Έχουν περάσει 30 μήνες από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης του CoviD-19που επέφερε το «κλείσιμο» της παγκόσμιας οικονομίας. Η οικονομία στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο, παρά το «άνοιγμα» του προηγούμενου έτους και της τάσης ομαλοποίησης, βρίσκεται αντιμέτωπη με πληθωριστικές πιέσεις, που απομειώνουν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς και απομακρύνουν τις προοπτικές πλήρους και περαιτέρω ανάπτυξης.
Του Φ. Μητρόπουλου*
Οι πρωτόγνωροι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, που επιταχύνθηκαν τόσο από τις ενεργειακές ανατιμήσεις προ του πολέμου στην Ουκρανία, και έλαβαν πολλαπλάσιες ταχύτητες μετά από αυτόν, επέφεραν σοβαρές επιπτώσεις στην εν γένει εφοδιαστική αλυσίδα, κυρίως στην ενέργεια αλλά και στις πρώτες ύλες και βεβαίως στα τρόφιμα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αδυνατούν να ερμηνεύσουν εγκαίρως το φαινόμενο του υψηλού πληθωρισμού, λαμβάνοντας καθυστερημένες αποφάσεις, ενισχύοντας έτσι το κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας, που επιβαρύνει τις οικονομίες, κυρίως αυτέςμε μονιμότερες ανισορροπίες.
Η επιστροφή στην κανονικότητα ματαιώθηκε την πλέον κρίσιμη στιγμή. Όταν δηλαδή η διαδικασία ανάκαμψης απαιτούσε πλήρη ηρεμία, αποκατάσταση του παγκόσμιου εμπορίου και ενεργή συνεργασία όλων των συντελεστών της παραγωγής, και κυρίως των μεγάλων κρατών. Μπορεί σε επίπεδο κύκλου εργασιών, ορισμένοι κλάδοι επιχειρήσεων να επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα ακόμη και αυτών προ της πανδημίας, οι καινούργιες δυσκολίες όμως έχουν αναδυθεί, όπως το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι διαρκείς ανατιμήσεις των προϊόντων αλλά και το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, δημιουργώντας έτσι ένα αβέβαιο μέλλον που κανένας δεν γνωρίζει πότε θα ξεπεραστεί.
Αλλά μεταξύ των άλλων, η πρωτόγνωρη αύξηση του πληθωρισμού επηρεάζει άνισα και τους πολίτες, εντός των ίδιων των χωρών. Οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις βιώνουν πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις, και αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Η ακρίβεια έχει επηρεάσει αναμφίβολα το διαθέσιμο εισόδημα και στη χώρα μας. Οι συμπατριώτες μας δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα. Η έλλειψη αγοραίας δύναμης και κατανάλωσης εν μέσω πανδημίας μπορεί να αύξησε παροδικά την αποταμίευση, το τελευταίο διάστημα όμως παρατηρούμε μια αντιστροφή των δεδομένων.
Καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος διαδραματίζει η αύξηση των τιμών στην ενέργεια αλλά και των αγαθών της διατροφικής αλυσίδας, την διαρκώς αυξανόμενη τιμή των οποίων ακολουθούν και τα άλλα αγαθά καθημερινής χρήσης. Ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, επηρεάζουν άμεσα την κατανάλωση και αποτρέπουν κάθε σκέψη αποταμίευσης. Η σημαντική αύξηση των καταναλωτικών δαπανών για ενέργεια, που ξεπερνά το 11% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης το 2021, αναμφίβολα βαραίνει περισσότερο τον προϋπολογισμό των ευάλωτων νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες έχουν με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό (33%) των νοικοκυριών που δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για στέγαση (ενοίκιο και λογαριασμοί λειτουργίας του σπιτιού),όταν ο μέσος όρος στις χώρες της ευρωζώνης είναι 8,1%. Διότι ο τουρισμός αποτελεί την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, όμως συν επιδρά με διάφορους τρόπους στην κοινωνική ευημερία των πολιτών. Παραδείγματος χάριν μια δυσμενή συνέπεια είναι η μετατροπή των διαθεσίμων διαμερισμάτων σε ενοικιαζόμενα μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων που συνεπιφέρουν αυτομάτως και ραγδαίες αυξήσεις στις αγορές ενοικίου και απόκτησης πρώτης κατοικίας. Έτσι αναδεικνύεται σε μείζον πρόβλημα των ελληνικών νοικοκυριών, το χαμηλό επίπεδο των εισοδημάτων τους.
Γιατί ναι μεν μπορεί το 2022 να πραγματοποιήθηκε συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7%, αλλά αυτή δεν περιορίζει καθόλου τους οικονομικούς κραδασμούς. Η ραγδαία αύξηση στις τιμές των ακινήτων από το 2018, η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στο 73% για το 2020 καθώς και η αύξηση των αγαθών για διατροφή και ενέργεια, εξαιτίας της πανδημίας αλλά και των γεωπολιτικών εξελίξεων, έχουν εξανεμίσει την οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς. Πρόσφατες αναλύσεις αναφέρουν, ότι τα νοικοκυριά με χαμηλό μηνιαίο εισόδημα δαπανούν το 27,1% του εισοδήματός τους για διατροφή και 13,6% για ενέργεια. Αν στα παραπάνω ποσοστά προσθέσουμε και το 40% της δαπάνης για στέγαση, μένει μόνο ένα 20% για τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες….
Έτσι, παρά την ανοδική πορεία του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται ακόμη σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτό του 2009. Αυτό εν αντιθέσει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το διαθέσιμο εισόδημά τους αυξήθηκε σταθερά και εντυπωσιακά. Εξάλλου, όπως μας πληροφορεί η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού (28,3%) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των πολιτών σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει αυξηθεί θεαματικά σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση την Ελλάδα, που παρουσιάζει αναιμική αύξηση. Σε αυτό καταλυτικό ρόλο έχουν διαδραματίσει τόσο τα προγράμματα προσαρμογής (μνημόνια) όσο και η πρόσφατη υγειονομική κρίση. Μάλιστα, για το διάστημα 2000-2021, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει αυξηθεί μόνο περίπου 30%, με το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης να παρουσιάζουν αύξηση 60%, ενώ χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία παρουσιάζουν αύξηση 235% και 380% αντίστοιχα.
Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάζεται περαιτέρω στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών. Τα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ταμείο Ανάκαμψης και νέο ΕΣΠΑ), θα τονώσουν ορισμένους κλάδους της οικονομίας, κυρίως όμως θα κατευθυνθούν στις μεγάλες εταιρείες. Ακριβώς για αυτό χρειάζεται μια οικονομική πολιτική που θα στοχεύει κυρίως στους νέους, στα χαμηλότερα εισοδήματα και στις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Μόνο αυτός ο τύπος ανάπτυξης μπορεί να έχει πραγματικό αντίκρισμα στην κοινωνία και την οικονομία και θα περιορίσει τις επιπτώσεις του επόμενου δύσκολου χειμώνα.
*Δρ. Μητρόπουλος Φώτιος, Μεταδιδακτορικός ερευνητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης