Όλες οι εκτιμήσεις/προβλέψεις για την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών υπόκεινται σε καθεστώς μεγάλης αβεβαιότητας λόγω της επικρατούσας κατάστασης του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος.
Του Κώστα Μελά
Απτό δείγμα οι προβλέψεις του Προϋπολογισμού για το 2022 σε σχέση με αυτές που ενσωματώνονται για το ίδιο έτος στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2023.
Πίνακας 1
Οι εκτιμήσεις/προβλέψεις για το έτος 2022 όπως απεικονίζονται στον πίνακα 1, διαφέρουν σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη και μάλιστα στα περισσότερα από αυτά οι αποκλείσεις είναι σημαντικές.
Επεξηγήσεις επί αυτών των αποκλίσεων μπορούν να υπάρξουν αρκετές, το σύνολο των οποίων κάνουν αποκλειστικά αναφορά στην υπάρχουσα αβεβαιότητα. Επομένως, με δεδομένη την αβεβαιότητα, καλό είναι να είμαστε επιφυλακτικοί και για τις εκτιμήσεις που αφορούν το έτος 2023 (Πίνακας 2)
Πίνακας 2
Για το 2023, σύμφωνα με το Προσχέδιο, όλα τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας θα κινηθούν σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2022 ενσωματώνοντας εκτιμήσεις για τις δυσμενείς επιπτώσεις του περιβάλλοντος αυξημένης αβεβαιότητας και ενεργειακής κρίσης στην οικονομία, τα οποία που τροφοδοτούνται από την παρατεταμένη διεθνή γεωπολιτική ένταση.
Έτσι μειώνονται οι εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, της δημόσιας κατανάλωσης, των επενδύσεων και διευρύνονται οι αντίστοιχες για μεγέθυνση του εμπορικού ελλείμματος και πιθανότατα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι εκτιμήσεις αυτές ενδέχεται να αποδειχθούν λανθασμένες στην περίπτωση που οι πληθωριστικές πιέσεις διατηρηθούν ή ενταθούν (ιδίως στα ενεργειακά αγαθά και τα τρόφιμα και τη στέγαση), οπότε θα σημειωθεί περαιτέρω η επιβάρυνση στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ολόκληρο το 2022 βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος.
Δυσμενή σενάρια ενδεχόμενης ύφεσης στην Ευρωζώνη, καθώς και αυξημένων κινδύνων διασφάλισης ενεργειακής επάρκειας, προβλέπεται να ασκήσουν περαιτέρω αρνητικές πιέσεις στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα οι εκτιμήσεις ότι οι τιμές των εισαγωμένων προϊόντων θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία επαυξάνουν τους κινδύνους για μεγαλύτερα εξωτερικά ελλείμματα.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η προγραμματιζόμενη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης υπόκειται στην αβεβαιότητα των εξελίξεων και στην ανάγκη πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που αφήνουν ένα ερωτηματικό στον τρόπο χρηματοδότησής των.
Πέρα από τις εκτιμήσεις, όμως, υπάρχουν ορισμένες εξελίξεις οι οποίες θεωρούνται, εξ αντικειμένου. Έτσι δεδομένη εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται ότι η αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν αμοιβής της μισθωτής εργασίας θα κινηθεί σε επίπεδα χαμηλότερααπό τον πληθωρισμό, γεγονός που αναθεωρεί προς τα κάτω την αναλογία ιδιωτικής κατανάλωσης– εισοδήματος από μισθωτή εργασία ενισχύοντας τους κινδύνους περαιτέρω μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η ασκηθείσα επιδοματική πολιτική απέκρυπτε την αλήθεια για το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα της μισθωτής εργασίας[1], το οποίο βρισκόταν σε τάση μείωσης τουλάχιστον από το 2021.
Επίσης, εξ αντικειμένου εξέλιξη, θα πρέπει να θεωρείται η άνοδος των επιτοκίων και η συνεχιζόμενη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Εξέλιξη που θα έχει αρνητικές επιδράσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις αλλά και στην αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους.
[1] Κ. Μελάς, Διαθέσιμο εισόδημα, επιδοτήσεις , αγοραστική δύναμη. https://www.kostasmelas.gr/2022/01/diathesimo-eisodima-epidotiseis-kai-agorastiki-dynami/
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας