Με στόχο τη δημιουργία πολιτικού αντίβαρου στην ηγεμονία των ΗΠΑ, συναντώνται Σι και Πούτιν στο περιθώριο της διήμερης συνόδου του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης που ξεκινά αύριο στο Ουζμπεκιστάν.
Ο στόχος της συνάντησης των δύο ηγετών είναι διττός. Ο στριμωγμένος -από τις κυρώσεις αλλά και την πρόσφατη πετυχημένη αντεπίθεση των ΟυκρανώνΡώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επιδιώκει να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου: Σπάσιμο της πολιτικής απομόνωσης και εξασφάλιση νέων αγορών για το ρωσικό αέριο και όχι μόνο.
Από την πλευρά του ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, στο πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μετά την πανδημία του Covid-19, επιδιώκει την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας του. Το Πεκίνο βρίσκεται στο στόχαστρο επικρίσεων από τη Δύση, τόσο για το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -καταπίεση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρωνόσο και για τη διακηρυγμένη πρόθεση του Πεκίνου να ενσωματώσει την Ταϊβάν με το καλό (ειρηνικά) ή το άσχημο (με πόλεμο).
Επισήμως, σύμφωνα με ανακοίνωση του διπλωματικού συμβούλου του Κρεμλίνου Γιούρι Ουσακόφ, οι δύο ηγέτες θα συζητήσουν κατά τη συνάντησή τους αύριο, στο Ουζμπεκιστάν, τα ζητήματα της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, με τη Μόσχα να δίνει «ιδιαίτερη σημασία», δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης.
Πούτιν και Σι επιδιώκουν παράλληλα τη δημιουργία εναλλακτικού άξονα απέναντι στη μονοκρατορία των ΗΠΑ, με στόχο έναν πολυπολικό κόσμο, στον οποίο η Συνεργασία της Σαγκάης θα μπορούσε να παίξει κομβικό ρόλο.
Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ευρασιατικός οργανισμός πολιτικής, οικονομικής και ασφάλειας. Δημιουργήθηκε στις 15 Ιουνίου 2001 στη Σαγκάη της Κίνας από τους ηγέτες της Κίνας, του Καζακστάν, της Κιργιζίας, της Ρωσίας, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν. Η διήμερη σύνοδος του Οργανισμού, που ξεκινά αύριο, διεξάγεται στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, πόλη σταυροδρόμι στον αρχαίο δρόμο του μεταξιού, μεγαλόπνοο σχέδιο που ο Σι επιδιώκει να αναβιώσει. Ο Οργανισμός της Σαγκάης περιλαμβάνει το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
«Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος»
Στο πλαίσιο του ταξιδιού του, ο Κινέζος πρόεδρος θα κάνει στάση σήμερα στο Καζακστάν, εκεί που πριν από εννέα χρόνια ανακοίνωσε το σχέδιό του «One Belt One Road» (Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος). Η πρωτοβουλία μιας Ζώνης και ενός Δρόμου είναι μια παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης υποδομών που υιοθέτησε η κινεζική κυβέρνηση το 2013, με στόχο την οικονομική ολοκλήρωση των χωρών που βρίσκονται στον ιστορικό Δρόμο του Μεταξιού.
Η εξαγγελία της κινεζικής πρωτοβουλίας έχει έκτοτε βρεθεί στο επίκεντρο της Ομάδας των Επτά Πλουσιότερων Κρατών του Κόσμου (G7), η οποία τον Ιούνιο ανακοίνωσε σχέδιο χρηματοδότησης με 600 δισ. δολάρια των ασθενέστερων οικονομικά χωρών, ως εναλλακτική στην κινεζική χρηματοδότηση. H Κίνα έχει μέχρι στιγμής αποφύγει να πράξει οτιδήποτε που θα μπορούσε να τη θέσει στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων ή να βοηθήσει τη Ρωσία στον πόλεμο, παρότι το Πεκίνο στηρίζει διπλωματικά τον Πούτιν και ενισχύει τις εμπορικές και οικονομικές δοσοληψίες με τον βόρειο γείτονα.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδωσε το έναυσμα στις δύο αυτές χώρες όχι μόνο να ενισχύσουν την ήδη πολυμερή τους συνεργασία, αλλά και να αυτοπροβληθούν ως εναλλακτική στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και εν γένει στην αμερικανική επιρροή, ιδίως μετά το πρόσφατο έντονο φλερτ των ΗΠΑ με την Ταϊβάν. Η Ταϊβάν θεωρείται από το Πεκίνο αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής εθνικής επικράτειας.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα στο οικονομικό φόρουμ του Βλαδιβοστόκ, τόνιζε: «Οι δυτικές δημοκρατίες επιδιώκουν να διατηρήσουν τη χθεσινή παγκόσμια τάξη που τους ωφελεί και αναγκάζει τους πάντες να ζουν με τους αντιδημοφιλείς “κανόνες” που επινόησαν για αυτούς».
Αντίστοιχες διακηρύξεις ενδέχεται να ακουστούν και στο φόρουμ της Σαγκάης, με την ιδέα ενός εναλλακτικού στις ΗΠΑ άξονα, που περιλαμβάνει και φιλοδυτικές χώρες, όπως η Ινδία και η Τουρκία. Οι εμπορικοί δεσμοί της Κίνας με τη Μόσχα επεκτάθηκαν παρά τις δυτικές κυρώσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι ρωσικές εξαγωγές προς τη Κίνα εκτινάχθηκαν σχεδόν 50%, στα 40,8 δισ. δολάρια, τους πρώτους πέντε μήνες φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ. Σε αυτές περιλαμβάνονται πετρέλαιο και αέριο.