Αναφερόμενοι στη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, τόσο η στρατιωτική ήττα, όσο και ο οριστικός ξεριζωμός του ελληνικού στοιχείου από τα εδάφη της Μικράς Ασίας, ουσιαστικά μιλάμε για τη μεγαλύτερη απώλεια μαζί και συμφορά που έπληξε ποτέ τον Ελληνισμό. Οι επιπτώσεις της επηρέασαν ποικιλότροπα την ελληνική κοινωνία και διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του ελληνικού κράτους, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Του Γ. Βαρυθυμιάδη
Η πράξη που σφράγισε την τραγωδία και οριστικοποίησε τις παραμέτρους που επιμερίστηκαν νικητές και ηττημένοι, ήταν η Συνθήκη της Λωζάνης, που προσφάτως έχει αρχίσει να αμφισβητείται από την τουρκική πλευρά. Το πλέον αξιοπρόσεκτο σημείο της Συνθήκης, έχει να κάνει με την αμοιβαία (αλλά υποχρεωτική) ανταλλαγή πληθυσμών, που οδήγησε σε ένα κύμα βίαιης μετακίνησης περίπου 1.500.000 χριστιανών, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελληνικής καταγωγής, στο δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα.
Έχουν συμπληρωθεί 100 χρόνια από το κομβικό αυτό γεγονός και κατά κανόνα οι όποιες ιστορικές και επετειακές αναφορές, επικεντρώνονται στην τραγική κατάληξη, τον ανθρώπινο πόνο, τη βία των τουρκικών στρατευμάτων, την πολιτιστική καταστροφή και τέλος στον εμπρησμό της Σμύρνης.
Οι καπνοί από τις πυρκαγιές της πόλης και οι στάχτες των ελληνικών συνοικιών και των ανθρώπινων θυμάτων, αποτελούν την ταφόπλακα της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Αλλά το πώς φτάσαμε μέχρι αυτό το σημείο και αν υπήρξαν ή όχι και άλλες παράπλευρες επιπτώσεις, φαίνεται, ότι ακόμη και σήμερα δυσκολεύει πολλούς και πολλοί δυσανασχετούν στη σκέψη και μόνο.
Μια πρώτη, συμβολική προσπάθεια να δούμε τα πράγματα διαφορετικά, πιο ουσιαστικά και σίγουρα πιο αντιπροσωπευτικά της αλήθειας, είναι αντί να μετράμε 100 χρόνια από την καταστροφή, να αναφερόμαστε στα χιλιάδες χρόνια μόνιμης και ανελλιπούς, δημιουργικής και προοδευτικής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στη Μικρά Ασία.
Είναι γεγονός, ότι η όποια ανάλυση τυχόν επιχειρηθεί, γεωστρατηγική και στρατιωτική, αποτελεί αρμοδιότητα και γνωστικό πεδίο εκτός του πλαισίου δραστηριοτήτων και ευθύνης της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος. Η πολιτική προσέγγιση, όμως, του ζητήματος είναι ευθύνη και καθήκον του κάθε πολίτη και πρέπει να τον απασχολεί, να τον προβληματίζει και να τον οδηγεί στο να αναζητά λογικές απαντήσεις, που να ρίχνουν φως στα γεγονότα αυτής της μαύρης σελίδας της ιστορίας του ελληνισμού. Με όσο γίνεται πιο αντικειμενική ματιά, απαλλαγμένοι από την ανάγκη να υπερασπιστούμε ή να κατηγορήσουμε εκ προοιμίου κάποιον, θα προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα, τόσο καθαρά, όσο η ιστορική αλήθεια επιτάσσει.
Τα πάντα ξεκινάνε από τον Εθνικό Διχασμό που διαίρεσε τον πολιτικό κόσμο και την ελληνική κοινωνία σε βασιλικούς και βενιζελικούς, με αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσά τους και τις επιπτώσεις να ταλανίζουν την Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας, με διάφορες εκφάνσεις.
Η παρουσία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, εξυπηρετούσε μεν τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό, αποτελούσε όμως, έμπνευση, στρατιωτική ανάγκη, καθοδήγηση και στήριξη του αγγλογαλλικού παράγοντα, που με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δε διαθέτουν στην περιοχή ικανό αριθμό στρατευμάτων, για να επιβάλλουν στην παραπαίουσα και ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία τις βουλές τους.
Η προηγηθείσα εκστρατεία και πολεμική εμπλοκή ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στην Κριμαία, κατ’ απαίτηση των συμμάχων και εναντίον των μπολσεβίκων, προδίκαζε εκ του ασφαλούς τη μετέπειτα στάση της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης. Εντελώς λογικά, από πολιτική σκοπιά, στράφηκε προς την πλευρά του Μουσταφά Κεμάλ.
Η άκρως αδικαιολόγητη και αψυχολόγητη προκήρυξη εκλογών από τον Βενιζέλο, το Νοέμβριο του 1920, μεσούντος του πολέμου, άλλαξε άρδην το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και, όπως αποδείχθηκε ακολούθως, έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα με τις αντικαταστάσεις όλων των υψηλόβαθμων βενιζελικών αξιωματικών στο μέτωπο με φίλια διακείμενους βασιλικούς.
Την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, στο Μικρασιατικό Πόντο αναπτύσσεται ένα εύρωστο αντάρτικο, αμυντικού προσανατολισμού, με σκοπό την αποφυγή ή έστω, τον περιορισμό των επιπτώσεων της Γενοκτονίας, που ήδη έχει μπει στην τελευταία και πλέον αιματηρή φάση της. Ένα αντάρτικο που στην πλήρη εξέλιξή του εκτιμάται, ότι αριθμεί περί τους 20.000 ένοπλους, ενώ η κάθε ομάδα συνοδεύει ένα μεγάλο αριθμό αμάχων, γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων. Ένας μικρός στρατός με αρκετή πολεμική εμπειρία και επιτυχίες, που χρειάζεται και εκλιπαρεί για στρατιωτική βοήθεια από τη μητέρα Ελλάδα και ποτέ δεν πήρε, ούτε ένα τουφέκι. Αφέθηκαν αβοήθητοι στο μαχαίρι του ΤοπάλΟσμάν και των διψασμένων για αίμα φανατισμένων ορδών του Μουσταφά Κεμάλ.
Πριν λοιπόν, ξεκινήσει η τελευταία πράξη του δράματος, που ονομάζουμε Μικρασιατική Καταστροφή, λίγο πριν Πόντιοι, Αρμένιοι, Καππαδόκες, Έλληνες της υπόλοιπης Μικράς Ασίας, συναντηθούν στο δρόμο της προσφυγιάς, οι Νεότουρκοι ολοκληρώνουν τη Γενοκτονία στον Πόντο και στη συνέχεια, ανενόχλητοι κατευθύνονται στις παραλιακές πόλεις της Ιωνίας, ρημάζοντας κάθε τι ελληνικό. Ο εμπρησμός της Σμύρνης, το Παρίσι της Ανατολής την εποχή εκείνη, συμπυκνώνει σε συμβολισμό την τύχη, που επεφύλασσε η μοίρα σε ολόκληρο τον ελληνισμό. Οι στάχτες της πόλης είναι οι στάχτες ενός πολιτισμού, μιας οικονομικής και εμπορικής ανάπτυξης, μιας πνευματικής αυγής, μιας μακραίωνης ιστορίας ενός λαού, που κλείνει με αυτόν το δραματικό τρόπο τον κύκλο του και αποσύρεται βίαια από το προσκήνιο.
Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν διαφορετική τροπή και εξέλιξη, αν…
Θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει τη μοιραία καταστροφή, αν…
Θα μπορούσε η Μικρασιατική Εκστρατεία να αποβεί νικηφόρα και επιτυχής, αν…
Κανείς δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, απλά γιατί η Ιστορία δε γράφεται με ΑΝ. Αυτά που έγιναν, δεν είναι δυνατόν να ακυρωθούν. Οι εκατοντάδες χιλιάδες γενοκτονηθέντες πρόγονοί μας, δεν μπορούν να επανέλθουν. Οι πόλεις, τα χωριά μας, χάθηκαν δια παντός. Χάθηκαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν, ούτε θα ξεχαστούν ποτέ. Αυτό δεν είναι μόνο χρέος τιμής, αλλά και ανάγκη ύπαρξης.
Από το θρήνο και τον κατατρεγμό, την πλήρη ένδεια και την αβεβαιότητα του αύριο, ξεπήδησε η ελπίδα και το πείσμα, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, ώστε οι πρόγονοί μας που επέζησαν, τόσο από τη Γενοκτονία, όσο και από τις κακουχίες του δρόμου της προσφυγιάς, να στηθούν ξανά στα πόδια τους και σύντομα να αρχίσουν να προκόβουν. Και όχι μόνο αυτό, οι ρακένδυτοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, έφεραν το απαραίτητο πληθυσμιακό πλεονέκτημα, ώστε να επικρατήσει πλήρως το ελληνικό στοιχείο σε εδάφη, που μόλις πριν μια δεκαετία είχαν περιέλθει στην ελληνική επικράτεια.
Αυτό που μένει ως παρακαταθήκη και κληροδότημα στη δική μας και τις επόμενες γενιές, είναι το σκληρό μάθημα που πήρε ο λαός μας και η υποχρέωση να μάθουμε από τα λάθη και τις αστοχίες, τις εμπάθειες και τα εμφύλια μίση, ώστε να μην βιώσουμε ποτέ ξανά μια τέτοια τραγωδία. Να μάθουμε και να καταλάβουμε επιτέλους, ότι στη διεθνή πολιτική αρένα δεν υπάρχουν φίλοι, παρά μόνο ευκαιριακοί σύμμαχοι και συνέταιροι. Και φυσικά να μην ξεχάσουμε ποτέ…
Είναι στο χέρι μας και είναι χρέος μας.
Γεώργιος Βαρυθυμιάδης
Πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος