Έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια στην αυξανόμενη ένταση στα ελληνοτουρκικά με τις ρητορικές επιθέσεις από πλευρά τουρκικών αξιωματούχων και την έμφαση στο μεταναστευτικό και τα εξοπλιστικά.
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου*
Οι λεκτικές υπερβολές της άλλης πλευράς θέτουν πια με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας ορισμένων νησιών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή να αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία σε μέρος της ελληνικής επικράτειας. Είτε αυτή η κλιμάκωση είναι προϊόν τακτικής είτε είναι η έκφραση μιας υπό διαμόρφωση στρατηγικής, αδιαμφισβήτητα δεν μπορούν να αφήσουν την ελληνική πλευρά αδιάφορη. Η πλήρης εφαρμογή της στρατιωτικής και διπλωματικής αποτροπής από ελληνικής πλευράς επιβάλλεται.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η Τουρκία επιμένει σε αυτήν την τακτική της έντασης και εάν τα πράγματα μπορούν να ξεφύγουν πέραν του πιθανού στρατιωτικού επεισοδίου που φοβούνται πολλοί αναλυτές και που έχουμε δυστυχώς βιώσει στο παρελθόν.
Οι λόγοι της τουρκικής επιθετικότητας σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση στη χώρα και με τις διεθνείς σχέσεις της. Το χθεσινό λογύδριο του αντί δυτικού και ευρασιατιστή κυβερνητικού εταίρου, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κατά των Ελλήνων αναδεικνύει με το πιο ξεκάθαρο τρόπο την σημερινή πολιτική κατάσταση στη χώρα όπου το κυβερνών κόμμα και ο σύμμαχος του υπολείπονται δημοσκοπικά από το συνασπισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεδομένου ότι οι επόμενες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν κατά πάσα πιθανότητα την άνοιξη του 2023. Μπορεί ο Μπαχτσελί για άλλη μια φορά να απειλούσε του Έλληνες αλλά στην πραγματικότητα έστελνε υπενθυμιστικό μήνυμα στον Πρόεδρο Ερντογάν να μην προσπαθήσει να συμβιβαστεί με Ελλάδα και Δύση διότι έχει ο ένας ανάγκη για να παραμείνουν στην εξουσία. Με άλλα λόγια ο εθνικισμός που προβάλλει η Άγκυρα σχετίζεται άμεσα με τα πολιτικά δρώμενα στη χώρα, ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι πολιτικές εξελίξεις του 2022 και του 2023 σχετίζονται με την εκατονταετηρίδα των νικών της Τουρκίας κατά των Ελλήνων και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Η εικόνα της Ελλάδας ως ηττημένου εχθρού έχει ριζώσει βαθιά στην τουρκική ψυχοσύνθεση από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας το 1923 και παραμένει κοινός παρονομαστής για τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, από εθνικιστές, συντηρητικούς και ισλαμιστές έως τους νεοθετικιστές αριστερούς και σοσιαλδημοκράτες. Μια πιθανή τουρκική στρατιωτική απόβαση σε μια από τις ακατοίκητες νησίδες του Αιγαίου θα μπορούσε να ξεσηκώσει τα εθνικιστικά πάθη του λαού.
Το κύριο ζήτημα για την Τουρκική κυβέρνηση και του Προέδρου της είναι ότι τα δεδομένα δεν την ευνοούν. Δηλαδή ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας ούτε βρίσκει την Τουρκία να ανήκει στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου ούτε να έχει καταφέρει να φιλοξενήσει η Κωνσταντινούπολη τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως είχε σχεδιάσει προ καιρού η τουρκική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως λόγω στρατηγικών και τακτικών λαθών η Τουρκία φαίνεται να έχει χάσει την διαχρονική εμπιστοσύνη των Αμερικανών (βλέπε σημαντική στρατιωτική αμερικανική παρουσία στην Τουρκία από το 1954, ιδιαίτερα στις αεροπορικές βάσεις του Ιντσιρλίκ στην Αττάλεια και την άλλη στην Σμύρνη) που έχουν επανατοποθετήσει τις δυνάμεις τους στην Ελλάδα όπως και σε άλλες γειτονικές χώρες. Με άλλα λόγια το γεγονός ότι στην παρούσα συγκυρία, η Ελλάδα λόγω των ορθών επιλογών της (όπως την άμεση στήριξή του αγώνα των Ουκρανών κατά των Ρώσων εισβολέων και την ενεργή συμμετοχή της στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και των αμυντικών συμφωνιών που έχει υπογράψει με τις ΗΠΑ, Γαλλία, και τα πολλαπλά πολυμερή σχήματα συνεργασίας, κλπ.) έχει δει το κύρος της και την γεωπολιτική θέση να αναβαθμιστεί (βλέπε Σούδα και Αλεξανδρούπολη) «πονάει» ιδιαίτερα το Τουρκικό πολιτικό κατεστημένο. Δηλαδή η μικρή και ιστορικά ηττημένη και καταπονημένη οικονομικά Ελλάδα έχει «σηκώσει κεφάλι» θέτοντας υπό αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία της Τουρκίας στην περιοχή όπως και την ικανότητα της να επιβάλλει την ατζέντα της.
Παράλληλα, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία κατόπιν της αντίστασης και της ανθεκτικότητας των Ουκρανών, δεν ευνοεί σε βάθος χρόνου την ‘Άγκυρα που θα επιθυμούσε μια γρήγορη διαπραγμάτευση μεταξύ Μόσχας και Κιέβου επί Τουρκικού εδάφους επιδεικνύοντας την διπλωματική και πολιτική δεινότητα της Άγκυρας. Όσο οι Ουκρανοί αντιστέκονται και η Ρωσία προβάλλει τον ενεργειακό, επισιτιστικό, και πυρηνικό εκβιασμό της, τα κράτη μέλη της ΕΕ, του ΝΑΤΟ (πλην Τουρκίας), και των G7 συνεργάζονται ολοένα και περισσότερο στενότερα για την αντιμετώπιση των πολλαπλών προκλήσεων αφήνοντας την Τουρκία εκτός κάδρο των εξελίξεων λόγω της μη συμμετοχή της στις κυρώσεις και των συναλλαγών της με την Ρωσία.
Ένας ορθολογικός σκεπτόμενος Ερντογάν μπορεί να έχει καταλάβει ότι η απόπειρα ξεστράτισης της χώρας του από την Δύση να μην ευνοεί την Τουρκία σε βάθος χρόνου αλλά οι εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες περιορίζουν αισθητά τα περιθώρια διαλόγου και συμβιβασμού με Ουάσιγκτον και Αθήνα εντός του πλαισίου ενίσχυσης του ΝΑΤΟ και της Νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας. Η πρόσφατη τοποθέτηση του Έλληνα Πρωθυπουργού ότι η Ελλάδα είναι υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δυο χωρών αφήνει άλλο ένα παραθυράκι ότι μια αλλαγή παραδείγματος είναι δυνατόν στα ελληνοτουρκικά αλλά και στις σχέσεις Δύσης – Τουρκίας αλλά πολλά εξαρτούνται από την βούληση και την δεινότητα της Τουρκικής ηγεσίας να διαχειριστεί το εσωτερικό της πολιτικό ναρκοπέδιο και να κατανοήσει ότι δεν είναι η μόνη χώρα με λόγο και συμφέροντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Σε διαφορετική περίπτωση, η δηλητηρίαση του κλίματος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα κυριαρχεί.
*Δημήτρης Τριανταφύλλου
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης
Εξωτερικός Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΔΙΣ