Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις -είδος που ευδοκιμεί σε (υπερ)επάρκεια μετά τις εμφανίσεις πρωθυπουργού και αρχηγών στην ΔΕΘ- καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: η κοινωνία υποφέρει, η κυβέρνηση ηγεμονεύει ανενόχλητη. Εξηγείται αυτή η αντίφαση;
Στην πιο πρόσφατη από αυτές (Metron Analysis για το Mega), έξι στους δέκα πολίτες εκτιμούν πώς η χώρα πορεύεται προς την λάθος κατεύθυνση.
Την ίδια ώρα, η ευθυγράμμιση των στοιχείων που έδωσαν στη δημοσιότητα (για την ελληνική οικονομία) η Eurostat και η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν τον παραπάνω πίνακα. Το 17% των πολιτών βρίσκεται στην ζώνη της φτωχοποίησης (η χώρα είναι μεταξύ των τεσσάρων ευρωπαϊκών κρατών με το υψηλότερο ποσοστό), ο αριθμός, δε, εκείνων που φτωχοποιούνται είναι κατά 2% περισσότεροι απ΄ ότι στην προηγούμενη καταγραφή.
Το 80% του εισοδήματος των φτωχότερων καταναλώνεται σε διατροφή, ενοίκιο, και μεταφορές, ήτοι απομένει το 20% για την κάλυψη όλων των υπολοίπων αναγκών, μεταξύ των οποίων και η πληρωμή των λογαριασμών ενέργειας κλπ.
Εύλογο, ως εκ τούτου, το ερώτημα: πώς μία κοινωνία που επιβιώνει στο όριο συνεχίζει να επικροτεί τις κυβερνητικές πολιτικές τις οποίες καταδικάζει; Μία απάντηση θα ήταν ότι αυτή η ίδια κοινωνία έχει αντιληφθεί πως η κρίση είναι διεθνής και ως εκ τούτου δεν επιρρίπτει την τελική ευθύνη στην κυβέρνηση. Όμως, η ίδια δημοσκόπηση μάλλον το αναιρεί…
Στις χαμηλότερες επιδόσεις της κυβέρνησης -άρα, με αναγνώριση της ευθύνης-, συγκαταλλέγονται οι τομείς: εργασιακά (62%), εγκληματικότητα (63%), αντιμετώπιση πληθωρισμού (65%), αντιμετώπιση της διαφθοράς (68%). Ενώ, από την άλλη, στις υψηλότερες επιδόσεις αναγνωρίζονται τα επιτεύγματα στον τουρισμό (77%), ο ψηφιακός μετασχηματισμός (65%), η αμυντική θωράκιση της χώρας (61%), και η εξωτερική πολιτική (50%).
Ό,τι αφορά, δηλαδή, την ακρίβεια και την ζοφερή οικονομική καθημερινότητα προκαλεί αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής, επικροτούνται, από την άλλη, εκείνα που αφορούν το εθνικό συναίσθημα (ελληνοτουρκικά, εξοπλισμοί), η αύξηση της τουριστικής κίνησης και οι επιδόσεις του Κυριάκου Πιερακκάκη. Πώς επιβραβεύεις, όμως, δημοσκοπικά/πολιτικά μια κυβέρνηση που αποτυγχάνει στα θέματα επιβίωσης, και επιτυγχάνει να ενισχύσει την άμυνα, φέρνει (καταφανώς συγκυριακό για εξωγενείς λόγους) περισσότερους τουρίστες και παραδίδει πλατφόρμες που, αναμφίβολα, διευκολύνουν την πρόσβαση σε γραφειοκρατικές διαδικασίες που παλαιότερα ήταν χρονοβόρες;
Μία άποψη που υπάρχει αμφισβητεί την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων. Μάλλον δεν είναι απολύτως σωστή, αφού δεν μπορείς να δέχεσαι το κύμα αμφισβήτησης των κυβερνητικών πολιτικών στο φάσμα της καθημερινής/ πραγματικής οικονομίας, και να απορρίπτεις τα ποσοστά της Πρόθεσης Ψήφου. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: πώς η πολιτική ηγεσία μιας κοινωνίας σε κρίση επιβίωσης απολαμβάνει ηγεμονία και δεν έχει χάσει παρά μόνο …0,1% από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα, όταν έχουν μεσολαβήσει λογαριασμοί ρεύματος, ρήτρες αναπροσαρμογής, πληθωρισμός με έκρηξη τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ, και επιπλέον οι υποκλοπές και η καταβαράθρωση του κράτους δικαίου;
Η αξιωματική αντιπολίτευση δικαιούται να θέτει θέμα αξιοπιστίας των μετρήσεων, υποχρεούται, όμως, να λάβει υπόψη της και μία άλλη παράμετρο. Την πιθανή δική της ευθύνη να μην μπορεί να προβάλει (ακόμα) πειστικό σχέδιο εναλλαγής στην διακυβέρνηση.
Αυτό είναι που πρέπει να “σπάσει” ο Αλέξης Τσίπρας: να διεκδικήσει την αυθόρμητη προτίμηση των πολιτών και όχι μόνο την αρνητική ψήφο στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κι αυτό διότι η αρνητική ψήφος έχει αρκετές διόδους διαφυγής, από την αποχή, μέχρι τα μικρότερα κόμματα. Και η μάχη της απλής αναλογικής προσφέρεται γι αυτό. Να μετακινηθεί, δηλαδή, στρατηγικά και τεκμηριωμένα από το “γιατί όχι ο Μητσοτάκης”, στο “γιατί ναι ο Τσίπρας”.
Για να το επιτύχει, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να “κανονικοποιηθεί” και να πείσει το εκλογικό σώμα πως είναι πρωτογενής και ασφαλής επιλογή διακυβέρνησης, και όχι η ενδιαφέρουσα και συμπαθητική, πλην όμως απρόβλεπτη (όπως, για μια σειρά λόγων που δεν είναι της παρούσης, συνέβη από το ’15 μέχρι το ΄19 σε συνθήκες μνημονίων) μεταβλητή του πολιτικού συστήματος. Η έννοια της δικαιοσύνης (“Δικαιοσύνη για όλους”) στην οποία ποντάρει πρέπει να συνυπάρξει με την έννοια της ασφάλειας για μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Εάν δεν το πράξει, δύσκολα θα επιτύχει τον στόχο του, και ο δικομματισμός θα παραμείνει κουτσός. Θα διαθέτει, δηλαδή, έναν πυλώνα ισχυρό (Ν.Δ) που θα αντιμετωπίζεται με επιείκεια επειδή δεν θα έχει καταστεί εξίσου ισχυρός και ασφαλής ο δεύτερος πυλώνας…
Υ.Γ Από τις δημοσκοπήσεις κρατήστε την Πρόθεση Ψήφου, ίσως και την Αναγωγή. Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη και το περιθώριο σφάλματος (+ – 3%), που, συνήθως, πρέπει να εκτιμάται προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω. Οι Εκτιμήσεις Ψήφου είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενες επιστημονικά και μάλλον αποπροσανατολιστικές…