Ως Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τα ζητήματα των παρακολουθήσεων της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων ως πύλη εισόδου για τα βαθύτερα προβλήματα των παραβιάσεων του κράτους δικαίου στην Ελλάδα που λειτουργούν σωρευτικά εις βάρος της δημοκρατίας.
Γαβριήλ Σακελλαρίδης
Η αφορμή είναι προφανώς η υπόθεση των υποκλοπών που ήρθε να επικαθίσει πάνω σε μία σειρά δημοκρατικών ελλειμμάτων που προϋπήρχαν, είτε ως συνέπεια άμεσων πολιτικών επιλογών, είτε ως συστημικά προβλήματα.
Για ένα Ινστιτούτο όπως το Eteron η θεματική αυτή παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, κυρίως από την πλευρά που καθιστά το θέμα αυτό της επικαιρότητας κομβικό για τη λειτουργία της δημόσιας συζήτησης, της ουσίας του διαλόγου, του κράτους δικαίους, της λογοδοσίας και της διαφάνειας και των προτάσεων θεσμικής θωράκισης. Δηλαδή κομβικών πυλώνων της λειτουργίας της δημοκρατίας.
Γιατί έχει σημασία να συζητάμε για τις υποκλοπές;
Από τον Αύγουστο η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα έχει μπει σε μία νέα σφαίρα. Οι αποκαλύψεις για την υπόθεση των υποκλοπών σε τηλέφωνα δημοσιογράφων και πολιτικών που φώτισε συστηματικά η εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία -με σειρά δημοσιευμάτων από τις αρχές του 2022- μετατόπισε τις τεκτονικές πλάκες της πολιτικής σκακιέρας, προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη αλλά κυρίως ανέδειξε το κεντρικό ζήτημα της ιδιωτικότητας και του απορρήτου των επικοινωνιών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως βασικό πυλώνα του κράτους δικαίου.
Ο ρόλος της ΕΥΠ -με τον “κλασικό” τρόπο των υποκλοπών των τηλεφώνων- καθώς και οι ιδιώτες πάροχοι υπηρεσιών παγίδευσης με παράνομα λογισμικά που μετατρέπουν τα κινητά σε συσκευές παρακολούθησης της προσωπικής ζωής, έχουν δημιουργήσει ένα δυστοπικό σκηνικό διαρκούς κατασκοπίας ατόμων δημόσιου ενδιαφέροντος.
Το ζήτημα των υποκλοπών έχει ανοίξει με τη σειρά του μία σειρά από σοβαρά θέματα που βάζουν προβληματικές στη δημόσια συζήτηση:
- Πόσο απειλείται η ιδιωτικότητα και το απόρρητο των επικοινωνιών σε ένα καθεστώς πολυπληθών και εντελώς αδιαφανών παρακολουθήσεων;
- Πόσο εργαλειοποιούνται οι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» για την αιτιολόγηση τετοιων πρακτικών;
- Ποιοι είναι οι μηχανισμοί λογοδοσίας και διαφάνειας των μυστικών υπηρεσιών και σε ποιους εντέλει οφείλουν να λογοδοτούν σε μία δημοκρατία;
- Ποια είναι σε τελική ανάλυση τα όρια του «απορρήτου» στη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών και μήπως αυτό είναι το μόνο «απόρρητο» που διαφυλάσσεται ως «κόρην οφθαλμού» για να συσκοτίζει τη λογοδοσία;
- Τί συμβαίνει με τις απόρρητες συμβάσεις που συνάπτει το δημόσιο με ιδιωτικές εταιρείες για λόγους «εθνικής ασφάλειας»; Παραμένουν απόρρητες και εκτός λογοδοσίας ακόμα και όταν υποκρύπτουν σκάνδαλα;
- Πώς μπορεί να λειτουργήσει μία δημοκρατία όταν παρουσιάζεται ως “συνήθης πρακτική” ή στην καλύτερη ως «σφάλμα» η παρακολούθηση πολιτικών και δημοσιογράφων;
Η ανάπτυξη τεχνολογιών κατασκοπίας και οι “συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα” στο πεδίο αυτό από την μία απαιτούν δημοκρατική εγρήγορση και από την άλλη θεσμικό και ελεγκτικό πλαίσιο που να ακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και να δίνει τη δυνατότητα στους αρμόδιους φορείς να ελέγχουν, να τεκμηριώνουν και να καταστέλλουν τέτοιου τύπου πρακτικές αποδίδοντας διαφάνεια και καθιστώντας υπόλογους όσους καταφεύγουν σε αυτές.
Η υπόθεση των υποκλοπών δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα μία είδηση, όπως σωστά έχει ειπωθεί. Θίγει στον πυρήνα του το κράτος δικαίου και τελικά την ίδια τη δημοκρατία.
Γιατί όμως έχει σημασία να συζητάμε για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία;
Τον τελευταίο καιρό διαρκώς αναμασάται το επιχείρημα ότι είναι πολυτέλεια να συζητάμε για το ζήτημα των υποκλοπών. Από τις παραινέσεις του τύπου “το θέμα δεν ενδιαφέρει”, μέχρι τις πιο πολιτικά “αιτιολογημένες” θέσεις που ισχυρίζονται εμμέσως ότι είναι ελιτίστικη η ενασχόληση με ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης και ανατιμήσεων, συγκροτείται ένα αστερισμός -ρητών και υπόρρητων- επιχειρημάτων που επιχειρούν να υποβαθμίσουν εργαλειακά το ζήτημα των υποκλοπών και κατ’ επέκταση της σημασίας του κράτους δικαίου.
Η υπεράσπιση του κράτους δικαίου όμως δεν μπορεί να τίθεται αντιπαραθετικά ως πολιτική προτεραιότητα με τα υπόλοιπα ζητήματα, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά, όσο πιο άμεσα κι αν επηρεάζουν με υλικό τρόπο την καθημερινότητα των πολιτών. Γιατί οι κανόνες του κράτους δικαίου, όπως ορίζονται συνταγματικά στην χώρα μας και όπως προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει επικυρώσει η Ελλάδα, πέραν της τυπικότητας, ορίζουν τους κανόνες, το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η πολιτική αντιπαράθεση πάνω σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα.
Χωρίς τον σεβασμό, χωρίς την ουσιαστική ύπαρξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συγκροτούν το κράτος δικαίου, οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική αντιπαράθεση μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς κανόνες ναρκοθετώντας τη δημοκρατία, αλλά και διαπαιδαγωγώντας την κοινωνία στην αντιπαράθεση χωρίς όρια και στην υποταγή στο «δίκαιο του πιο ισχυρού».
Για να γίνει πιο κατανοητό το επιχείρημα, ας πάρουμε το παράδειγμα που επικαλείται ως σημαντικότερο θέμα συζήτησης και αφορά την ενεργειακή κρίση και και την ακρίβεια. Χωρίς τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου πως μπορεί να συζητηθεί πολιτικά και κοινωνικά η ενεργειακή κρίση; Χωρίς την ύπαρξη διαφάνειας και λογοδοσίας πως θα ενημερωθεί η κοινωνία για το τί πραγματικά πράτει η εκάστοτε κυβέρνηση, ποιον ευνοεί, ποιον αδικεί και ποιος εν τέλει πληρώνει τον λογαριασμό; Χωρίς πλουραλιστική λειτουργία των ΜΜΕ πως μπορούν να διαμορφώσουν άποψη οι πολίτες; Χωρίς την διαφύλαξη των δικαιωμάτων της διαμαρτυρίας, του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας έκφρασης πώς μπορεί κάποιος/α που διαφωνεί να εκφράσει άποψη;
Πολύ περισσότερο, χωρίς τον σεβασμό της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών (ειδικά των πολιτικών και των δημοσιογράφων, χωρίς να απαξιώνουμε την καθολικότητα της ιδιωτικότητας) πως μπορούμε να συζητάμε για δημόσια διαβούλευση κρίσιμων ζητημάτων με σοβαρούς όρους;
Η υποτίμηση του κράτους δικαίου σε σχέση με κρίσιμα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα είναι σαν να προετοιμάζει ένας προπονητής μία ποδοσφαιρική ομάδα να κατέβει στον αγώνα, να κάνει σχέδια, αναλύσεις και σενάρια, αλλά το γήπεδο να είναι διαρκώς ανηφορικό για την ομάδα αυτή, οπότε όλα τα προηγούμενα να γίνονται μάταια. Χρειάζεται αγώνας και πίεση για την εξασφάλιση ίσων όρων, ώστε να μπορεί να διεξαχθεί οποιαδήποτε συζήτηση και πολιτική που αφορά τους πολίτες και τις ζωές τους.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι Διευθυντής Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή
Πρώτη δημοσίευση ieidiseis.gr