Το έχω ξαναανεβάσει και το ανεβάζω πάλι, οι εκλογές στην Ιταλία, στη Σουηδία και η άνοδος της φασιστοειδούς ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες της Ευρώπης κάνουν αυτό το βιβλίο απαραίτητο για την κατανόηση της Ευρωπαϊκής ιστορίας, του φασισμού και του ναζισμού.
Του Zen Zist
Όποιος φαντάζεται ακόμη την ιστορία της Ευρώπης σαν το θρίαμβο του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας θα πρέπει να διαβάσει αυτή τη ζοφερή επισκόπηση της Ευρώπης του εικοστού αιώνα ως λίκνου της βαρβαρότητας.
Eric Hobsbawm.
Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι αρκετά γνωστός στο ελληνικό κοινό, ώστε να μη χρειάζεται κάποιες ιδιαίτερες συστάσεις.
Και είναι γνωστός λόγω μιας ιδιαίτερης σχέσης που διατηρεί με την Ελλάδα και που δεν είναι απλώς η σχέση του Βορειοευρωπαίου διανοούμενου με τον ήλιο και τη θάλασσα. Θα περιοριστώ, λοιπόν, στο να θυμίσω ότι τα δύο πρώτα βιβλία του, «Η Ελλάδα και η μεσοπολεμική οικονομική κρίση», που στηριζόταν στη διδακτορική διατριβή του και ακόμη, «Η Ελλάδα του Χίτλερ», αποτέλεσαν σημαντική συμβολή στην ιστορία της χώρας μας.
Το πρώτο πρόκειται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά, το δεύτερο έχει ήδη κυκλοφορήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Πέρα όμως από την αυστηρά επιστημονική του εργασία, ο Μαζάουερ συχνά γράφει στον αγγλικό Τύπο για ελληνικά θέματα, προκαλώντας μάλιστα και αρκετές αντιδράσεις για τις απόψεις που διατυπώνει.
Παράλληλα, ο Μαζάουερ πέρασε αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Princeton, καταλαμβάνοντας μια θέση την οποία χρηματοδοτούσε το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του εν λόγω Πανεπιστημίου και προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στο πρόγραμμα αυτό, ενώ σήμερα είναι καθηγητής στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου κι εκεί εργάζεται για την ανάπτυξη των νεοελληνικών σπουδών.
Τέλος, είχε από παλιά ένα σχέδιο για τη συγγραφή μιας Ιστορίας της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, σχέδιο του οποίου η πραγματοποίηση θα ικανοποιούσε μια σημαντική ανάγκη στην αγγλική βιβλιογραφία, ώς έναν βαθμό όμως και στην ελληνική.
Από την άποψη αυτή δεν είναι λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι συνεχίζει μια παράδοση Αγγλων ιστορικών και κατά δεύτερο λόγο ανθρωπολόγων, που είχαν δείξει ιδιαίτερο και χωρίς αμφιβολία ενεργό ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα.
Ωστόσο, ο Μαζάουερ διαφοροποιείται σε σχέση με τους περισσότερους εξ αυτών, αν όχι με όλους.
Από πολύ νωρίς επιδίωξε να αποφύγει τις πολύ αυστηρές εξειδικεύσεις σε γεωγραφικούς τομείς αλλά και σε γνωστικά αντικείμενα, όπως θα συνέβαινε αν η Ελλάδα συγκέντρωνε το αποκλειστικό του ενδιαφέρον.
Κάτι τέτοιο θα ήταν οπωσδήποτε εμπόδιο για μια διεθνή σταδιοδρομία.
Δεν δίστασε, λοιπόν, να ξεφύγει από την πεπατημένη και να κάνει «παράτολμα» ανοίγματα σε τομείς όπως τα Βαλκάνια και η Ευρωπαϊκή Ιστορία, που πολύ συχνά χρειάζονται μεγάλη προσπάθεια και πολλά χρόνια δουλειά, προκειμένου να μπορέσει κάποιος να αισθανθεί ότι τους ελέγχει ικανοποιητικά.
Και τα αποτελέσματα ήταν κάτι περισσότερο από επιτυχημένα.
Αυτό, δε, το λέω όχι ως προσωπική κι επομένως εντελώς υποκειμενική άποψη, αλλά με βάση τις βιβλιοκρισίες που έχουν δημοσιευτεί στο διεθνή επιστημονικό και μη Τύπο.
Χρησιμοποίησα μόλις προηγουμένως την έκφραση «παράτολμα ανοίγματα» και εξήγησα ότι ο κίνδυνος βρίσκεται στην ενασχόληση με αντικείμενα που είτε απαιτούν κάποιες πολύ εξειδικευμένες γνώσεις είτε αφορούν γνωστικά πεδία τα οποία έχουν δουλευτεί τόσο πολύ και από τόσο μεγάλα ονόματα ιστορικών, ώστε οι πιθανότητες να αποβούν οι συγκρίσεις υπέρ σου είναι εξαιρετικά μικρές.
Το σκόπελο αυτό, πάντως, ο Μαζάουερ τον ξεπέρασε εύκολα και με επιτυχία.
Ωστόσο, στη λέξη παράτολμος θα δώσω κι ένα άλλο περιεχόμενο και το δικαίωμα αυτό μου το δίνει ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Μαζάουερ το αντικείμενό του.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ενδεικτικός του τι ακριβώς εννοώ: «Σκοτεινή ήπειρος.
Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας».
Και το μότο του Γιόζεφ Ροτ, το οποίο βρίσκεται στην αρχή της εισαγωγής του βιβλίου, προσδιορίζει ακόμη περισσότερο και τις διαθέσεις, αλλά κυρίως τις προθέσεις του συγγραφέα: «Γιατί λοιπόν τα ευρωπαϊκά κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να διαδίδουν τον πολιτισμό και τους καλούς τρόπους σε άλλες ηπείρους;
Γιατί όχι στην ίδια την Ευρώπη;»
Σήμερα, λοιπόν, που εμείς στην Ελλάδα δηλώνουμε ενθουσιασμένοι με τον πλήρη εξευρωπαϊσμό μας, ό,τι και αν σημαίνει αυτό, μέσω της συμμετοχής της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, ο Μαζάουερ έρχεται να μας καλλιεργήσει τις επιφυλάξεις και να υποδαυλίσει όποιους ενδοιασμούς έχουμε ακόμη.
Ας διευκρινίσω ευθύς εξαρχής ότι δεν πρόκειται για ένα αντι-ευρωπαϊκό βιβλίο, για ένα βιβλίο που αρνείται ή κάνει πολεμική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε καμία περίπτωση.
Αντιθέτως, ο Μαζάουερ αντιμετωπίζει την Ευρώπη με συμπάθεια και προσπαθεί να την κατανοήσει.
Ωστόσο, η Ευρώπη του Μαζάουερ δεν είναι η Ευρώπη που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε στα βιβλία της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Με διαφορετικά λόγια, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την Ευρώπη του φωτός, του πολιτισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Σε μιαν αντίληψη, η οποία θυμίζει τις αμερικανικές απόψεις του Μεσοπολέμου και της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου για την Ευρώπη, η τελευταία γίνεται ο χώρος των σκληρών κρατικών ανταγωνισμών, των πολέμων και του φανατισμού, του εθνικισμού και των εθνικών εκκαθαρίσεων, των κοινωνικών διχασμών και των φυλετικών διακρίσεων, της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πιο ακραία μάλιστα εκδοχή της, της αμφισβήτησης και της άρνησης της δημοκρατίας, η οποία έφτασε στην Ευρώπη ακριβώς να πάρει τις πιο βασανιστικές εκφράσεις, όπως ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινισμός.
Κατά την προσωπική μου άποψη, η Ευρώπη του Μαζάουερ, «Η σκοτεινή ήπειρος» όπως την ονομάζει, είναι μια Ευρώπη πολύ πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα, παρά οι Ευρώπες των κλασικών εγχειριδίων Ευρωπαϊκής Ιστορίας, πολύ δε περισσότερο των πολιτικών.
Γιατί είναι μια Ευρώπη που δεν αγνοεί τον εαυτό της και κυρίως το παρελθόν της, αλλά το παραδέχεται και το δηλώνει ανοιχτά.
Και το παρελθόν της Ευρώπης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι άσπιλο, όπως δεν υπήρξε ποτέ άσπιλο το παρελθόν καμιάς ανθρώπινης συγκέντρωσης.
Μόνο που στη λογική του πολιτισμικού, και όχι μόνον, ιμπεριαλισμού αυτό το παρελθόν συνηθίζεται να λησμονείται, να παραβλέπεται ή να ερμηνεύεται πολύ συχνά ως παρέκκλιση από έναν κανόνα, προκειμένου να σωθούν τα προσχήματα.
Ο ναζισμός, αν πάρω αυτό το ακραίο μεν, αλλά και τυπικό συνάμα παράδειγμα, δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, όπως πολύ συχνά αναφέρεται, αντιθέτως, ήταν το έργο μιας κοινωνίας, μιας κοινωνίας καθ όλα ευρωπαϊκής, πρωτοπόρας μάλιστα στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Αν αναζητήσει κάποιος έναν συνεκτικό ιστό, μια βασική πλοκή στη «Σκοτεινή ήπειρο» θα τη βρει εύκολα και θα τη βρει στον αγώνα μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού.
Ο Μαζάουερ διαφοροποιείται ρητά στο σημείο αυτό από έναν εξέχοντα Αγγλο μαρξιστή ιστορικό, τον Ερικ Χομπσμπάουμ, ο οποίος στο βιβλίο του «Η Εποχή των άκρων» προσπαθεί να συγκροτήσει την αφήγησή του πάνω στον αγώνα μεταξύ του καπιταλισμού και του κομμουνισμού.
Ο Μαζάουερ δεν βρίσκει ότι το βάρος αυτής της πόλωσης για την Ευρωπαϊκή Ιστορία είναι τόσο σημαντικό όσο πιστεύει ο Χομπσμπάουμ.
Επιμένει ότι η σημασία του κομμουνισμού για την τύχη της Ευρώπης ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη του φασισμού.
Είναι, ίσως, η προσωπική εμπειρία που τον οδηγεί σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ασφαλώς η πολιτική ανάγνωση που κάνει της Ιστορίας και η οποία είναι διαφορετική από την ανάγνωση ενός μαρξιστή, είναι, τέλος, η άρνησή του να αποδεχθεί την πολιτική ως εξάρτημα της οικονομίας και επομένως το φασισμό ως μια άλλη μορφή του καπιταλισμού.
Η σύλληψη του βιβλίου, επομένως, στηρίζεται στην ανάγνωση μιας σύγκρουσης αξιών.
Αν αυτή τη στιγμή η Ευρώπη κάνει λόγο μόνο για τις φιλελεύθερες αξίες, ωστόσο ο φιλελευθερισμός δεν υπήρξε ούτε το μοναδικό «σύστημα αξιών» που χαρακτήρισε την Ευρώπη του εικοστού αιώνα, ούτε, πολύ περισσότερο, το επικρατέστερο, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Υπήρξε ένα σύστημα αξιών, μεταξύ άλλων, εκείνο ακριβώς που δείχνει να επικρατεί σήμερα, και για το λόγο αυτό αυτοπροβάλλει μια φανταστική μοναδικότητα.
Και θα πρέπει να προσθέσω ότι, αν μπορώ να προεκτείνω τη σκέψη του Μαζάουερ, τίποτε δεν κατοχυρώνει την ισόβια επιβίωσή του.
Ο Μαζάουερ γράφει μιαν ιστορία της Ευρώπης του 20ού αιώνα.
Μιαν ιστορία η οποία, ωστόσο, δεν θεωρεί τίποτε αυτονόητο.
Έτσι, η Ευρώπη παραμένει περισσότερο ένας ανθρωπο-γεωγραφικός χώρος, στον οποίο όλοι οι λαοί έχουν ίδια δικαιώματα.
Δεν είναι επομένως η Ευρώπη του Μαζάουερ η πολιτισμική κοινότητα, όπως ήθελαν πάντοτε οι Δυτικοευρωπαίοι να την παρουσιάζουν, ιδιοποιούμενοι κατ αυτό τον τρόπο, για λογαριασμό τους, την Ευρώπη κι επιβάλλοντας έναν πολιτισμικό διαχωρισμό, που στα χρόνια του Διαφωτισμού πήρε τη σαφέστερη μορφή του.
Με τον τρόπο αυτό ο Μαζάουερ αποφεύγει ένα τυπικό σκόπελο όλων των βιβλίων της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, την αναγκαστική αποδοχή ενός πολιτισμικού συνόρου που χωρίζει την Ευρώπη και που τη χωρίζει σε μια πολιτισμένη και σε μια βάρβαρη ζώνη.
Αποφεύγει, επίσης, την ανάγκη να αναζητήσει κάποιους κοινούς παρονομαστές που θα συγκροτούσαν μια πολιτισμική ενότητα, η οποία όμως δεν υφίσταται και επομένως θα έπρεπε να κατασκευαστεί.
Μένοντας λοιπόν στη γεωγραφία, ανάγει τη διαφορά σε γεωμετρικό τόπο της ευρωπαϊκής εμπειρίας.
Έτσι, είναι σε θέση να σχολιάσει τους πολιτικούς αφορισμούς για τη μη ευρωπαϊκότητα περιοχών όπως τα Βαλκάνια ή ακόμη και η Ρωσία και να δείξει, κατά τη γνώμη μου πολύ πετυχημένα, πόσο προκατειλημμένα είναι τα σχόλια αυτά, αλλά συνάμα και πόσο άστοχα, καθώς λησμονούν τις εγχώριες πραγματικότητες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες δεν ήσαν και εξακολουθούν να μην είναι τόσο διαφορετικές όσο συχνά λέγεται.
Στην οπτική αυτή ο Μαζάουερ στέκεται πολύ κριτικός απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν νομίζω ότι θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα ότι στον επίλογό του είναι εντελώς αρνητικός απέναντι σε κάθε προοπτική της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εδώ θα διαφωνούσα μαζί του: το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μια κοινή εξωτερική πολιτική αυτό δεν σημαίνει ότι ο δρόμος που διανύθηκε δεν είναι μεγάλος ή ότι το σημερινό επίτευγμα είναι αμελητέο.
Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο.
Και στην ίδια τη λογική του συγγραφέα αυτές οι πολυετείς παλινδρομήσεις που έφεραν την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ που σήμερα βρίσκεται, θα μπορούσαν κάλλιστα να την οδηγήσουν παραπέρα.
Είναι καθαρά θέμα των ανθρώπων.
Με άλλα λόγια, το βιβλίο του Μαζάουερ έχει έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, ενώ σε όλη την έκτασή του υφέρπει μια πολεμική σε βάρος της νεοαποικιακής αντίληψης για την Ευρώπη που εκφράζεται από τους ίδιους τους Ευρωπαίους.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, «αν θέλουμε να πάρουμε στα σοβαρά τις διαιρέσεις και τις αβεβαιότητες αυτής της ηπείρου θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη μεταφυσική, να παραιτηθούμε από την αναζήτηση μιας μυστηριώδους και ουσιαστικής Ευρώπης και να μελετήσουμε αντί γι αυτό τη συνεχή διαπάλη για τον ορισμό της σημασίας της».
Η «Σκοτεινή ήπειρος» δεν είναι απαραιτήτως ένα απαισιόδοξο βιβλίο, δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ωστόσο ότι είναι και αισιόδοξο.
Είναι ένα βιβλίο που αφήνει στον άνθρωπο την ελευθερία των επιλογών του και στους Ευρωπαίους την τύχη τους στα χέρια τους.
Καμιά εξέλιξη στο βιβλίο δεν θεωρείται προκαθορισμένη ή, με διαφορετικά λόγια, το αποτέλεσμα των αντιπαραθέσεων εξαρτάται από τη δράση των ανθρώπων, τις επιλογές τους και τη θέληση να πετύχουν τους στόχους τους.
Και προσπαθώντας να προδιαγράψει τις μελλοντικές επιλογές των Ευρωπαίων ο Μαζάουερ κλείνει το βιβλίο με μια φράση που αξίζει τον κόπο να παραθέσω:
«Αν οι Ευρωπαίοι καταφέρουν να παραιτηθούν από την απέλπιδα επιθυμία τους να ορίσουν τον εαυτό τους με έναν και μόνο τρόπο και αν μπορέσουν να αποδεχτούν μια πιο σεμνή θέση μέσα στον κόσμο, τότε ίσως τα βγάλουν πέρα ευκολότερα με τις διαφορές και τις διαφωνίες που δεν θα πάψουν να σημαδεύουν το μέλλον, όπως σημάδεψαν και τα παρελθόν τους».
ΚΩΣΤΑΣ Π. ΚΩΣΤΗΣ (Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης), ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 15/02/2002.
●
ΚΡΙΤΙΚΗ.
Ο εικοστός αιώνας του Ερικ Χόμπσμπαουμ διήρκεσε από την αρχή του Α/ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ως το τέλος της σοβιετικής εποχής, το 1991 (Η εποχή των άκρων, Θεμέλιο, 1995).
Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας του Μαρκ Μαζάουερ διήρκεσε λίγο περισσότερο από εκείνον του Χόμπσμπαουμ δηλαδή από το 1914 ως τη νίκη του Εργατικού Κόμματος στις βρετανικές εκλογές του 1997.
Ο πρώτος έγραψε μια ιστορία του περασμένου αιώνα για όλη την υφήλιο, ο δεύτερος μόνο για την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ο Χόμπσμπαουμ είδε τον αιώνα ως μια σύγκρουση του καπιταλισμού με τον κομμουνισμό.
Ο Μαζάουερ, ως έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία, στον φασισμό και στον κομμουνισμό.
Ο κομμουνισμός συνετέλεσε στην ήττα του φασισμού, αλλά στον εικοστό αιώνα η κρισιμότερη διαμάχη ήταν ανάμεσα στη δημοκρατία και στον φασισμό.
Η παρουσία του κομμουνισμού επηρέασε τη δημοκρατία λιγότερο άμεσα απ ό,τι ο φασισμός, ο οποίος ήταν εν τέλει περισσότερο επεκτατικός και απειλητικός.
Ο Μαζάουερ μας υπενθυμίζει ότι η εκτεταμένη και συστηματική βία, ο ρατσισμός και η καταπίεση και εξόντωση του «άλλου» (π.χ., των μειονοτήτων) είναι τόσο μεγάλα (αν όχι τα μεγαλύτερα) συστατικά της ευρωπαϊκής παράδοσης όσο η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός.
Τη θέση αυτή συνοψίζει ο τίτλος του βιβλίου.
Ο συγγραφέας δεν παραδοξολογεί.
Οι προκλητικές διαπιστώσεις του στηρίζονται όχι μόνο στα εμπειρικά στοιχεία αλλά και στις ερμηνείες που έδιναν σε κάθε εποχή οι σύγχρονοί της ιστορικοί, πολιτικοί αρχηγοί κ.ά.
Ανάλογα με τις ανάγκες της επιχειρηματολογίας του, παραπέμπει σε αγγλικές, γαλλικές, γερμανικές και ιταλικές πηγές.
Οι δε γεωγραφικές αναφορές του εκτείνονται ως τις εσχατιές, ανατολικές και δυτικές, της Ευρώπης, εφόσον για το βιβλίο του Μαζάουερ, που εκδόθηκε πρώτη φορά στα αγγλικά το 1998, όπως και για τη σχεδόν ταυτόχρονη μονογραφία του Νόρμαν Ντέιβις (Europe: Α History, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996), ευρωπαϊκή ιστορία σημαίνει οπωσδήποτε και ιστορία της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η αίσθηση ότι ο Μαζάουερ έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του είναι ήδη οικεία στους έλληνες αναγνώστες των προγενέστερων, βραβευμένων βιβλίων του που αφορούν την Ελλάδα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, όπως και του μεταγενέστερου βιβλίου The Balkans (Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 2000 – μεταφράζεται στα ελληνικά).
Τα βιβλία Σκοτεινή ήπειρος και The Balkans έχουν κοινά χαρακτηριστικά την πλούσια αλλά ποτέ κουραστική τεκμηρίωση και το απομυθοποιητικό ύφος με το οποίο ο Μαζάουερ διαλέγεται με άλλες ιστορικές ερμηνείες.
Και τα δύο είναι περισσότερο θεματικά βιβλία, τα οποία καλύπτουν συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα, παρά γενικά εγχειρίδια ιστορίας.
Ειδικά η Σκοτεινή ήπειρος προϋποθέτει κάποιες γνώσεις για τα ιστορικά γεγονότα, καθώς και για γνωστές επιστημονικές διαμάχες τις οποίες ο συγγραφέας υπαινίσσεται μάλλον παρά αναλύει (π.χ., τη διαμάχη Α.J. Ρ. Taylor και Alan Bullock για τον Χίτλερ).
Ο Μαζάουερ πάντως μας υπενθυμίζει και γεγονότα με σημασία, όπως, π.χ., ότι ήδη επί Λένιν η Σοβιετική Ενωση είχε αποκτήσει στοιχεία κρατικής οργάνωσης που αργότερα θα χαρακτηρίζονταν σταλινικά ή ότι δώδεκα εκατομμύρια Γερμανοί εγκατέλειψαν ή εκδιώχθηκαν από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη κατά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι γεγονότα που αφορούν τη σύγχρονη θεματολογία της ιστορικής έρευνας (βλ. το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου για την οικογένεια, την υγιεινή και το σώμα).
Οι θεωρητικές παραδοχές του έργου δηλώνονται εξαρχής:
Στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα συγκρούστηκαν συστήματα αξιών και ιδεολογίες μάλλον παρά κοινωνικές τάξεις.
Η πολιτική δεν είναι παρακολούθημα των αντιφάσεων του οικονομικού συστήματος.
Και, το κυριότερο, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία δεν είναι συνώνυμα της Ευρώπης.
Ο φασισμός και ο σταλινισμός δεν ήταν επινοήσεις παραφρόνων ούτε εξαιρέσεις από κάποιον γενικό κανόνα αλλά πιθανές εναλλακτικές εκδοχές συγκρότησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα έτυχαν ευρείας αποδοχής.
Σε γενικές γραμμές, το επιχείρημα του συγγραφέα είναι πειστικό, αν και αρκετά ιδεαλιστικό ώστε να μη δίνει πρωταρχική σημασία στις συγκρούσεις των κοινωνικών τάξεων και των φυλετικών διακρίσεων.
Το βιβλίο είναι τόσο εύγλωττο ώστε να έχει προκαλέσει θετικές κριτικές σε έντυπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως το Business Week, το New Statesman και το Literary Review.
Εν τούτοις, ως εξιστόρηση του αιώνα που πέρασε, το βιβλίο είναι ετεροβαρές, γιατί στην τριακονταετία 1918-1949 αφιερώνονται επτά από τα έντεκα κεφάλαιά του.
Καθώς αυτή ήταν περίπου η περίοδος της ανόδου και της πτώσης του φασισμού, δεν είναι παράδοξο που ο συγγραφέας δίνει έμφαση στη διαπάλη δημοκρατίας και φασισμού.
Η συνέπεια ωστόσο είναι ότι η εξιστόρηση του μεταπολεμικού κόσμου και ιδίως της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ελλιπής.
Σε σύγκριση με το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, η ευρωπαϊκή ήπειρος δεν ήταν «σκοτεινή» κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Το πιο αδύναμο τμήμα του βιβλίου του, όπως αφήνει να εννοηθεί και ο Κώστας Π. Κωστής (Ελευθεροτυπία, 15 Φεβρουαρίου 2002), είναι ο επίλογος, όπου ο Μαζάουερ εκδηλώνει έναν έντονο σκεπτικισμό για το ευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό πρότυπο, θεωρώντας το ένα επίπλαστο κατασκεύασμα από το οποίο έχουν προσεκτικά απαλειφθεί ο φασισμός, ο σταλινισμός, η αποικιοκρατία και η κλιμάκωση της βίας που χαρακτήρισαν μεγάλο μέρος της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Ισως ο συγγραφέας υπερτονίζει τα στοιχεία αυτά επειδή άλλοι ιστορικοί τα είχαν υποτιμήσει.
Στην προσπάθειά του όμως να δείξει πόσο «σκοτεινή» ήταν η Ευρώπη του προηγούμενου αιώνα, ισχυρίζεται ότι «η πίστη των Ευρωπαίων στον εαυτό τους τούς έκανε να θεωρήσουν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα ότι αποτελούσαν πολιτισμικό μοντέλο για όλη την υφήλιο.
Η εμπιστοσύνη τους στην παγκόσμια αποστολή της Ευρώπης ήταν ήδη φανερή τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα και έφτασε στο απόγειό της στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Ο Χίτλερ ήταν από πολλές απόψεις η κορυφαία της μορφή…» (σ. 380).
Ο ισχυρισμός αυτός, απροσδόκητα γενικευτικός για έναν ιστορικό-μάστορα των αποχρώσεων, θα πρέπει να απορριφθεί από όσους ούτε ξεχνούν τον Χίτλερ ούτε θεωρούν τον ναζισμό κορυφαία κατάληξη του διαφωτισμού, του εξορθολογισμού και της σύγχρονης τεχνολογίας, δηλαδή, συνοπτικά, της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Το ίδιο προβληματικός είναι ένας ακόμη ισχυρισμός του επιλόγου του βιβλίου: «… η δημοκρατία βολεύει τους Ευρωπαίους σήμερα· οι Ευρωπαίοι δέχονται τη δημοκρατία, επειδή δεν πιστεύουν πια στην πολιτική» (σ. 379).
Η νωχελική αντιμετώπιση κάποιων πολιτικών ηγεσιών ή ακόμη και ορισμένων εκλογικών διαδικασιών από τους Ευρωπαίους δεν μας επιτρέπει να φθάσουμε σε συμπεράσματα για τη δημοκρατία ως πολιτικό καθεστώς στο σύνολό του.
Η έλλειψη ενθουσιασμού για ορισμένες όψεις του δημοκρατικού συστήματος δεν συνεπάγεται χλιαρή υποστήριξη του συστήματος γενικά.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εκείνες τις φορές που επιθυμεί να προκαλέσει για χάρη της πρόκλησης, ο Μαζάουερ είναι ένας σπουδαίος αφηγητής.
Στην απόλαυση του βιβλίου συντελούν η ρέουσα μετάφραση και οι διευκρινιστικές υποσημειώσεις του Κώστα Κουρεμένου, καθώς και το εξώφυλλο και ο σχεδιασμός της δερματόδετης ελληνικής έκδοσης.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης).
ΤΟ ΒΗΜΑ , 10-03-2002.