Τις τελευταίες μέρες, που τα σύννεφα στον πολιτικό ορίζοντα του κυβερνώντος κόμματος συσσωρεύονται, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση περί (νέας) αλλαγής του εκλογικού νόμου πριν καν εφαρμοστεί ο προηγούμενος που η ίδια η κυβέρνηση είχε ψηφίσει στις αρχές του 2020.
Του Κώστα Πουλάκη
Την συζήτηση άνοιξε με δηλώσεις της η κ. Ντόρα Μπακογιάννη και συνέχισαν οι υπουργοί κ.κ. Γεραπετρίτης, Οικονόμου και Βορίδης αφήνοντας όλοι τους ορθάνοιχτο το θέμα και παραπέμποντας τους πολίτες να παρακολουθήσουν την ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ για να μάθουν τι μέλλει γενέσθαι αναφορικά με τον εκλογικό νόμο.
Είναι γνωστό ότι ο εκλογικός νόμος είναι ένας ιδιότυπος νόμος, κάποιοι τον ονομάζουν και νόμο των νόμων, αφού, δεν μετατρέπει απλά τους ψήφους των πολιτών την ημέρα των εκλογών σε έδρες, δεν αποτυπώνει και ρυθμίζει μόνο τις σχέσεις ανάμεσα στους θεσμούς, δεν αναπαράγει ή αλλάζει το πολιτικό σύστημα, αλλά συγχρόνως διαπαιδαγωγεί τους πολίτες και τα κόμματα.
Το ότι από την μεταπολίτευση και μετά οι 18 εκλογές πραγματοποιήθηκαν με 7 διαφορετικούς εκλογικούς νόμους αποδεικνύει τον νομιμοποιητικό του ρόλο ως παρεμβατικός μηχανισμός. Σε κάθε εκλογικό νόμο η κυβέρνηση επιλέγει με βάσει τις πολιτικές και ιδεολογικές της απόψεις τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Τον δρόμο της συνταγματικής αρχής περί ισότητας της ψήφου, δηλαδή της πολιτικής ισότητας και άρα της λαϊκής κυριαρχίας, ή τον δρόμο της δήθεν κυβερνησιμότητας με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 έκανε ένα θετικό βήμα εμποδίζοντας τον αιφνιδιασμό του πολιτικού αντιπάλου και την εργαλειοποίηση του εκλογικού συστήματος που είχαν ως σκοπό τα μικροκομματικά οφέλη από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η πρόβλεψη του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ότι ένας νέος εκλογικός νόμος ισχύει αμέσως μετά την ψήφισή του, μόνο εφ’ όσον ψηφιστεί από τουλάχιστον 200 βουλευτές, ενώ σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές. Η αναθεώρηση αυτή είχε ως σκοπό, αφ’ ενός τον περιορισμό των διαρκών αλλαγών του εκλογικού συστήματος, αφ’ ετέρου την σταθερότητα και την αναζήτηση συναινέσεων εντός του πολιτικού συστήματος.
Τομή στη σύγχρονη πολιτική ιστορία αποτέλεσε η αλλαγή του εκλογικού νόμου (ν. 4406) το 2016 και η καθιέρωση της απλής αναλογικής από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, αμέσως μετά την εκλογή της, κατήργησε την απλή αναλογική ψηφίζοντας τον τελευταίο εκλογικό νόμο (ν. 4654) που επανάφερε την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος κλιμακωτά με μπόνους έως και 50 έδρες.
Συγχρόνως προέβη σε μια θεσμικά απαράδεκτη δήλωση με τον ποιο επίσημο τρόπο, αφού ο ίδιος ο πρωθυπουργός στις ομιλίες του ανάφερε ότι προτίθεται να «κάψει» την πρώτη εκλογική διαδικασία, που θα γίνει αναγκαστικά με το σύστημα της απλής αναλογικής, ώστε να διεκδικήσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές που θα πραγματοποιηθούν με τον δικό τους εκλογικό νόμο, που ενισχύει με μπόνους έως και 50 έδρες το πρώτο κόμμα.
Η κυβέρνηση πιστή στην ιδεολογική και πολιτική της άποψη για μονοκομματικές κυβερνήσεις, χωρίς να έχει διδαχθεί από την πρόσφατη πολιτική μας ιστορία, μιας και την χρεοκοπία την προκάλεσαν οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, χωρίς να προβληματίζεται από το γεγονός ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν συμμαχικές κυβερνήσεις και ούσα υπέρμετρα αλαζονική τόσο από την τότε νίκη της στις εκλογές του 2019 όσο και από την συνεχόμενη και άκριτη στήριξη των ΜΜΕ, θεωρούσε ότι όλα μέχρι τις εκλογές θα ήταν ρόδινα για την ίδια και ότι θα μπορούσε άνετα να φτάσει το ποσοστό του 38-38,5% που απαιτείται για την αυτοδυναμία σύμφωνα με τον νόμο που η ίδια ψήφισε.
Οι πολιτικές εξελίξεις όμως με βασικότερο θέμα την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια, η ιδεολογική εμμονή της στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε όλους τους τομείς, αλλά και οι αποκαλύψεις για την παρακολούθηση των Ανδρουλάκη, Κουρτάκη και άλλων πολιτικών όπως αποκάλυψε η Καθημερινή με τελευταία είδηση την παρακολούθηση του Χ. Σπίρτζη, περιορίζουν ασφυκτικά τον ζωτικό χώρο της κυβερνητικής επιρροής. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία της εκ νέου αλλαγής του εκλογικού νόμου με απώτερο σκοπό την περαιτέρω μείωση του ορίου της αυτοδυναμίας. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που η σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει να αναιρέσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό θυσιάζοντας έτσι την σοβαρότητα και την θεσμική λειτουργία του κράτους στον βωμό του μικροκομματικού της συμφέροντος.
Η ΝΔ μετά από 3 χρόνια κακοποίησης των θεσμών και του κράτους δικαίου και σταθμίζοντας εκ νέου τα πιθανά εκλογικά δεδομένα, παρακάμπτει τις δήθεν απόψεις της για θεσμική σοβαρότητα, ξεπερνάει το πνεύμα του Συντάγματος και αποφασίζει να αλλάξει εκ νέου τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.
Πιθανή εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου θα δημιουργήσει κι ένα μοναδικό ιστορικό και πολιτικό γεγονός, η ίδια κυβέρνηση στην ίδια κυβερνητική της θητεία να αλλάζει τον δικό της εκλογικό νόμο, έτσι για πρώτη φορά θα έχουμε έναν εκλογικό νόμο θνησιγενή που θα «πεθάνει» πριν καν εφαρμοστεί. Θα πρόκειται για πρωτοφανή θεσμικό τυχοδιωκτισμό που κανείς άλλος πρωθυπουργός δεν αποτόλμησε στο παρελθόν.
Είναι ορατό ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε βέρτιγκο, θεωρεί ότι η σωτηρία της θα επέλθει με την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου και όχι με την αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινωνίας. Άλλωστε η ΝΔ έχει δείξει αυτά τα τρία χρόνια της διακυβέρνησής της ότι δεν έχει κανένα ενδοιασμό να θυσιάζει την στοιχειώδη σοβαρότητα και τη συνταγματική νομιμότητα παίζοντας επικίνδυνα παιχνίδια με τους θεσμούς και προσπαθώντας να συμπαρασύρει τα πάντα στην κατάρρευσή της.
Ο σοφός λαός λέει ότι «όποιος προσπαθεί να σκάψει το λάκκο του αντιπάλου, του πέφτει ο ίδιος μέσα». Έτσι, ο Πρωθυπουργός παρασυρόμενος από την υπέρμετρη αλαζονεία και τον τυχοδιωκτισμό του, αν επιλέξει εντέλει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, θα σκάψει ο ίδιος τον λάκκο όπου θα πέσει μέσα και ταυτόχρονα θα προσφέρει ένα μεγάλο δώρο στον ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ., γιατί όσες εκλογικές αλχημείες και να κάνει, ξέρει ότι δεν μπορεί να αποτρέψει την εκλογική του ήττα. Κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να ανακόψει την κοινωνική δυναμική και να αποτρέψει την πολιτική αλλαγή που έχουν ανάγκη οι πολίτες.
Τρία τελευταία συμπεράσματα-δεδομένα:
- Αν η κυβέρνηση φέρει νέο εκλογικό νόμο, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα τον καταψηφίσει για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή τιμούμε ιδεολογικά και αξιακά τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής που φέραμε το 2016.
- Η αλλαγή του εκλογικού νόμου θα αυξήσει τους εχθρούς της κυβέρνησης, αναλογικά με την αύξηση του μπόνους των εδρών. Το ερώτημα όμως πλέον είναι αν η κυβέρνηση θα προλάβει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο ή αν η κατάρρευση της θα προηγηθεί.
- Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν δεδομένα με το σύστημα της απλής αναλογικής και θα καταγραφούν οι πραγματικές διαθέσεις των πολιτών. Όσο πιο καθαρή θα είναι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η δύναμη της επόμενης προοδευτικής συμμαχικής κυβέρνησης για να στηρίξουμε ξανά την κοινωνία, για να εγγυηθούμε την κοινωνική ειρήνη και την διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, για να ενισχύσουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου και να επαναφέρουμε την ελπίδα.
*Μέλος Κ.Ε ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ