Ο εθνικισμός και τα δόγματα αυτάρκειας απ’ τη μια, οι φόβοι για οικονομική ανασφάλεια και περιβαλλοντική υποβάθμιση απ’ την άλλη, υπονομεύουν τα καλά του ελεύθερου εμπορίου. ΗΠΑ και Κίνα οδηγούν την κούρσα (και) της απο-παγκοσμιοποίησης.
Του Gideon Rachman
Η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά μόνο το εμπόριο και την τεχνολογία. Αφορά και την πολιτική. Η πολιτική αλλαγή, πάνω απ’ όλα η κατάρρευση του κομμουνισμού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια εποχή υπερπαγκοσμιοποίησης. Τώρα η πολιτική αλλαγή, πάνω απ’ όλα η αύξηση του εθνικισμού, απειλεί το πυκνό δίκτυο οικονομικών δεσμών που οικοδομήθηκαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.
Οι εχθροί της παγκοσμιοποίησης μπορούν να βρεθούν σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την εθνικιστική δεξιά έως την αντικαπιταλιστική αριστερά και από το περιβαλλοντικό κίνημα μέχρι τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Είναι αλήθεια ότι η αποπαγκοσμιοποίηση δεν έχει εμφανιστεί ακόμη στα πραγματικά εμπορικά δεδομένα. Όπως επισήμανε πρόσφατα ο συνάδελφός μου Alan Beattie, «οι περισσότερες μονάδες μέτρησης της παγκοσμιοποίησης -διασυνοριακές κινήσεις αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων, δεδομένων και ανθρώπων- πάνε πολύ καλά».
Ένα πιθανό συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι οι παγκόσμιες οικονομικές συνδέσεις και οι εφοδιαστικές αλυσίδες είναι πλέον πολύ περίπλοκες για να ξεμπερδευτούν. Ενώ μπορεί να υπάρχει βούληση για αποπαγκοσμιοποίηση, δεν υπάρχει πραγματικός τρόπος.
Μια ξαφνική υπαναχώρηση των κορυφαίων εμπορικών κρατών του κόσμου προς την οικονομική αυτάρκεια θα προκαλούσε μετά βεβαιότητας χάος και στερήσεις. Όμως, παρά την αναταραχή που θα συνεπαγόταν, οι διεθνείς οικονομικοί δεσμοί μπορεί να σπάσουν ξαφνικά. Τα τελευταία δύο χρόνια, η πανδημία και ο πόλεμος της Ουκρανίας έχουν δείξει πόσο ευάλωτο σε απροσδόκητους κραδασμούς είναι το διεθνές εμπόριο.
Η Covid-19 διέκοψε τα παγκόσμια ταξίδια και διατάραξε τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε σε διάρρηξη των οικονομικών δεσμών της Δύσης με τη Ρωσία. Και οι συνδυασμένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πιέζουν τώρα κατά της παγκοσμιοποίησης δείχνουν ότι πιθανώς θα υπάρξουν περαιτέρω κλυδωνισμοί.
Πριν από μια δεκαετία, ο προστατευτισμός ήταν ακόμα βρόμικη λέξη στην πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά η κυβέρνηση Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει διατηρήσει τους δασμούς σε ισχύ. Μια δικομματική συναίνεση στις ΗΠΑ πιέζει τώρα για πολιτικές που θα μειώσουν την οικονομική εξάρτηση από την Κίνα και θα επαναπατρίσουν βασικές βιομηχανίες, ιδιαίτερα των ημιαγωγών. Η Ινδία ακολούθησε την τάση αποσύνδεσης, απαγορεύοντας κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η TikTok, ως απάντηση στην αυξανόμενη ένταση με το Πεκίνο.
Οι ίδιοι οι Κινέζοι συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτή τη διαδικασία αποσύνδεσης. Αναμφισβήτητα έκαναν την πρώτη σημαντική κίνηση προσπαθώντας να προωθήσουν την εγχώρια παραγωγή βασικών τεχνολογιών. Η πολιτική του Πεκίνου «Made in China 2025» ανακοινώθηκε το 2015, πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.
Όταν η οικονομική λογική ήταν πιο ισχυρή από τη γεωπολιτική αντιπαλότητα, το κυρίαρχο ερώτημα ήταν: Πού είναι φθηνότερο ή πιο αποτελεσματικό να αγοράζουμε ή να παράγουμε; Αυτό οδήγησε στην κατασκευή περίπλοκων διασυνοριακών αλυσίδων εφοδιασμού. Αλλά σ’ έναν κόσμο όπου αυξάνονται οι διεθνείς αντιπαλότητες, τίθενται διαφορετικά ερωτήματα. Πού είναι ασφαλέστερο να παράγουμε ή να αγοράζουμε; Και ακόμη, θα έπρεπε να συναλλασσόμαστε με χώρες που θεωρούμε απειλή;
Η εισβολή στην Ουκρανία δεν έκανε απλώς να φαίνεται ασύνετο το να βασιζόμαστε σε πολιτικούς αντιπάλους για βασικές οικονομικές εισροές, αλλά επίσης επέτρεψε στο δυτικό κατεστημένο εθνικής ασφάλειας να ξανακερδίσει το ηθικό πλεονέκτημα από το ελεύθερο εμπόριο. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ, γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, λέει ότι «η ελευθερία είναι πιο σημαντική από το ελεύθερο εμπόριο». Δεν υπάρχουν πολλές δυνατές φωνές για το αντεπιχείρημα.
Τα πολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα για τη διακοπή των εμπορικών δεσμών συμπληρώνονται όλο και περισσότερο από επιχειρήματα για το περιβάλλον και την κοινωνική ανθεκτικότητα. Μετά την πανδημία, οι κυβερνήσεις διστάζουν να επιστρέψουν σ’ έναν κόσμο όπου η παραγωγή εμβολίων, ας πούμε, ή ακόμα και ελαστικών γαντιών συγκεντρώνεται μόνο σε μία ή δύο χώρες. Η επιμονή στις εγχώριες παραγωγικές εγκαταστάσεις, που κάποτε φαινόταν αναποτελεσματική, τώρα φαίνεται συνετή. Όπως το θέτει ένας σημαντικός βιομήχανος, «Πηγαίνουμε από το “για κάθε στιγμή” στο “για παν ενδεχόμενο”».
Το πιο ευαίσθητο σημείο που πιθανώς ανησυχεί το καθεστώς εθνικής ασφάλειας είναι οι ημιαγωγοί -ζωτικής σημασίας για τα πάντα, από κινητά τηλέφωνα μέχρι πυραύλους. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, περίπου το 90% των πιο προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο κατασκευάζονται στην Ταϊβάν από έναν μόνο παραγωγό, την TSMC. Ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ λέει ότι τυχόν κινεζική εισβολή ή αποκλεισμός στην Ταϊβάν θα έφερνε έναν «πυρηνικό χειμώνα ημιαγωγών». Η διόρθωση αυτής της κατάστασης θα μπορούσε να διαρκέσει πολλά χρόνια. Αλλά η προσπάθεια είναι ήδη σε εξέλιξη, με την ψήφιση του America’s Chips Act.
Οι ΗΠΑ εδώ και καιρό έχουν υιοθετήσει κανόνες που για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορούν να περιορίσουν τις επενδύσεις εντός επικράτειας. Ο νόμος για τα τσιπ θεσπίζει νέους κανόνες που θα περιορίσουν τις επενδύσεις στο εξωτερικό, αποθαρρύνοντας αμερικανικές εταιρείες να κατασκευάζουν ημιαγωγούς στην Κίνα.
Τα γεράκια της εθνικής ασφάλειας πιστεύουν ότι παγκοσμιοποίηση σημαίνει πως οι δυτικές δημοκρατίες στήριξαν αφελώς την άνοδο εχθρικών καθεστώτων, όπως σε Ρωσία ή Κίνα. Αριστερόστροφοι κριτικοί συνδέουν τη «νεοφιλελεύθερη» εποχή της παγκοσμιοποίησης με τη διευρυνόμενη ανισότητα και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Υπάρχουν στοιχεία αλήθειας και στις δύο αυτές κριτικές. Αλλά η πίεση για να κοπούν οι εμπορικοί και επενδυτικοί δεσμοί δεν είναι απλώς προϊόν της αύξησης του εθνικισμού και της οικονομικής ανασφάλειας -συμβάλλει επίσης και στις δύο διαδικασίες.
Παρ’ όλες τις δυσαρέσκειες που έχει προκαλέσει η υπερπαγκοσμιοποίηση, υποψιάζομαι ότι, στις δεκαετίες που έρχονται, η περίοδος από το 1989 έως το 2022 θα θεωρηθεί ως χρυσή εποχή ειρήνης και ευημερίας. Ο κόσμος μπορεί σύντομα να ανακαλύψει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι το χειρότερο δυνατό σύστημα -με εξαίρεση όλα τα υπόλοιπα.