Ρητορική ερώτηση: Εάν μία κυβέρνηση συνεργασίας, ακόμα και με “παραδοξότητες”, συνιστά πολιτική τερατογένεση, ποιό “τέρας” είναι πιο επικίνδυνο: ο Κυριάκος Βελόπουλος, δίπλα στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ή ο Γιάνης Βαρουφάκης, δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Νίκο Ανδρουλάκη; Πάμε, τώρα, παρακάτω…
Με την σαφή δήλωσή του πως το σενάριο της προοδευτικής διακυβέρνησης μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εξασφαλίσει την πρώτη θέση στην κάλπη της απλής αναλογικής, ο Αλέξης Τσίπρας περιέγραψε το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο στις πραγματικές του διαστάσεις.
Καμία βιώσιμη κυβερνητική συνεργασία δεν μπορεί να προκύψει από την απλή αναλογική εάν δεν έχει ως κορμό το πρώτο κόμμα. Το αντίθετο, παρότι δεν συγκρούεται με την λογική του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος, θα συνιστούσε, αναμφίβολα, παραδοξότητα και θα προκαλούσε συνθήκες πολιτικής αστάθειας.
Έτσι, λοιπόν, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα ανταγωνιστούν για την πρωτιά στην πρώτη κάλπη, και γι΄ αυτό ξορκίζουν την αποχή και την έννοια της “χαλαρής ψήφου”. Τίποτε δεν θα είναι χαλαρό, και είναι βέβαιο πως οι προεκλογικές συγκρούσεις θα είναι τόσο άγριες που η πόλωση θα εκτοξευθεί στα ύψη. Ο πρωθυπουργός έριξε το γάντι με το δίλημμα “Μητσοτάκης ή χάος” (όπου το χάος σημαίνει …Τσίπρας), ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το σήκωσε και το επέστρεψε. Οι όροι της μονομαχίας έχουν συμφωνηθεί και, ως φαίνεται (από την σχετική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου), στις επόμενες εκλογές θα έχουμε την δυνατότητα να απολαύσουμε και ένα ντιμπέϊτ Μητσοτάκη-Τσίπρα, αυτό που ο πρωθυπουργός απέφυγε στις προηγούμενες εκλογές.
Εφόσον, όμως, από την κάλπη της απλής αναλογικής δεν προκύψει “προβολή αυτοδυναμίας” (ήτοι, τέτοιο ποσοστό του πρώτου κόμματος που θα πλησιάζει στο όριο αυτοδυναμίας για την δεύτερη κάλπη), το δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας”, θα διευρυνθεί εκ των πραγμάτων και θα μετατραπεί σε “Μητσοτάκης με ποιόν, ή Τσίπρας με ποιόν”.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως ευνοείται σε μία μόνο εκδοχή: να είναι η Ν.Δ πρώτο κόμμα με ικανή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και σε τροχιά αυτοδυναμίας. Σε αυτή την περίπτωση οι δεξαμενές ψηφοφόρων από την δεξιά-υπερδεξιά και -ίσως λιγότερο- από το κέντρο είναι μεγαλύτερες, απ΄ ότι στην αντίθετη περίπτωση ενός μικρού προβαδίσματος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Εάν, όμως, δεν επιτύχει την αυτοδυναμία στην δεύτερη κάλπη του απομένουν δύο επιλογές: ή να οδηγήσει την χώρα σε τρίτες εκλογές, αναιρώντας το βασικό του επιχείρημα (ως κίνδυνο) περί πολιτικής αστάθειας, ή να επιδιώξει συνεργασία με τον μοναδικό εταίρο που θα μπορούσε να αναζητήσει για να παραμείνει ο ίδιος πρωθυπουργός. Την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου.
Για να κρατήσει ανοικτό αυτό το παράθυρο, άλλωστε, το Μέγαρο Μαξίμου επιστράτευσε τον καλύτερο συνομιλητή που διαθέτει η κυβέρνηση με αυτή την πλευρά, τον Μάκη Βορίδη. Συνεπικουρούμενος, βεβαίως, από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο που κράτησε το παράθυρο ανοικτό.
Περιορισμένες, όμως, είναι και οι επιλογές του Αλέξη Τσίπρα. Πρέπει να σπάσει την μονοτονία των δημοσκοπήσεων που συνεχίζουν να δίνουν σχετικά άνετο προβάδισμα στη Ν.Δ και να ανατρέψει τα προγνωστικά. Μόνο εφόσον κερδίσει στην κάλπη της απλής αναλογικής μπορεί να δρομολογήσει κυβερνητικές συνεργασίες, κατά κύριο -ίσως και αποκλειστικά- λόγο με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Σε αυτή την περίπτωση, είναι μάλλον εύκολο να σχεδιαστεί πρόγραμμα σύγκλισης και να βρεθούν εκείνα τα πρόσωπα που θα το επικυρώσουν με την συμμετοχή τους σε μία τέτοια συγκυβέρνηση. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης γνωρίζει πως θα πρέπει να κάνει συμβιβασμούς, η δήλωσή του, μάλιστα, για τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Νίκο Αλιβιζάτος προς αυτή την κατεύθυνση κινείται.
“Όποιος χάσει τις πρώτες εκλογές, χάνει το τρένο των πολιτικών εξελίξεων”, είπε. Κι έχει δίκιο, αν και αυτό ακόμα υπόκειται σε μετεκλογικούς συσχετισμούς και στην ανθεκτικότητα των συνεργασιών που ίσως προκύψουν.