Επιτέλους, το Βερολίνο δείχνει να αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση δεν πάει και τόσο καλά για τη Γερμανία και ότι, τέλος πάντων, ίσως κάτι πρέπει να γίνει. Ωστόσο, οι ιδέες που βγαίνουν από τα γερμανικά κέντρα εξουσίας, αντί να αμβλύνουν την εντύπωση της αμηχανίας, την ενισχύουν.
Του Γιάννη Γούναρη
Ήδη από την έναρξη του ουκρανικού πολέμου υπήρχε μία χώρα της (δυτικής) Ευρώπης που δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό των ανατολικών κρατών-μελών για τον αποκλεισμό οποιασδήποτε συζήτησης περί διευθέτησης της κρίσης με διπλωματικά μέσα και για την άνευ ετέρου αποδοχή του αμερικανικού δόγματος ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να λήξει παρά μόνο με «ταπεινωτική ήττα της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης». Η χώρα αυτή ήταν η Γαλλία. Οι Γάλλοι συνειδητοποίησαν νωρίς ότι ο πόλεμος αυτός θα γινόταν καταλύτης για την οριστική πρόσδεση της Ευρώπης στην αμερικανική σφαίρα επιρροής και για τον ενταφιασμό οποιασδήποτε προοπτικής για μια ευρωπαϊκή γεωπολιτική χειραφέτηση – για την περίφημη «ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία», που ήταν το μεγάλο όνειρο του Προέδρου Μακρόν.
Ωστόσο, στο παραδοσιακό ευρωπαϊκό οικοδόμημα –που δεν υπάρχει πια– στη θέση του οδηγού δεν ήταν η Γαλλία μόνη της, καθώς τη μοιραζόταν με τη Γερμανία. Και είναι εντυπωσιακή η αμηχανία και η αβουλία με την οποία έχει αντιδράσει ο έτερος πόλος του γαλλογερμανικού άξονα στις κοσμοϊστορικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, που αλλάζουν το πρόσωπο της Ευρώπης με ρυθμούς τόσο ραγδαίους, που φαίνεται οι ηγεσίες της λεγόμενης «παλαιάς Ευρώπης» να μην μπορούν καν να τους παρακολουθήσουν.
Επιτέλους, το Βερολίνο δείχνει να αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση δεν πάει και τόσο καλά για τη Γερμανία και ότι, τέλος πάντων, ίσως κάτι πρέπει να γίνει. Ωστόσο, οι ιδέες που βγαίνουν από τα γερμανικά κέντρα εξουσίας, αντί να αμβλύνουν την εντύπωση της αμηχανίας, την ενισχύουν.
Πρώτο παράδειγμα, ο ίδιος ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο οποίος μέχρι σήμερα έδειχνε να ανησυχεί περισσότερο για τη διατήρηση των ισορροπιών στον κυβερνητικό του συνασπισμό, όπου οι Πράσινοι (για δεύτερη φορά μετά τη δεκαετία του 1990) αναδεικνύονται στην πλέον φιλοπόλεμη παράταξη στη Γερμανία. Φυσικά, η δέσμευση του (υπό τον έλεγχο των Πρασίνων) γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών ότι η αποστολή όπλων στην Ουκρανία θα συνεχιστεί «για όσο χρειαστεί» συνοδεύεται από την επανάληψη της διαβεβαίωσης ότι η Γερμανία δεν θα στείλει ποτέ στρατεύματα στα ουκρανικά πεδία μάχης. Οι πρωτοβουλίες του ίδιου του Σολτς περιορίζονται σε μια –περιορισμένης αποτελεσματικότητας– εκστρατεία ανεύρεσης εναλλακτικών πηγών ενέργειας για την ασθμαίνουσα γερμανική βιομηχανία.
Αναζητώντας μια ευκαιρία να δείξει ότι παραμένει επίκαιρο, το Βερολίνο τη βρήκε στο ζήτημα της ένταξης νέων κρατών-μελών, με πρώτη την Ουκρανία, ο πρόεδρος της οποίας δεν έχει πάψει να απαιτεί την είσοδο της χώρας του στην ΕΕ εδώ και τώρα, χωρίς να τηρηθεί καν η προβλεπόμενη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και της ενσωμάτωσης του κοινοτικού κεκτημένου. Στη λίστα αναμονής βρίσκονται ακόμη οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, χωρίς ωστόσο πολλές προοπτικές ένταξης στο άμεσο μέλλον. Ακολουθώντας, λοιπόν, μια έμφυτη γερμανική τάση προς τον ιδεαλισμό, ο Σολτς αποφάσισε να παρέμβει σε αυτή την καθαρά υποθετική συζήτηση, αγνοώντας πολύ πιο επείγοντα και αληθινά προβλήματα και προτάσσοντας, αντ’ αυτού, ένα ακόμα πιο υποθετικό (και μη ρεαλιστικό) ζήτημα: τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» της ΕΕ. Πράγματι, ο ζήλος των Γερμανών στην αναζήτηση φιλόδοξων προτάσεων για το μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ανταγωνίζεται επάξια τον αντίστοιχο των Γάλλων και προσωπικά του Μακρόν, ο οποίος, συν τοις άλλοις, ομοίως έχει συνδέσει τη διεύρυνση της ΕΕ με τη μεταρρύθμιση των θεσμών της, προτείνοντας μάλιστα το σχήμα της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας ως ανομολόγητο υποκατάστατο της ένταξης.
Εν ολίγοις, ο Σολτς προτείνει να ενσωματωθούν στις Συνθήκες ισχυρότερες διατάξεις για το κράτος δικαίου και να δοθούν νέες εξουσίες στην ΕΕ, ώστε να επιβάλλει κυρώσεις (πάλι αυτή η λέξη) σε κράτη-μέλη για παραβάσεις, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό θα ήταν απολύτως απαράδεκτο για την Πολωνία και την Ουγγαρία, πιθανώς δε και για άλλες χώρες. Προτείνει, επίσης, να μειωθεί ο αριθμός των Επιτρόπων ενόψει της διεύρυνσης, κάτι εξίσου απίθανο να γίνει δεκτό ιδίως από τα μικρότερα κράτη-μέλη. Η σημαντικότερη όμως πρόταση του Γερμανού Καγκελαρίου είναι η κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας στο Συμβούλιο επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και η αντικατάστασή της με ένα σύστημα σταθμισμένης πλειοψηφίας (εικάζει κανείς, σταθμισμένης με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνεται μεγαλύτερο βάρος στο γαλλογερμανικό δίδυμο λόγω πληθυσμού).
Φυσικά, στην ΕΕ η κατάργηση της ομοφωνίας απαιτεί ομοφωνία, ακόμα κι αν δεν γίνει μεταρρύθμιση των Συνθηκών αλλά χρησιμοποιηθούν οι λεγόμενες ρήτρες paserelle, που επιτρέπουν την εναλλαγή από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, σε οποιοδήποτε σενάριο, η Ουγγαρία, η Πολωνία και τα μικρομεσαία κράτη-μέλη (όπως η Ελλάδα) θα έπρεπε να συμφωνήσουν στην αφαίρεση του μοναδικού όπλου που διαθέτουν έναντι των ισχυρών: του εθνικού βέτο. Μπορεί κανείς να εικάσει τις πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο στο ορατό μέλλον.
Από μια εκ διαμέτρου διαφορετική οπτική γωνία, έκανε την επανεμφάνισή του ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η επιρροή του οποίου στη γερμανική πολιτική δεν πρέπει να υποτιμάται, ακόμα και εάν δεν είναι πια στο προσκήνιο. Στην τελευταία του δημόσια παρέμβαση, ο Σόιμπλε αποκηρύσσει το δικό του όραμα για μια γαλλογερμανική Kerneuropa, εκκινώντας από την (προφανή) διαπίστωση ότι το γαλλογερμανικό δίδυμο απέτυχε οικτρά να αποτρέψει τον πόλεμο και να έχει οποιονδήποτε λόγο για τον τερματισμό του. Ωστόσο, αρνούμενος να αποδεχθεί ότι ένα από τα μεγάλα θύματα του ουκρανικού πολέμου είναι το πρόταγμα για μια κυρίαρχη Ευρώπη με ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, εγκαταλείπει τον παροιμιώδη (σε βαθμό κυνισμού) ρεαλισμό του, προτείνοντας το ως άνω δίδυμο να γίνει… τρόικα, εντάσσοντας την Πολωνία ως ισότιμο εταίρο της ηγετικής ομάδας για την «ευρωπαϊκή ενοποίηση», η οποία όμως ουδόλως ενδιαφέρει ως ζητούμενο τη Βαρσοβία.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Ευρωπαϊκή Τριάδα του Σόιμπλε θα λειτουργούσε εκτός πλαισίου ΕΕ, καθαρά σε διακυβερνητικό επίπεδο. Το Βερολίνο, το Παρίσι και η Βαρσοβία θα καλούσαν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (εντός και εκτός της ΕΕ, καθώς θεωρητικά η ιδέα περιλαμβάνει ακόμα και αυτόν τον ηγήτορα του ατλαντισμού, που είναι η Βρετανία) να συμμετάσχουν στο «συνασπισμό των πρόθυμων» πάνω σε μια σειρά ζητημάτων, από την άμυνα και τη διπλωματία, ως το άσυλο και τη μετανάστευση. Με άλλα λόγια, θα παραγκώνιζε το υπερτροφικό θεσμικό σύστημα των Βρυξελλών υπέρ μιας πολυεθνικής στρατηγικής συμμαχίας, υπό την ηγεσία των τριών κυρίαρχων κρατών. Προφανώς, το γερμανικό βαθύ κράτος (και όχι μόνο αυτό) έχει αντιληφθεί ότι η κοινοτική μέθοδος έχει φτάσει στα όριά της και ότι απλά δεν λειτουργεί πλέον, ενώ, από την άλλη πλευρά, αν κάποιος δύναται να έχει γνώση και γνώμη για την επάρκεια και τις ικανότητες της σημερινής Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτό είναι το ίδιο το Βερολίνο, που την επέβαλε σε αυτή τη θέση.
Τούτου λεχθέντος, η πρόταση για μια αναδιοργάνωση του Ευρωπαϊκού Project, όπου η ίδια η ΕΕ δεν παίζει κανέναν ουσιαστικό ρόλο, είναι, το δίχως άλλο, τόσο ρηξικέλευθη όσο και ένδειξη απόγνωσης, καθώς τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας αναζητούν μανιωδώς οδό διαφυγής από το αδιέξοδο, στο οποίο όμως τα ίδια έχουν φέρει την Ευρώπη, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Γι’ αυτό, η πρόταση του Σόιμπλε δεν είναι μικρότερο άλμα πίστης από αυτήν του Σολτς ή τις αλλεπάλληλες ιδέες του Μακρόν. Διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την ιδέα ότι μια πρόσκληση προς την Πολωνία να ενταχθεί ως συνηγεμόνας σε ένα γαλλογερμανικό κέντρο ισχύος θα την απομάκρυνε από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και θα επανέφερε ως εκ θαύματος τη χαμένη ισχύ της παλαιάς Ευρώπης έναντι των ανατολικών κρατών; Ή ότι μια ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας που συνδιευθύνει η Πολωνία θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από παράρτημα της πολιτικής ασφαλείας των ΗΠΑ, οι οποίες, έχοντας ήδη πετύχει την ευρωπαϊκή υποταγή στο δικό τους στρατηγικό δόγμα διά της αριστοτεχνικής αξιοποίησης της Νέας Ευρώπης (για να θυμηθεί κανείς τον μακαρίτη Ντόναλντ Ράμσφελντ), θα έκαναν ξαφνικά στροφή 180 μοιρών, επιτρέποντας στα (δυτικο)ευρωπαϊκά κράτη να αποκτήσουν ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική;
Ασφαλώς, είναι δύσκολο για τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά, όπως έχουν τα πράγματα, πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι δεν ηγούνται αυτές της Ευρώπης, αλλά η Ουάσιγκτον. Η πλήρης απουσία τους όταν κατέρρευσαν οι Συμφωνίες του Μινσκ και οι ΗΠΑ ανέλαβαν ανοιχτά τη διαχείριση της σύγκρουσης Δύσης – Ρωσίας, με την Ουκρανία να παίζει τον ρόλο του proxy -ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της στάσης της Μόσχας από το 2014 κι έπειτα, μετέτρεψε την ΕΕ σε δομή υποστήριξης του ΝΑΤΟ, μεταξύ άλλων με την επινόηση κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που κατά το πλείστον έπληξαν την ίδια περισσότερο από τον δεδηλωμένο στόχο τους. Οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την έξοδο από αυτή την απελπιστική θέση προϋποθέτει την παραδοχή αυτού του γεγονότος. Κάτι που είναι απίθανο να συμβεί.
*Του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 8ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ
πηγή: enainstitute.org