολέγιο, ο Γκορμπατσόφ συναντήθηκε και ερωτεύτηκε την Ράισα Τιτορένκο, που ήταν άλλος φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Το 1953, οι δύο παντρεύτηκαν και το 1957 γεννήθηκε το μόνο παιδί τους – μια κόρη που ονομάζεται Irina.
Η αρχή της πολιτικής καριέρας του Γκορμπατσόφ
Αφού αποφοίτησε ο Γκορμπατσόφ, ο ίδιος και η Ράισα επέστρεψαν στην Σταυρούπολη, όπου ο Γκορμπατσόφ έπιασε δουλειά στην Κομσομόλ το 1955.
Η ιστορία έγραφε το έτος 1985 όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναδείχθηκε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση και ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ακολούθησαν πολλά και ιστορικά γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό φέρουν την υπογραφή του Γκορμπατσόφ: Η Επανένωση της Γερμανίας,την οποία ο ίδιος διαπραγματεύθηκε με τον Χέλμουτ Κολ, ενταφιάζοντας οριστικά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η πολιτική της Περεστρόϊκα («Ανασυγκρότηση») και της Γκλασνόστ («Διαφάνεια»), με την οποία τερματιζόταν η απολυταρχία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Γκορμπατσόφ θα μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης του Κρεμλίνου που επέτρεψε όχι μόνο την κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και τελικά την Επανένωση της Γερμανίας, αλλά και την αυτοδιάθεση όλων των χωρών του ανατολικού μπλοκ, το δικαίωμά τους να απαλλαγούν από την κηδεμονία της Μόσχας.
Μέσα σε λίγα χρόνια θα βιώσει ο ίδιος τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποσύνθεση μίας αυτοκρατορίας που μόνο η βία θα μπορούσε να αποτρέψει. Ενώ οι Γερμανοί τον υποδέχονται και σήμερα με την προσφώνηση «Γκόρμπι, Γκόρμπι», ενώ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στο εξωτερικό, ο Γκορμπατσόφ γρήγορα έχασε το κύρος και την αξιοπιστία του στην ίδια του την πατρίδα. Έγινε «έρμαιο που χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων» όπως σημειώνει ο συγγραφέας Ίγκνατς Λότσο στη βιογραφία «Γκορμπατσόφ, ο αναμορφωτής», για να προσθέσει ότι «το λάθος του ήταν πως εξακολουθούσε να εμπιστεύεται το κομμουνιστικό κόμμα». Μέχρι σήμερα πολλοί Ρώσοι περιφρονούν τον Γκορμπατσόφ, τον θεωρούν «νεκροθάφτη» της Σοβιετικής Ένωσης, της άλλοτε ακμαίας υπερδύναμης που κατάφερε να νικήσει, να ταπεινώσει και τελικά να καταστρέψει τον χιτλεροφασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τέλος του Γκορμπατσόφ επισφραγίστηκε το 1991, όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές της νομενκλατούρας επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, αλλά βρήκαν μπροστά τους τον Μπόρις Γιέλτσιν, που εκδίωξε τους επίδοξους πραξικοπηματίες, για να ανέλθει ο ίδιος στην εξουσία ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης.
Στη βιογραφία του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη ο Λότσο σκιαγραφεί με ιδιαίτερη επιμέλεια την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο ρόλο της συζύγου του Ραΐσα που έφυγε νωρίς νικημένη από τον καρκίνο, αλλά και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία του Γκορμπατσόφ, που ξεκίνησε ως στρυφνός κομματικός αξιωματούχος στη Σταυρούπολη, με όλα τα προνόμια, για να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα. «Ο Γκορμπατσόφ χάρισε την ελευθερία σε 164 εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί ο Λότσο και εξηγεί αναλυτικά: «38 εκατομμύρια Πολωνούς, 16 εκ. Τσέχους και Σλοβάκους, 23 εκ. Ρουμάνους, 9 εκ. Βούλγαρους, άλλους τόσους Ούγγρους και βέβαια 16 εκ. Γερμανούς στη ΛΔΓ». Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η απελπιστική κατάσταση της οικονομίας και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου γονάτισαν την άλλοτε υπερδύναμη, που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές. Σε τελική ανάλυση, σημειώνει ο Λότσο, ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την οικονομία, γι αυτό συχνά φαινόταν να διστάζει ή να παλινωδεί.
Μόσχα 1991: Ο Μπόρις Γιέλτσιν ανεβαινει σε ένα τεθωρακισμένο για να σταματήσει τους πραξικοπηματίες
Την ίδια στιγμή, ο βιογράφος του Γκορμπατσόφ αντικρούει τα στερεότυπα περί ασθενούς προσωπικότητας χωρίς ηγετικά προσόντα, τα οποία επικρατούν μέχρι σήμερα στη Ρωσία για τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Περιγράφει παρασκηνιακές συγκρούσεις σε εποχές δύσκολες μετά την στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν και την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ και υπενθυμίζει ότι ο Γκορμπατσόφ κατάφερε να επιβληθεί στους εσωκομματικούς του αντιπάλους. «Αν πράγματι ήταν τόσο ασθενής προσωπικότητα, δεν θα είχε τύχη απέναντι στους σκληρούς του Κρεμλίνου», επισημαίνει ο Λότσο. Σήμερα ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραμένει μία σημαντική φωνή για το δημοκρατικό κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας, αν μη τι άλλο ως συνιδιοκτήτης της εφημερίδας Nowaja Gaseta. Κάθε τόσο ο Γκορμπατσόφ επαινεί την εξωτερική πολιτική του Βλάντιμιρ Πούτιν, το ίδιο έκανε ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν παραλείπει ωστόσο να ασκεί κριτική για τους χειρισμούς του Ρώσου προέδρου εντός συνόρων και να προειδοποιεί ακόμη και για ενδεχόμενη «διολίσθηση στη δικτατορία».