Φαίνεται πως στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου στην Ιταλία θα νικήσει καθαρά η Δεξιά. Κι αυτό είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της εκλογικής στρατηγικής που χρησιμοποίησε η Κεντροαριστερά: ψηφίστε μας για να μην έρθουν εκείνοι.
Αντιπαρατάσσουν τον κίνδυνο αυτόν με τις δικές τους προτάσεις. Ζητούν τη χρήσιμη ψήφο. Είναι σαφές λοιπόν ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Από οικονομική άποψη, μια κυβέρνηση υπό την Τζόρτζια Μελόνι δεν μπορεί να αλλάξει πολλά πράγματα. Η ατζέντα των επομένων ετών θα είναι η διαχείριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και των χρημάτων που θα έλθουν από την Ευρώπη. Το ανησυχητικό για έναν άνθρωπο που προέρχεται από την Αριστερά όπως εγώ, είναι το θέμα των δικαιωμάτων και της διεθνούς πολιτικής. Εδώ, η Δεξιά είναι διχασμένη. Η Μελόνι είναι ατλαντίστρια, ενώ ο Ματέο Σαλβίνι φιλορώσος. Η ιδέα και των δύο, όμως, για τα δικαιώματα παραπέμπει στη δεκαετία του 1950. Κι αυτό, παρόλο που η εικόνα της παραδοσιακής οικογένειας δεν ταιριάζει με κανέναν από τους υποψήφιους. Ο Σαλβίνι είναι χωρισμένος, η Μελόνι ανύπαντρη μητέρα, για να μη μιλήσουμε για τον Μπερλουσκόνι…
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται περισσότερο για τη ρητορική παρά για το προσωπικό παράδειγμα. Οι Ιταλοί, από αυτή την άποψη, είναι πολύ καθολικοί: ιδιωτικές διαστροφές και δημόσια αρετή. Ο καθολικός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο σπίτι του, αρκεί δημοσίως να τηρεί τα προσχήματα. Ο Μπερλουσκόνι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια τραγική φιγούρα, που εξακολουθεί όμως να χαίρει υποστήριξης.
Όσο για τη Μελόνι, η ιστορία της είναι πολύ πιο λογοτεχνική από εκείνη του Ενρίκο Λέτα, γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος είναι ο κλασικός καλός μαθητής. Ο πατέρας της Μελόνι έφυγε από το σπίτι όταν εκείνη ήταν μικρή κι έτσι η Τζόρτζια μεγάλωσε σε δύσκολο περιβάλλον. Σήμερα είναι μια γυναίκα σε ένα κόμμα που αποτελείται κυρίως από φασίστες. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα πρόσωπο για να διηγηθώ την ιστορία του, θα διάλεγα ή τον Μπερλουσκόνι ή αυτήν. Δεν θα τους ψήφιζα βέβαια ποτέ. Αυτές οι βιογραφίες έλκουν όμως τον κόσμο. Ζηλεύουν τον Μπερλουσκόνι επειδή είναι πλούσιος. Και τους αρέσει η Μελόνι γιατί είναι ένα πρόσωπο που θα μπορούσαν να συναντήσουν στη γειτονιά τους.
Η Μελόνι ξέρει να μιλάει, είναι άγνωστο όμως πώς θα κυβερνήσει. Έχει παράλογες αξίες για τον 21ο αιώνα, τις οποίες δύσκολα μπορεί να δεχθεί μια χώρα. Δεν ξέρουμε όμως πώς θα διαχειριστεί τα δημόσια πράγματα. Με τη Λέγκα, αντιθέτως, είδαμε τον καταστροφικό τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν την πανδημία στη Λομβαρδία. Όσο για τον Μπερλουσκόνι, κατάφερε να εκτοξεύσει το spread στις 550 μονάδες.
Προσωπικά, πάντως, δεν θεωρώ ότι υπάρχει κίνδυνος επιστροφής του φασισμού. Εμείς οι Ιταλοί, άλλωστε, κουραζόμαστε εύκολα και δεν διστάζουμε να αλλάζουμε κάθε τόσο κυβέρνηση. Σε ενάμιση χρόνο δεν θα θέλουμε πια τη Μελόνι. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να απειληθούν κεκτημένα δικαιώματα. Αρκεί να δει κανείς τι έγινε στις ΗΠΑ με τις αμβλώσεις. Σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας όπου κυβερνά η Δεξιά είναι δύσκολο να κάνει μια γυναίκα άμβλωση.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η ποινικοποίηση της διαφωνίας. Η ιδέα δηλαδή ότι όποιος διαφωνεί με αυτούς είναι ανώμαλος. Δεν είναι δουλειά των πολιτικών να αποφασίζουν αν ένας νέος είναι ενάρετος ή ανώμαλος. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα και μας γυρίζουν 30 χρόνια πίσω.
Η Ιταλία δεν έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τον φασισμό, όπως έκανε για παράδειγμα η Γερμανία με τον ναζισμό. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε επίσης η οικονομική κρίση. Πολλοί από αυτούς που υπέφεραν έχουν στραφεί πλέον για προστασία προς τη Δεξιά. Στην αρχή εμπιστεύθηκαν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ύστερα στράφηκαν στον Κόντε και τώρα ελπίζουν να τους λύσει τα προβλήματα η Μελόνι.
(*) O Νικόλα Λατζόια είναι Ιταλός συγγραφέας και διευθυντής στο Σαλόνι Βιβλίου του Τορίνο
(Πηγή: συνέντευξη στην El Pais)