Εάν με την ομιλία του το βράδυ του Σαββάτου (Βελλίδειο) ο Αλέξης Τσίπρας έπρεπε να παρουσιάσει το δικό του σχέδιο διακυβέρνησης και να στοχεύσει σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και εκλογικά κοινά, απέναντι σε εκείνο που είχε καταθέσει μία εβδομάδα νωρίτερα ο πρωθυπουργός, με την συνέντευξη Τύπου -που διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες- όφειλε να περιγράψει το πολιτικό τοπίο μέχρι τις επόμενες εκλογές και να θέσει τα δικά του διλήμματα σχετικά με το διακύβευμα της κάλπης και την “επόμενη μέρα”.
Ανάλυση του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Τούτων δοθέντων, ο στόχος ήταν διττός. Αλλιώς “συνομιλείς” με τον συνταξιούχο, τον νέο, τον ελεύθερο επαγγελματία, για την δύσκολη καθημερινότητα και όσα ζοφερά, πιθανώς, αναμένονται τους επόμενους μήνες (ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, ακρίβεια), κι αλλιώς με την terra incognita των αναποφάσιστων και της μεταβαλλόμενης ψήφου.
Παρα ταύτα, στις δύο εμφανίσεις του Αλέξη Τσίπρα στην 86η ΔΕΘ υπήρχε ένας κοινός τόπος. Ίσως για πρώτη φορά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκέρασε το πολιτικό με το κοινωνικό, και την σκληρή στάση σε θέματα αρχής (παρακολουθήσεις, Δημοκρατία, κ.α) με έναν λόγο πιο τεχνοκρατικό απ΄ ότι συνηθίζει. Προσπάθησε να εμφανιστεί περισσότερο μετριοπαθής απ΄ ότι έχουν συνηθίσει –και μάλλον επιθυμούν– οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του λεγόμενου σκληρού συριζαϊκού πυρήνα, σε τέτοιο, δε, βαθμό που κάποιοι τον χαρακτήρισαν ήπιο και άτονο. Αυτός, όμως, ήταν προφανώς ο στόχος. Δεν ήταν τυχαίο, αλλά απότοκο της στρατηγικής που προτίθεται να ακολουθήσει εφεξής -ενίοτε ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί-, με σκοπό να απευθυνθεί στο εκλογικό ακροατήριο που θα κρίνει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πως ο πολιτικός του αντίπαλος διαθέτει εκ των πραγμάτων προβάδισμα. Όχι τόσο δημοσκοπικό (υπάρχει κι αυτό), όσο την πρωτοβουλία των κινήσεων που απορρέει από την ίδια την διακυβέρνηση και το “ταμείο”. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να δώσει και θα δώσει, ο ίδιος μπορεί μόνο να υποσχεθεί. Ακόμα κι έτσι, όμως, και παρά την κριτική που του ασκήθηκε από την κυβέρνηση για επαναληψη του “προγράμματος Θεσσαλονίκης”, όσα εξήγγειλε στην ομιλία του Σαββάτου ήταν -σχεδόν παράδοξα για τον ΣΥΡΙΖΑ- αρκούντως κοστολογημένα. Πάντοτε, βεβαίως, με ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής που μένει να κριθεί -εάν και εφόσον εφαρμοστεί.
Επειδή, επίσης, γνωρίζει πως στην επόμενη εκλογική μάχη παραμένει το “αουτσάϊντερ”, επέμεινε και αποσαφήνισε πως δεν πρόκειται για ένα ντέρμπυ δύο ή περισσότερων γύρων αλλά πως η μητέρα των μαχών είναι η κάλπη της απλής αναλογικής. Γι’ αυτό και έθεσε με σαφήνεια το δίλημμα προς τους οπαδούς της συνεργασίας στην κεντροαριστερά ότι όλα θα κριθούν στην πρώτη κάλπη και πως το σενάριο της προοδευτικής διακυβέρνησης θα ενεργοποιηθεί μόνο εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα.
Ακόμα και μία ήττα με μικρή διαφορά -που υπό άλλο πρίσμα δεν θα λογιζόταν ως καταστροφικό γεγονός-, είναι περίπου βέβαιο πως θα δώσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ευχέρεια να ενισχύσει το “ή εγώ, ή το χάος” και να διεκδικήσει με καλύτερους όρους την αυτοδυναμία.
Για να πλησιάζει, λοιπόν, πιο αξιόπιστα το ενδιάμεσο ακροατήριο όφειλε μία γενναία αυτοκριτική για την περίοδο 2015-19. Και την έκανε με την δήλωση “ναι, αδικήσαμε την μεσαία τάξη”
” Η μεσαία τάξη ήταν ο εύκολος στόχος όλη την περίοδο των μνημονίων. Είχε τεράστιες απώλειες, ειδικά από το 2010 ως το 2015. Στη δική μας περίοδο, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είχε μία αύξηση εισοδήματος, όμως είχε επιβάρυνση. Εγώ το έχω πει πρώτος: Αδικήσαμε τη μεσαία τάξη. Ξεχνάτε, όμως, τι περάσαμε για να κρατήσουμε τη χώρα όρθια; Δεν ήμασταν σε μνημόνια εκείνη την περίοδο; Δεν ήμασταν αυτοί που έπρεπε να ολοκληρώσουμε αυτό που δεν κατάφεραν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αδικήσαμε τη μεσαία τάξη, αλλά όχι από συνειδητή επιλογή. Έπρεπε να φέρουμε τη χώρα στο τέλος των μνημονίων. Έχουμε, λοιπόν, σήμερα ηθική υποχρέωση απέναντι στη μεσαία τάξη.”, είπε χαρακτηριστικά.
Σε πείσμα ακόμα και κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούν για “Δεύτερη Φορά Αριστερά”, σχεδόν με όρους δικαίωσης της πρώτης, ο Αλέξης Τσίπρας απέφυγε τους υψηλούς τόνους, απέρριψε κάθε ίχνος “ανακατάληψης”, και εστίασε στην προσπάθεια να ξαναπιάσει το νήμα της επικοινωνίας με τις κοινωνικές ομάδες που υφίστανται πιο επώδυνα την κρίση. Αλλά, όπως προείπαμε, και με εκείνους που επιθυμούν μεν να απομακρυνθούν από το ύφος και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά εξακολουθούν να έχουν πολλές αμφιβολίες για τις πραγματικές δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ να επανορθώσει και να διαγράψει νέα πορεία.
Ακόμα και η υπανικτική αναφορά στον Ευάγγελο Βενιζέλο, χωρίς περιττά ανοίγματα, αλλά με αβροφροσύνη και επισήμανση του “σημαντικού πολιτικού εκτοπίσματός του”, εκεί αποσκοπούσε.
Εν κατακλείδι, ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ένα ανανεωμένο προφίλ, μετριοπαθέστερο και πιο “κυβερνητικό”, απολογητικό εκεί όπου έπρεπε, και διεκδικητικό στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Εάν αυτό είναι αρκετό απέναντι στις υπεροπλίες της κυβέρνησης (δημοσκοπικά, μιντιακά, ως προς τις παροχές κ.ά), και εάν ο χρόνος είναι αρκετός, θα κριθεί από πολλά.
Η ενεργειακή κρίση, οι κυβερνητικές πολιτικές επ΄αυτού, η αντίδραση της Ευρώπης, είναι ζητήματα που θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων είναι ένα άλλο ζήτημα που θα επηρρεάσει την ροή των εξελίξεων, μόνο, όμως, εφόσον, υπάρξουν και άλλες αποκαλύψεις στο άμεσο μέλλον.
Το βέβαιο είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας σήκωσε το γάντι στην μάχη “ένας εναντίον ενός” που του έριξε ο πρωθυπουργός. Και οι δύο, άλλωστε, έχουν έναν κοινό εκλογικό στόχο: την πρωτιά…