«Κανείς στα αλήθεια δεν περιμένει ότι το ΝΑΤΟ θα παρέμβει κατόπιν μίας ελληνοτουρκικής σύρραξης υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς», τονίζει στη συνέντευξη που ακολουθεί ο διευθυντής του Ινστιτούτου διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, Κωνσταντίνος Φίλης.
Σ’ ό,τι αφορά την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου τονίζει ότι οι όροι με τους οποίους θα συμβεί αυτό «θα καθοριστούν κατά κύριο λόγο από την αγορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν λόγο στη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων τα κράτη».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Κύριε Φίλη, η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη. Είναι μεταξύ των χωρών που έχουν ωφεληθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Με λίγα λόγια ο Ερντογάν όχι μόνο αντέχει, αλλά δείχνει να έχει πολλές δυνάμεις ακόμη. Συμφωνείτε;
Η Τουρκία επέλεξε ένα διαφορετικό δρόμο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ, που έτσι κι αλλιώς ιστορικά της είναι γνωστός, αυτόν της ουδετερότητας, που ανάλογα τη συνθήκη και το που απευθύνεται προσαρμόζεται, και πράγματι μέχρι σήμερα ανήκει στους κερδισμένους της ουκρανικής κρίσης.
Ο Ερντογάν αξιοποίησε τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει σφυρηλατήσει με τον πρόεδρο Πούτιν τα τελευταία χρόνια και παρότι οι δυτικοί του εταίροι εκφράζουν προβληματισμό για την αμφισημία του, από την άλλη του αναγνωρίζουν το δικαίωμα της τουρκικής ιδιαιτερότητας και του προσφέρουν ανοχή στις κινήσεις του πάνω στη σκακιέρα. Πρέπει λοιπόν να πιστώσουμε στην τουρκική ηγεσία ότι έχει κατορθώσει να της αναγνωρίζεται ρόλος διαμεσολαβητικός στην ουκρανική κρίση και βέβαια ιδιαίτερα επιβοηθητικός για τη διευθέτηση της επισιτιστικής κρίσης, μίας κρίσης με πολλά παρεπόμενα, που από τη στιγμή που αποσοβήθηκε, προκάλεσε ανακούφιση στη διεθνή κοινότητα.
Το οξύμωρο είναι πως η Τουρκία προσπαθεί να αναπτύξει και ρόλο επιδιαιτητή ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία, ενώ η ίδια ελέγχεται και χαρακτηρίζεται για τον επιθετικό της αναθεωρητισμό, όπως τον εκφράζει όχι μόνο σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο αλλά συνολικά στην ευρύτερη γειτονιά της.
Το κλειδί για ενδεχόμενη θετική έκβαση στη διαμεσολαβητική προσπάθεια της Τουρκίας βρίσκεται στα χέρια του Πούτιν, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει ένα προεκλογικό δώρο στον Ερντογάν, που δεδομένα θα έδινε πόντους στον τελευταίο έτσι ώστε να του χρωστούσε σε μεγάλο βαθμό ενδεχόμενη επανεκλογή του στο προεδρικό θώκο της Τουρκίας. Ενώ όμως η Άγκυρα έχει πράγματι αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση χάρη στο ουκρανικό και έχει επωφεληθεί από την μη επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία και την προσέλκυση ρωσικών κεφαλαίων, από την άλλη ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ανάγκη επίδειξη συνοχής και ενότητας εκ μέρους του ΝΑΤΟ φρενάρουν σε σημαντικό βαθμό την όποια επιθυμία της Τουρκίας για να κάνει επίδειξη δύναμης σε περιοχές ελληνικού ενδιαφέροντος.
-Αν χρειαστεί να συμβεί το μοιραίο και βρεθούμε αντιμέτωποι με την Τουρκία, ποιος θα είναι ο ρόλος του ΝΑΤΟ; Θα σφυρίξει αδιάφορα για άλλη μια φορά;
Κανείς στα αλήθεια δεν περιμένει ότι το ΝΑΤΟ θα παρέμβει κατόπιν μίας ελληνοτουρκικής σύρραξης υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, όσο καταφανής και παράφορη αν είναι η παραβίαση κανόνων του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας. Το ΝΑΤΟ δεν παρεμβαίνει πυροσβεστικά για να αποτρέψει τον πόλεμο, παρεμβαίνει για να μην επιτρέψει σε μία κρίση να εξελιχθεί σε πολεμική σύγκρουση. Άλλωστε, από το 1974 και έπειτα, έχοντας υιοθετήσει το δόγμα Λουντς, του τότε γενικού γραμματέα, το ΝΑΤΟ επιδεικνύει μία ενοχλητική για εμάς ουδετερότητα, προσμετρώντας στη στάση του και τη σημασία που έχει για αυτό αλλά και τον αμερικανικό παράγοντα η Τουρκία.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα η Ουάσινγκτον έχει αποφασίσει να μην επιτρέψει την αλλαγή των στρατιωτικών ισορροπιών στο Αιγαίο σε βάρος της Ελλάδας. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τη Γαλλία, η οποία βλέπει την Τουρκία ως μία ευθέως ανταγωνιστική προς τα συμφέροντα της περιφερειακή δύναμη.
-Η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την υποθαλάσσια ενέργεια; Μήπως υπό την πίεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κληθούμε σύντομα να διαπραγματευτούμε τους όρους ενός είδους συνεκμετάλλευσης;
Επιτρέψτε μου να θεωρώ φοβική την αντίληψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε επιλογές σε μεγάλα θέματα που είναι προς το συμφέρον μας και κάθε φορά μας επιβάλλεται η άποψη κάποιας εξωτερικής δύναμης. Τέτοιες αντιλήψεις οδηγούν σε μία παθητική θεώρηση της κατάστασης και συνακόλουθα στην υιοθέτηση μίας κοντόφθαλμης πολιτικής.
Οι όροι με τους οποίους θα αξιοποιηθεί ο ορυκτός πλούτος της ανατολικής Μεσογείου και στην περίπτωση μας ο πλούτος που βρίσκεται νοτίως της Κρήτης θα καθοριστούν κατά κύριο λόγο από την αγορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν λόγο στη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων τα κράτη.
Προφανώς εθνικά ωφέλιμες λύσεις δεν θα προκύψουν από μονομερείς ενέργειες αλλά από τη σύνθεση συμφερόντων ανάμεσα σε παραγωγούς, διαμετακομιστές και πελάτες. Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να έχουν το ρόλο τόσο του παραγωγού όσο και του διαμετακομιστή, ειδικότερα δε η χώρα μας έχει τα φόντα να εξελιχθεί σε κόμβο μεταφοράς αλλά και διάθεσης ενέργειας (και ΑΠΕ) για την ευρύτερη περιφέρεια. Αυτό που χρειάζεται να εξετάσουμε είναι τις ανάγκες της αγοράς ενέργειας, την εμπορική βιωσιμότητα των σχεδίων στα οποία θα συμμετάσχουμε, τις οδεύσεις και την ανάληψη των δυνατόν μικρότερων ρίσκων.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με γειτονικές χώρες είναι ότι πρωτοπορούμε στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κάτι που ενδιαφέρει έντονα και αποτελεί κεντρική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη όμως οφείλουμε να σπρώξουμε τις Βρυξέλλες στον ρεαλισμό, καθιστώντας σαφές ότι το φυσικό αέριο, ως καύσιμο γέφυρα, δηλαδή καύσιμο μετάβασης από τις πιο βρώμικες μορφές ενέργειας στην πράσινη, έχει σημαίνοντα ρόλο και δεν θα πρέπει να επιμείνουν οι Ευρωπαίοι στη στήριξη σχεδίων με βραχύ χρονικό ορίζοντα, αλλά να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν projects για τα επόμενα 25 χρόνια. Διαφορετικά, πολλώ δε μάλλον μετά την απόφαση πλήρους απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, η ευρωπαϊκή αγορά θα βρεθεί σε αναζήτηση ποσοτήτων φυσικού αερίου από τρίτες πηγές, έχοντας απωλέσει την ευκαιρία να στηρίξει μία εναλλακτική, όχι καθοριστική αριθμητικά αλλά πλέον αξιόπιστη λόγω της συμμετοχής δύο κρατών-μελών της ΕΕ.
-Αν χάσει τις εκλογές ο Ερντογάν, πόσο καλύτερα ή χειρότερα μπορεί να είναι τα πράγματα στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Γιατί απ’ ότι φαίνεται οι υποψήφιοι διάδοχοι μόνο για ενδοτισμό δεν εγκαλούν τον πρόεδρο της Τουρκίας.
Ασφαλώς τα πρόσωπα παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και άσκηση της πολιτικής, ωστόσο στην περίπτωση της Τουρκίας, οι αναθεωρητικές τάσεις δεν είναι προϊόν ή αποτέλεσμα μίας προσωπικής στρατηγικής, αλλά έχουν καταστεί συνείδηση και κοινός τόπος όχι μόνο στην πολιτική ελίτ αλλά και σ’ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Μάλιστα, το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και θα είναι δύσκολο για τον όποιο διάδοχο του Ερντογάν, ακόμη κι αν δεν πιστεύει σε αυτό, να το ανατρέψει ή έστω να κάνει βήματα πίσω. Σημειωτέον, πως η συγκεκριμένη αντίληψη είναι απότοκο διαχρονικών διεργασιών που οδήγησαν στη σύλληψη της συγκεκριμένης ιδέας από κεμαλιστές εθνικιστές ναυάρχους, που εκφράζουν το κεμαλικό κατεστημένο και τις αντιλήψεις του.
Μη λησμονούμε επίσης ότι η κεμαλική αντιπολίτευση εγκαλούσε σε ανύποπτο χρόνο, πριν από σχεδόν εννέα χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 2013 τον Ερντογάν για ενδοτισμό απέναντι στην Ελλάδα.
Επομένως, πρόκειται για εδραιωμένες και βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις για τον ρόλο και τα δικαιώματα της Τουρκίας σε μία ακτίνα που εκτείνεται από την Αφρική μέχρι τα Βαλκάνια και από την κεντρική Ευρώπη μέχρι την Ασία, όπου με διάφορα εργαλεία ήπιας και σκληρής ισχύος, ανάλογα την περίσταση, η Άγκυρα θέλει είτε να επιβάλει την ατζέντα της είτε/και να ασκεί έλεγχο στις εξελίξεις είτε/και να μην αγνοούνται τα συμφέροντά της. Οπότε, ανεξάρτητα από το αν θα καταφέρει ο Ερντογάν να επανεκλεγεί ή θα ανατραπεί στις κάλπες ή θα τον διαδεχθεί κάποιο πρόσωπο πριν τις εκλογές, οι πολιτικοί επίγονοι τόσο του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) όσο και των κεμαλιστών μοιράζονται την άποψη για το μεγαλείο της Τουρκίας και πράττουν ανάλογα.
Τυχόν διαφοροποιήσεις είναι κυρίως στο στυλ και την εκφορά του δημόσιου λόγου και πιθανόν ένας ηγέτης με άλλα χαρακτηριστικά από αυτά του Ερντογάν να γοητεύσει ή τουλάχιστον να μη δίνει την εικόνα του απρόβλεπτου και αναξιόπιστου εταίρου για τη Δύση, αποσκοπώντας στην επαναπροσέγγιση με αυτή αλλά με τους τουρκικούς όρους.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την άλλη πλευρά, ενώ είναι χρήσιμο να αξιολογούμε τις δυναμικές και τάσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της Τουρκίας και συνάμα να έχουμε μία καθαρή και ολοκληρωμένη πρόταση, που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από έναν οδικό χάρτη, για την έναρξη ενός ουσιαστικού και δομημένου εντός συγκεκριμένου πλαισίου διαλόγου με την Άγκυρα όχι όμως για λόγους εντυπώσεων αλλά ουσίας. Γιατί λόγω της γεωγραφίας είμαστε καταδικασμένοι να συνυπάρχουμε, σε καμία περίπτωση, ωστόσο, υπό τις συνθήκες που θέλει να επιβάλλει η Τουρκία. Και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους εταίρους μας.