Αποτελεί παλιά, παραδοσιακή συνήθεια των πολιτικών αναλυτών και των ΜΜΕ να επιχειρούν έναν απολογισμό των ομιλιών και των συνεντεύξεων Τύπου του εκάστοτε πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά την ολοκλήρωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Ποιός κέρδισε τις εντυπώσεις; Ποιανού οι εξαγγελίες ήταν πιο πειστικές, πιο ρεαλιστικές, πιο φιλολαϊκές; Ή το αντίθετο: Ποιός έκανε παροχολογίες και υποσχέθηκε «στους πάντες, τα πάντα»; Ποιός κέρδισε στα σημεία; Ποιός έκανε το μοιραίο λάθος;
Σαν να πρόκειται για κάποια μονομαχία ή έναν αγώνα μπάσκετ. Εστω και με απόσταση μίας εβδομάδας μεταξύ των δύο μονομάχων. Σε επίπεδο επικοινωνίας αυτό έχει κάποια βάση. Πέραν όμως αυτής στερείται νοήματος. Διότι οι ομιλίες στις ΔΕΘ δεν αποτελούν προγραμματικές εξαγγελίες ενώπιον της κάλπης παρά μόνο έκθεση ιδεών και προθέσεων, Ιδίως δε όταν οι κάλπες, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απέχουν αρκετά.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στη φετινή, 86η ΔΕΘ. Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί παρουσίασαν τα (προ)σχέδιά τους και τις προθέσεις τους για το πως θα κατέβουν στο “γήπεδο” όταν φτάσει εκείνη η ώρα. Σχέδια αρκούντως διαφωτιστικά, βεβαίως, αλλά σχέδια. Πλάνα αγώνα.
Η ιδιαιτερότητα φέτος ήταν πως και τα δύο αυτά σχέδια είναι πολύ κοντά ως προς την κοστολόγησή τους -κι αυτό είναι κάτι που πιστώνεται στον Αλέξη Τσίπρα και το επιτελείο του καθώς αποδυνάμωσε το επιχείρημα του υπερβολικού κόστους και των “λεφτόδεντρων” που θα του χρέωναν οι κυβερνητικοί αντίπαλοι.
Από την άλλη πλευρά, όντως το μίγμα των σχεδιαζόμενων μέτρων ήταν εντελώς διαφορετικό. Με τον μεν πρωθυπουργό να επιμένει στην (νεο)φιλελεύθερη συνταγή και τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να κάνει λόγο για κρατικοποιήσεις (της ΔΕΗ), δημόσιους πυλώνες (της Εθνικής Τράπεζας) και αναδιανομή πλούτου.
Το Κ-Report προχώρησε στο δημοσιονομικό κρας-τεστ των προγραμμάτων και των παροχών που ανακοίνωσαν Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας.
Η παροχολογία, όπως γράφει, άνοιξε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, το προπερασμένο Σάββατο, όταν ο πρωθυπουργός μοίρασε 21 παροχές ύψους 5,5 δισ. ευρώ –ξέχωρα από τις επιδοτήσεις για την ενέργεια, οι οποίες φέτος θα φτάσουν τα 14 δισ. ευρώ. Τη σκυτάλη πήρε η αξιωματική αντιπολίτευση. Προχτές, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μοίρασε παροχές 9,35 δισ. ευρώ έναντι νέων εσόδων 3,74 δισ. –καθαρό κόστος 5,6 δισ. ευρώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΣΥΡΙΖΑ ενώ σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών οι παροχές ανέρχονται σε 11,5 δισ. ευρώ συν 12 δισ. για το πλαφόν στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Κι όλα αυτά όταν φέτος ο προϋπολογισμός θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ (ήτοι 4 δισ. ευρώ) και το 2023 έχουμε συμφωνήσει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ (δηλαδή 2 δισ. ευρώ). Άρα, και τα δύο σχέδια ξεκινούν με ένα φορτίο 6 δισ. ευρώ από τα αποδυτήρια.
Σε αυτά, όπως γράφει το Κ-Report, προσθέστε ένα μέρος από τα 5,5 δισ. πρόσθετες παροχές που υπόσχεται η κυβέρνηση ή τα (έστω) 5,6 δισ. που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, αυξάνεται το φορτίο με το οποίο ξεκινάμε από τα αποδυτήρια, σε 8 έως άνω των 10 δισ. ευρώ.
Στη συνέχεια προσθέστε και τις δαπάνες για ενισχύσεις σε λογαριασμούς ηλεκτρικού, φυσικού αερίου και για καύσιμα που, όπως προαναφέραμε, φέτος θα είναι 14 δισ., εκ των οποίων τα 4 θα επιβαρύνουν τον Προϋπολογισμό. Αν είναι ίδια η επιβάρυνσή του το 2023, ξεκινάμε με ένα φορτίο 12-14 δισ. ευρώ, δηλαδή 6-7% του ΑΕΠ.
Τελευταίο, για να ολοκληρωθεί η εικόνα της παρούσας κατάσταση: Αυτά τα δισ. ευρώ φορτίο, θα πρέπει να αντισταθμιστούν από άλλες περικοπές ή πηγές εσόδων προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ το 2023, έτος κατά το οποίο ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα μειωθεί στο 2-2,5% -έναντι 5,5-6% φέτος.
Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι τα πράγματα, τόσο στην ελληνική όσο και στην παγκόσμια οικονομία παραμείνουν ως έχουν σήμερα και δεν επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο στο διάστημα μέχρι τις εκλογές. Πράγμα πολύ πιθανό όπως προειδοποιούν Έλληνες και ξένοι αναλυτές.
Πολύ δε περισσότερο αν δεν έχουμε μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη ή καταστροφή, όπως η πανδημία που ξεκίνησε το 2020 (και είναι ακόμη εδώ) ή ο πόλεμος στην Ουκρανία που ξεκίνησε το 2022 και είναι άγνωστο αν και πότε θα τελειώσει.
Σε μία τέτοια περίπτωση τα όσα είπαν Μητσοτάκης και Τσίπρας στην ΔΕΘ, δεν θα στέκονται ούτε ως σχέδια ούτε ως εξαγγελίες και θα βρεθούν και οι δύο μπροστά σε λευκή σελίδα.
Γι αυτό, αν υπάρχει κάτι στο οποίο θα έπρεπε να δεσμευτούν και να υποσχεθούν αυτό θα ήταν η διαρκής εγρήγορση και η δυνατότητα επανασχεδιασμού των προγραμμάτων τους έτσι ώστε να συμβαδίζουν με τις εξελίξεις. Κάτι που θα πρέπει να συνοδεύεται από μία διαρκή (και επαρκή) αιτιολόγηση κάθε αλλαγής πορείας στην οποία θα τους υποχρεώνουν οι νέες συνθήκες. Αυτό υπαγορεύουν οι «πολεμικές συνθήκες» τις οποίες βιώνουμε και απαιτούν αλλαγές τακτικής και στρατηγικής.
Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση.
Μόνο έτσι δεν θα κατηγορηθούν από φίλους, αντιπάλους και ψηφοφόρους, αύριο, για αθέτηση υποσχέσεων. Κι αυτό πρέπει να ξεκινήσει από σήμερα. Οχι λίγο πριν τις εκλογές ούτε μετά από αυτές. Διότι τότε θα είναι πλέον αργά καθώς μία επιδείνωση στο διεθνές περιβάλλον θα εξαναγκάσει τη νέα κυβέρνηση σε άτακτη υποχώρηση με βίαιη συγκράτηση των δαπανών, υπό την αυστηρή εποπτεία των ευρωπαϊκών θεσμών και των διεθνών αγορών. Διαφορετικά, ο προϋπολογισμός θα εκτραπεί και μαζί του θα εκτραπεί πλήρως η πορεία προς ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογά μας –οπότε, αυτά θα παραμείνουν στην κατηγορία «σκουπίδια» και η Ελλάδα θα παραμείνει κλειδωμένη εκτός αγορών. Κι επειδή αυτό δεν αντέχεται, θα γίνει δημοσιονομικό σφίξιμο. Με άλλα λόγια, σε ένα νέο μνημόνιο. Δεν είναι υπερβολικό μάλιστα να πούμε πως αυτός στα χέρια του οποίου θα σκάσει μία τέτοια «βόμβα» θα εξαφανιστεί από το μελλοντικό πολιτικό σκηνικό.
Αυτή η κοινωνία δεν θα αντέξει μία ακόμη διάψευση ελπίδων, ακόμη μία τετραετία λιτότητας και περικοπών.
Εν κατακλείδι: Καλά τα σχέδια που ακούσαμε στη ΔΕΘ. Ακόμη καλύτερο το ότι οι γραμμές ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, τη Συντηρητική και την Προοδευτική, είναι ξεκάθαρες, έτσι ώστε ο πολίτης να κάνει τις επιλογές του. Διότι μόνο έτσι και ο ίδιος ο πολίτης θα αναλάβει πλήρως την ευθύνη της επιλογής που θα κάνει στην κάλπη και των όποιων συνεπειών της έχοντας πλήρη συνείδηση ότι ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από αυτήν.
Εκείνο που όλοι όμως περιμένουν είναι η υπεύθυνη στάση των κομμάτων και των αρχηγών τους που θα επιτρέπει αναθεωρήσεις αυτών των σχεδίων έτσι ώστε να μην (ξανα)πέσουμε στα βράχια…