Παραγγείλανε;
Σουρούπωμα. Κατεβαίνω στην παραλία της Περαίας και κάθομαι στο Melrose, με στόχο μια παγωμένη μπύρα. Όσο νάρθει το γκαρσόνι, απολαμβάνω το περιβάλλον (ως γνωστόν, η ακτή διαθέτει γαλάζια σημαία) ή μάλλον τη στωικότητα των λουομένων έναντι του περιβάλλοντος – τίποτα δε μπορεί να τους κάνει να κωλώσουν!
Μετά από πολύ ώρα έρχεται ως το τραπέζι μου ένας ψηλός νεαρός και κάνει μια γκριμάτσα που τη μεταφράζω: Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
– Μια μπύρα σε ποτήρι και μια ποικιλ…
Δεν προφταίνω να αποσώσω τη φράση μου – ο νεαρός στρέφει έντρομος το κεφάλι και βάζει τις φωνές:
– Μαρίαααα….
Η Μαρία τον ακούει και έρχεται προς το μέρος μου. Αυτός εξαφανίζεται. Την κοιτάζω με ψυχραιμία + απορία.
– Μαρία, τι τραγικό είπα στο παιδί;
Η Μαρία μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, παίρνει την παραγγελία και φεύγει. Στρέφω ξανά την προσοχή μου στο παράκτιο μέτωπο. Ο παλιός και έμπειρος σερβιτόρος (νεαρός κι αυτός) με εντοπίζει και έρχεται προς το μέρος μου, μη τυχόν και έχει γίνει ζημιά.
– Παραγγείλανε;
– Ορίστε;
– Παραγγείλανε; Γιατί σας βλέπω έτσι σκεφτικό και λέω μήπως δεν…
– Όλα εντάξει! Παραγγείλανε!
Όλα εντάξει, πράγματι.
*
Ο κουμπούρας
Στο δημοτικό σχολείο ενός χωριού της Χαλκιδικής, παλιά. Ο δάσκαλος ρωτάει τον κουμπούρα της τάξης.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Για πες μας Μανωλόπουλε, πόσοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες;
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ: …
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Άντε βρε Μανωλόπουλε, εύκολο είναι… πόσοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες;
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ …
Ο πισινός του Μανωλόπουλου, μεγάλη λέρα, του ψιθυρίζει: «δύο» Ο Μ. περιχαρής σηκώνει το κεφάλι και το αμολάει: «Δύο!»
ΔΑΣΚΑΛΟΣ:
Μπράβο! Για πες μας τώρα και τα ονόματά τους…
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ: …
Ο πισινός του Μ. (μεγάλη λέρα) ψιθυρίζει: «Ο Λουκάς»
Ο Μανωλόπουλος σηκώνει πάλι το κεφάλι και απαντά με σιγουριά: «Ο Λουκάς, κύριε!»
Σήμερα ο Μανωλόπουλος είναι από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της Βόρειας Ελλάδας. Η τύχη της «λέρας» αγνοείται.
*
Μια άσκηση ελληνικών
Ο Πανίκας τ’ Ελέγκως τ’ αξιναρούς, ένας σεφίλτς και πολλά καματερός παιδάς, πολλά εγάπανεν την Πελαγίαν τη Τσαχουρούς, άμα εντρέπουτον να έλεεν ατο’ κει. Κάθε Κερεκήν και κάθαν έξεργον ημέραν επένεν σην εγκλεσίαν, και πάντα επένεν έστεκεν σην εικόνα τ’ Αε- Γιάννε τη Πρόδρομονος. Βίρα εποίνεν την ευχήν ατ’ κι αποτές’ ατ έλεεν: Αε –Γιάννε Πρόδρομε, ποίσιν την Πελαγίαν ας αγαπά με, τρανόν σεβτάν έχω για τ’ εκείνεν, ύπνος κι πιαν’ με.
Ο ποπά – Γιώρτς, που έλεπεν ατόν πάντα να λαϊζ τα χείλα τ’ αγνόν έρθεν ατόν κ’ εθέλεσεν να μαθάν’ ντο ίνεται. Έναν ημέραν εκρύφτεν απέσ’ το ιερόν. Πολλά κ’ επήεν έρθεν ο Πανίκας κ’ εστάθεν ξαν εμπροστά σην εικόναν τ’ Αε- Γιάννε τη Πρόδρομόνος. Ετέρεσεν ολόερα, κι όντας είδεν κανείς κ’ έτον, εκείν ντο έλεεν απες’ ατ’, ερχίνεσεν να λέα τα τσαϊχτά: Αε Γιάννε Πρόδρομε, ποίσον την Πελαγίαν τη Τσαχουρούς ν’ αγαπά με, θα ζαντύνω για τ’ εκείνεν.
Ο ποπά- Γιώρτς, όντες εκ’σεν την Πελαγίν τη Τσαχουρούς, εξέγκεν έναν άγρεν λαλίαν, εθέλνεν κ’ εκείνος πα να εποίνεν ατεν νύφεν, και είπεν. Εξ’ εξ’ απαδαπεσ’ αγλήγορα να πας να χάσαι, εκείνε κ’ εν’ για τα’ εσέν.
Ο καημένον ο Πανίκας έρθεν κ’ ελώλωσεν. Με μολύβ’ να εκρούνες ατόν αίμα κ’ έσταζεν. Τουλωτά τουλωτά επήεν ως την πόρταν κ’ επεκεί εκλώστεν και είπεν: Εσέν πολλά καλά εποίκεν κ’ έκοψεν το κιφάλι σ’ ο Ηρώδης, εσύ φαίνεται πάντα αϊκα δουλείας εποίνες, να αγιαζ΄νε τη κυρού ατ’ τα στούδια.
Μετάφραση
Ο Πανίκας της Ελέγκως της Αξιναρούς ήταν ένας ήσυχος και πολύ εργατικός νέος. Αγαπούσε πολύ την Πελαγία της Τσαχουρούς, αλλά ντρεπόταν να της το πει. Κάθε Κυριακή και κάθε αργία πήγαινε στην εκκλησία και πάντα πήγαινε και στεκόταν μπροστά στην εικόνα του Αη Γιάννη του Προδρόμου. Συνέχεια έλεγε την προσευχή του και από μέσα του έλεγε: Άγιε Γιάννη Πρόδρομε, κάνε την Πελαγία να με αγαπήσει, έχω μεγάλο σεβντά για εκείνην, ύπνος δε με πιάνει.
Ο παπά –Γιώργης, που τον έβλεπε πάντα να κουνάει τα χείλη του, του φάνηκε παράξενο τι γίνεται. Μια μέρα κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε λίγο ήρθε ο Πανίκας και στάθηκε ξανά μπροστά στην εικόνα του Αη- Γιάννη του Προδρόμου. Κοίταξε ολόγυρα κι όταν είδε πως δεν υπήρχε κανείς, άρχισε να λέει φωναχτά εκείνα που έλεγε από μέσα του: Άγιε Γιάννη Πρόδρομε, κάνε την Πελαγίτσα της Τσαχουρούς να μ’ αγαπήσει, θα τρελαθώ για κείνην!
Ο παπά –Γιώργης, όταν άκουσε την Πελαγία της Τσαχουρούς, έβγαλε μια άγρια κραυγή, γιατί ήθελε κι εκείνος την Πελαγία για νύφη, και είπε: Έξω, έξω αποδωμέσα, τσακίσου κι άντε να χαθείς, εκείνη δεν είναι για τα μούτρα σου!
Ο καημένος ο Πανίκας ήρθε και βουβάθηκε. Σφαίρα να τον χτυπούσε, αίμα δε θα στάλαζε. Χωρίς τσιμουδιά πήγε ως την πόρτα και εκεί στάθηκε και είπε: Εσένα πολύ καλά έκανε και σου έκοψε το κεφάλι ο Ηρώδης, που ν’ αγιάσουν τα κόκαλα του πατέρα του! Τέτοιες δουλειές φαίνεται πως έκανες πάντα!
(Το ανέκδοτο το βρήκα στην εφημερίδα ΟΦΙΤΙΚΑ ΝΕΑ του Ποντιακού Συλλόγου «Υψηλάντης» της Νέας Τραπεζούντας Πιερίας, μαζί μ’ ένα βασικό γλωσσάρι. Η υψηλή ευθύνη της μετάφρασης είναι δική μου).