Ένας μετά τον άλλο οι πολυμερείς οργανισμοί ( ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) αλλά και οι Κεντρικές Τράπεζες των ισχυρών οικονομιών του πλανήτη προχωρούν σε δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας με αναφορά κυρίως το έτος 2023 αλλά και τον επερχόμενο χειμώνα του 2022. Οι πιο πρόσφατές δυσοίωνες προβλέψεις είναι αυτές του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) που δημοσιεύτηκαν στην ενδιάμεση έκθεσή του, με τίτλο «Πληρώνοντας το τίμημα του πολέμου».
Του Κώστα Μελά
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας ανακόπηκε στο δεύτερο εξάμηνο του 2022 και ότι το 2023 θα είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν πριν από ένα έτος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οργανισμού τα πραγματικά εισοδήματα μπορεί να είναι χαμηλότερα κατά περίπου 2,8 τρις δολάρια σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν ένα χρόνο πριν, ποσό που αντιστοιχεί στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.
Το κλειδί προκειμένου να εξηγηθεί η επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι η γενίκευση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής καθοδηγούμενη από το μεγαλύτερο του αναμενομένου ύψους του πληθωρισμού. Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική μηδενικής ανοχής στη πανδημία COVID-19 που εφαρμόζει η Κίνα.
Ο ΟΟΣΑ βλέπει τη γενική τάση αύξησης των επιτοκίων στις μεγάλες οικονομίες ως βασικό παράγοντα επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης. ‘Άλλοι παράγοντες είναι η διάβρωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, η χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και οι υψηλές τιμές της ενέργειας και κυρίως του φυσικού αερίου.
Για το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο 1,25%, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι θα αυξηθεί στο 4% το 2023, ενώ εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει όλα τα περιθώρια ευελιξίας στην επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα που έχει στον ισολογισμό της και λήγουν, ώστε να περιορίσει τον χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό στην Ευρωζώνη.
Το τίμημα θα είναι μεγαλύτερο για την Ευρωζώνη, για την οποία προβλέπεται απότομη μείωση της μεγέθυνσης σε μόλις 0,3% το 2023 και ότι ο πληθωρισμός σε μέσα επίπεδα θα μειωθεί στο 6,2% από 8,1% φέτος. Για το 2023 ο συνδυασμός (α) της αύξησης των επιτοκίων, (β) των πολύ υψηλών τιμών φυσικού αερίου, (γ) της σταδιακής, περαιτέρω απόσυρσης της κρατικής βοήθειας για λόγους δημοσιονομικούς και (δ) της εξάντλησης της ‘καταπιεσμένης’ ζήτησης, ενδεχομένως οδηγήσει τις οικονομικές εξελίξεις στην ζώνη του ευρώ πιο κοντά στο χειρότερο σενάριο παρά στο σενάριο βάσης. Με απλά λόγια υπάρχει κίνδυνος ύφεσης σε αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες κατά τους χειμερινούς μήνες και ότι μία μεγαλύτερη μείωση των προμηθειών ενέργειας από τη Ρωσία θα οδηγήσει σε σημαντικά μεγαλύτερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το βασικό σενάριο. Δεδομένου ότι τιμές του φυσικού αερίου και του ρεύματος είναι ήδη πολύ υψηλές και θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω στην περίπτωση που υπάρξουν ελλείψεις στην Ευρώπη. Τέτοιες ελλείψεις θα μπορούσαν να προκύψουν αν δεν υλοποιηθούν στην αναμενόμενη έκταση οι προμήθειες ενέργειας εκτός της ΕΕ ή αν η ζήτηση του αερίου είναι εξαιρετικά μεγάλη λόγω ενός βαρύ χειμώνα.Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι παγκόσμιες τιμές του φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 50% από το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν κατά 10% και των λιπασμάτων κατά 25%.
Το σοκ από τη νέα αύξηση των τιμών ενέργειας εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε χαμηλότερη μεγέθυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό σενάριο, δηλαδή πολλές χώρες της θα είναι σε ύφεση όλο το 2023, ενώ η ανάπτυξη θα εξασθενίσει και το 2024.
Συναφείς είναι και οι προβλέψεις της ΕΚΤ η οποία εκτιμά ότι για το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται σε ελαφρά θετική στο σενάριο βάσης (+0,9%) αλλά αρνητική στο χειρότερο σενάριο (-0,9%).
Οι πιέσεις λόγω ενεργειακών ελλείψεων είναι ένα μακροχρόνιο πρόβλημα, που θα καταστήσει την Ευρώπη φτωχότερη και λιγότερο ανταγωνιστική, ενώ θα την επιβαρύνει με υψηλότερο δημόσιο χρέος. Η αντιμετώπισή του, ταυτόχρονα με την ανάσχεση του υψηλού πληθωρισμού, θα προκαλέσει φθορές που θα επουλωθούν σταδιακά. Οι ενεργειακές κρίσεις συνήθως προξενούν τραύματα σε βάθος χρόνου. Η κρίση στην ενέργεια διαβρώνει την ανταγωνιστικότητά της και την καθιστά φτωχότερη. Η Ευρωζώνη, η οποία στο παρελθόν είχε μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, τώρα εμφανίζει υψηλό έλλειμμα.
Φυσικά, κι άλλα μέρη του κόσμου έχουν υποστεί ζημιές στην οικονομία τους , αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση. Οι ΗΠΑ είναι η μεγάλη νικήτρια, γιατί καλύπτει το κενό της Ρωσίας προμηθεύοντας την Ευρώπη με αέριο σχιστόλιθου σε εξωφρενικές τιμές. Η Κίνα δεν παράγει πολύ πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ευρώπη. Η χώρα μείωσε ορισμένες εισαγωγές φυσικού αερίου και κάλυψε το κενό με εξόρυξη εγχώριου άνθρακα. Επιπλέον, αγόρασε ρωσικό πετρέλαιο με έκπτωση σε σχέση με την τιμή της διεθνούς αγοράς. Αντιθέτως, η Ευρώπη κατέβαλλε πάντα υψηλό τίμημα για το ρωσικό φυσικό αέριο με την ακολουθούμενη αδιέξοδη πολιτική των οικονομικών κυρώσεων που καταστρέφουν σιγά αλλά σταθερά και την ΕΕ και την Ρωσία.
Η άνοδος του δολαρίου, του βασικού νομίσματος για το διεθνές εμπόριο και τις συναλλαγές, ενδέχεται να επισπεύσει την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και να κλιμακώσει τις πληθωριστικές πιέσεις λόγω της αύξησης των τιμών των εισαγωγών που αποτιμώνται στο αμερικανικό νόμισμα. Μάλιστα, οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών για στήριξη των εθνικών νομισμάτων τους αποτυγχάνουν εν μέρει λόγω του δολαρίου που συνεχίζει να ανεβαίνει γεγονός που διευκολύνει τον εισαγόμενο πληθωρισμό και δυσκολεύει όλο και περισσότερο τη μεγέθυνση των οικονομιών τους.Το ευρώ, το γιεν και η στερλίνα έχουν διολισθήσει σε πολυετή χαμηλά έναντι του αμερικανικού νομίσματος, όπως αντίστοιχα και τα νομίσματα αναδυόμενων οικονομιών.
Παράλληλα, όμως, το αμερικανικό νόμισμα ενισχύεται και από τις δυσοίωνες προβλέψεις στον υπόλοιπο κόσμο, με την Ευρώπη να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός οικονομικού πολέμου με τη Ρωσία και με την Κίνα αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη επιβράδυνση των τελευταίων ετών. Για τις ΗΠΑ βέβαια, το ισχυρότερο δολάριο σημαίνει φθηνότερες εισαγωγές, καλύτερη βάση για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη στο εξωτερικό για τους Αμερικανούς.
Ωστόσο, για τον υπόλοιπο κόσμο, η άνοδος του δολαρίου είναι βραχνάς. Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε ότι η διεθνής οικονομία οδεύει προς ύφεση και ότι αναμένεται μια σειρά οικονομικών κρίσεων στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες θα τους επιβαρύνουν για πολύ καιρό.
Το ισχυρό δολάριο καθιστά ακριβότερα τα χρέη των αναδυόμενων οικονομιών, τα οποία διογκώθηκαν από την επέλαση του κορωναϊού. Σύμφωνα μάλιστα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, εκτιμάται ότι οι αναδυόμενες οικονομίες θα έχουν μέχρι το τέλος του 2023 χρέη ύψους 83 δισ. δολαρίων. Οι μνήμες από την κρίση χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ζωντανεύουν.
Παράλληλαοι υψηλές αναλογίες χρέους εταιρειών και κυβερνήσεων αποτελούν βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί. Καθώς αυξάνονται τα ποσοστά και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, πολλοί οργανισμοί ζόμπι, νοικοκυριά ζόμπι, επιχειρήσεις, τράπεζες, σκιώδεις τράπεζες και χώρες ζόμπι πρόκειται να πεθάνουν. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος μπορεί να επιβιώσει.
Γενικά η κατάσταση είναι περισσότερο κρίσιμη από αυτό που αφήνουν να διαφανεί οι κυβερνήσεις. Αν προσθέσουμε και τους κινδύνους από τις γεωπολιτικές εξελίξεις η κατάσταση επιβαρύνεται σε μέγιστο βαθμό.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας