Τα τελευταία χρόνια έχει συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός μελετών για την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Η περίοδος από το 1974 μέχρι και σήμερα (αν και υπάρχουν πλήθος διαφωνίες για το πότε ακριβώς ολοκληρώνεται η Μεταπολίτευση, αν έχει όντως ολοκληρωθεί) έχει μπει σε πολιτικό, οικονομικό, ιστορικό και κοινωνιολογικό (ακόμα και λογοτεχνικό) μεγεθυντικό φακό, αλλά οι αναφορές στην πολιτισμική διάσταση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας (όπως κάποιοι ονομάζουν τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες) παραμένουν από λίγες ώς ελάχιστες. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει το πολυσέλιδο έργο του Δημήτρη Τζιόβα «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό σε μετάφραση Ζωής Μπέλλα-Αρμάου και Γιάννη Στάμου από τις εκδόσεις Gutenberg (το βιβλίο βγήκε στα αγγλικά πέρσι, Bloomsbury Publishing, 2021).
Με αργές πλην σταθερές μεταβολές, η Ελλάδα μετατοπίζεται μετά την εδραία πολιτική αλλαγή του 1974 από το πεδίο της πολιτικής στο πεδίο της κουλτούρας, περνώντας εκ παραλλήλου από την πολιτισμική ομοιογένεια στην ετερογένεια και στον πλουραλισμό. Ο Τζιόβας, που είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας και έχει τιμηθεί με το κρατικό Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το 2021, εννοεί την κουλτούρα και τον πολιτισμό υπό διπλή έννοια: από τη μια πλευρά πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο γεννιούνται και διαμορφώνονται οι σύγχρονες ταυτότητες (ιδεολογικές, πολιτικές, φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές και γλωσσικές) και από την άλλη για τα προϊόντα της τέχνης, κυρίως της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Τζιόβας ξεκινάει παρατηρώντας πως η Ελλάδα βρέθηκε κατ’ επανάληψη μετά το 1974 παγιδευμένη ανάμεσα σε διχαστικά δίπολα, σε δυαδικές αντιθέσεις που μας ταλαιπωρούν ακόμα και τώρα με τη μονομέρειά τους. Ο ίδιος, που χρησιμοποιεί με ανοιχτό και πολυσυλλεκτικό πνεύμα τον θεωρητικό οπλισμό του, αποφεύγει ευθύς εξαρχής να εγκλωβιστεί σε παρόμοια σχήματα, προκρίνοντας αντ’ αυτών την υβριδική σύνθεση και τον συνεχή διάλογο. Για παράδειγμα, η λαϊκή κουλτούρα ενισχύθηκε μεταπολιτευτικά έναντι της λόγιας, οδηγώντας σε ένα νέο κράμα, ενώ από τη μεριά του το ελληνικό κράτος μπορεί να προωθεί την ομογενοποίηση και τις αξίες της Δύσης, παραμένοντας ταυτοχρόνως πελατειακό. Σύμφωνα με ένα άλλο παράδειγμα, οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού καταδικάζουν την ικανότητα της Ελλάδας να προσαρμοστεί στα δυτικά δεδομένα, δεν πρέπει, παρόλα αυτά, να ξεχνάμε πως υπάρχουν πολλαπλοί πολιτισμοί και εκσυγχρονισμοί, καθώς και το ότι οι αρνητές της εκσυγχρονιστικής τάσης είναι πιθανό να εκφράζουν την παρωχημένη κουλτούρα της πολιτισμικής αυτάρκειας.
Στο κέντρο των προβληματισμών του Τζιόβα, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του βιβλίου, βρίσκεται η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Μιλώντας παλαιότερα στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, για το βιβλίο του «Greece in Crisis- The Cultural Politics of Austerity» (IB Tauris, 2017), ο συγγραφέας σημείωνε: «Η κρίση αναμφίβολα προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον καθώς η Ελλάδα για μεγάλο διάστημα κυριαρχούσε στα διεθνή μέσα. Πολλοί ξένοι ήθελαν να μάθουν για το τι συμβαίνει στη χώρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι για πρώτη φορά έχουμε τόσα βιβλία και άρθρα στα αγγλικά γραμμένα από Έλληνες, οπότε και οι ίδιοι οι Έλληνες συμμετέχουν στη διαμόρφωση της διεθνούς εικόνας της χώρας. Ενώ παλαιότερα την εικόνα της χώρας τη διαμόρφωναν σχεδόν αποκλειστικά οι ξένοι με τα γραπτά τους, τώρα όλο και περισσότεροι Έλληνες δημοσιεύουν στα αγγλικά από μελέτες και άρθρα σε εφημερίδες μέχρι λογοτεχνικά κείμενα και προσωπικές μαρτυρίες. Οπότε η διεθνής εικόνα της χώρας είναι πια πολυσχιδής και πολυπρισματική και επαφίεται στον καθένα να τη διαμορφώσει ανάλογα με τα αναγνώσματά του». Στην ίδια γραμμή κινείται ο Τζιόβας και με την ανά χείρας δουλειά του. Η οικονομική κρίση έθεσε επί τάπητος, ή μάλλον αναθέρμανε και αναβίωσε, ένα παλαιότερο ζήτημα, το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας, συμπυκνωμένο στο εξής ερώτημα: το ελληνικό έθνος αποτελεί προϋπάρχουσα οντότητα ή ερμηνευτική κατασκευή; Οριστικές απαντήσεις δεν έχουν δοθεί μέχρι και τις ημέρες μας, καταλαβαίνουμε όμως πλέον καλύτερα πώς μπαίνουν στη συζήτηση λέξεις ή όροι όπως «κουλτούρα» και «ταυτότητα».
Στα θέματα της μετανάστευσης και συνακόλουθα της ετερότητας, που απασχολούν εν εκτάσει άλλο τμήμα της μελέτης του, ο Τζιόβας υπογραμμίζει πως από το συγκεντρωτικό και ομογενοποιητικό κράτος οδεύουμε σιγά-σιγά προς την αποδοχή του άλλου τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο. Και οι ίδιοι οι ιστορικοί, ωστόσο, που παρακολουθούν, εκτός των άλλων, τα φαινόμενα της καθημερινής ζωής και συμβίωσης, θα επικεντρωθούν διαδοχικά από την ιδέα της αντικειμενικής ιστορίας στην παραδοχή της υποκειμενικότητας και στον μεταμοντερνισμό, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το πολιτικό στοιχείο.
Ως προς τη γλώσσα, ένα επίσης κρίσιμο θέμα της Μεταπολίτευσης, η καθιέρωση της δημοτικής έβαλε τέλος σε μια πολυετή και άκρως εριστική διαμάχη, η καθαρεύουσα, εντούτοις, άφησε το λόγιο στίγμα της στην κοινή νεοελληνική, χωρίς πάντως να καταπραΰνει τους φόβους της παρακμής, της λεξιπενίας και του εκλατινισμού, σε συνδυασμό με τις παρατεταμένες συγκρούσεις για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο σχολείο. Στη λογοτεχνία πάλι, η ποίηση δίνει μεταπολιτευτικά τη θέση της στην πεζογραφία και στην αυξημένη εκδοτική παραγωγή, με το μυθιστόρημα να στρέφεται προς το ατομικό και προς τη μεταμοντέρνα έννοια της ασύστατης πραγματικότητας, της μερικής αλήθειας και της αποσπασματικής ιστορίας, διερευνώντας τις πιο διαφορετικές εκδοχές και όψεις του κοινωνικού περίγυρου.
Και για να προχωρήσουμε και σε περαιτέρω διαστάσεις της κουλτούρας και του πολιτισμού, στην τηλεοπτική σφαίρα έγινε η μετάβαση από το κρατικό μονοπώλιο στην ιδιωτική πολυτυπία, αλλά με πολλαπλές πολιτικές, οικονομικές και κομματικές εμπλοκές. Και στο σινεμά, όμως, αφήσαμε τον εμπορικό παλαιό ελληνικό κινηματογράφο για να πάμε στον νέο κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου με την έμφαση στην πολιτική και στην Ιστορία και με τα υποβλητικά και μελαγχολικά τοπία, και για να βρεθούμε κατόπιν στους κλειστούς οικογενειακούς χώρους του Γιώργου Λάνθιμου.
Ως προς τη νεανική, την έμφυλη και τη σεξουαλική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, φοιτητές και κινήματα νεολαίας εγκατέλειψαν μετά το 1974 την κομματική εξάρτηση υπέρ της ανεξιθρησκείας και της αυτοοργάνωσης ενώ τα ανάλογα ίσχυσαν για τα θέματα του γυναικείου φύλου, με τα δικαιώματα να πολλαπλασιάζονται, αλλά με την αυτονομία των γυναικείων οργανώσεων να παραμένει σε υστέρηση, ενώ αυξημένη μοιάζει πια και η ορατότητα των ομοφυλοφιλικών αιτημάτων. Ο Τζιόβας κάνει λόγο και για το πώς φτάσαμε από τη λατρεία και τις φανταστικές προβολές της αρχαίας Ελλάδας στην ιστορική της ανακάλυψη, καθώς και στον μύθο ή τον εξωτισμό, που επιστημονικοί κλάδοι όπως οι μετααποικιακές σπουδές θα θεωρήσουν από το 1980 και εφεξής δείγμα υποτέλειας και μείωσης της εθνικής ανεξαρτησίας.
Οι πόλεμοι και οι περιπέτειες της ελληνικής κουλτούρας συνεχίζονται. Παρόλα αυτά, το βιβλίο του Τζιόβα συνιστά μια ολοκληρωμένη και ψύχραιμη προσέγγιση, που βασίζεται στην προσεκτική, εις βάθος ανάλυση, φιλοτεχνώντας εκ παραλλήλου μια ανάγλυφη και γεμάτη γόνιμες αντιθέσεις εικόνα για την Ελλάδα της τελευταίας πεντηκονταετίας. Εικόνα πολυμερής και πολύμορφη, παραδοσιακή και νεωτερική, ανοιχτή προς τον κόσμο (Δύση και Ανατολή), αλλά και προς κάθε πολιτισμική εξέλιξη στην εγχώρια και τη διεθνή σκηνή.