Από την Ιταλία έως τη Βραζιλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, πολιτικοί ηγέτες δείχνουν πια να ασπάζονται έναν ακροδεξιών καταβολών αυταρχισμό απηχώντας και αναπαράγοντας ολοένα περισσότερο απόψεις και θέσεις που θα μπορούσαν να εκφράζονται από ηγέτες όπως είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Οι ψηφοφόροι στην Ιταλία εξέλεξαν τον περασμένο μήνα μια εθνικίστρια πολιτικό, την Τζόρτζια Μελόνι, το κόμμα της οποίας κηρύσσει την αναστροφή της παγκοσμιοποίησης.
Στη Βραζιλία από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρο, που συγκέντρωσε υψηλότερο ποσοστό από εκείνο που αναμενόταν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 2 Οκτωβρίου, έχει φροντίσει ήδη να σπείρει αμφιβολίες αναφορικά με τα αποτελέσματα του επερχόμενου δεύτερου και τελευταίου γύρου των προεδρικών εκλογών που αναμένεται στις 30 Οκτωβρίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ψηφοφορία μπορεί να νοθευτεί σε βάρος του από τις συνωμοτούσες ελίτ της χώρας.
Αλλά και στις Φιλιππίνες φέτος, οι ψηφοφόροι εξέλεξαν πρόεδρο τον γιο του πρώην δικτάτορα Φερδινάντο Μάρκος.
Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επιτέθηκε, από το βήμα ομιλίας του, στις δυτικές ελίτ που αρνούνται και υπονομεύουν την θρησκευτική πίστη και τις παραδοσιακές αξίες, όπως υποστήριξε. Η ρητορική του ωστόσο αυτή απηχεί όσα υποστηρίζουν τα τελευταία χρόνια πολλοί πολιτικοί της δεξιάς και σε άλλες δημοκρατικές χώρες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη απορρίψει ως προϊόν νοθείας όσα από τα μελλοντικά εκλογικά αποτελέσματα δεν ευνοούν τους Ρεπουμπλικάνους, ενώ και οι Ρεπουμπλικάνοι που παίρνουν μέρος ως υποψήφιοι στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στην πλειονότητά τους εξακολουθούν να απορρίπτουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2020.
Τριάντα χρόνια έπειτα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, από εξελίξεις που είχαν ανοίξει δηλαδή τον δρόμο προς μια νέα εποχή δημοκρατικής διακυβέρνησης και επέκτασης του παγκόσμιου εμπορίου, το δημοκρατικό κύμα των προηγούμενων δεκαετιών έχει αντικατασταθεί σε πολλές χώρες από ένα κύμα αυταρχισμού, σημειώνει ο Μαρκ Φίσερ σε άρθρο του στην Washington Post.
H παγκοσμιοποίηση, η πολιτική πόλωση, η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς έχουν κάνει πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται προδομένοι από τις κυβερνήσεις τους, καταρρακωμένοι και μόνοι, συνεχίζει ο Φίσερ στο άρθρο του, αναζητώντας τις αιτίες πίσω από την «αντιδραστική» στροφή πολλών ψηφοφόρων που αναζητούν πλέον «εθνικιστικές λύσεις» εκλέγοντας στην εξουσία αυταρχικούς πολιτικούς σε πολλές χώρες.
Ο Μαρκ Φίσερ βλέπει το εν λόγω μοτίβο να αναπαράγεται από χώρα σε χώρα, και τους αυταρχικούς ηγέτες να αναπτύσσουν ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ τους. Για του λόγου το αληθές, όπως σχολιάζει ο δημοσιογράφος της Washington Post, τόσο ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν όσο και η νικήτρια των τελευταίων ιταλικών εκλογών Τζόρτζια Μελόνι έχουν πάρει μέρος ως ομιλητές σε εκδηλώσεις (Conservative Political Action Conferences) της American Conservative Union στις ΗΠΑ που είχε συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση του Ντόναλντ Τραμπ.
«Η τάση που βλέπουμε αντανακλά μια απογοήτευση σε ολόκληρο τον κόσμο απέναντι στη δημοκρατική διαδικασία που αποτυγχάνει να αναδείξει αποτελεσματικούς, χαρισματικούς ηγέτες. Από χώρα σε χώρα, διαδίδεται η ιδέα ότι χρειαζόμαστε ισχυρούς ηγέτες που φέρνουν αποτελέσματα (σ.σ. “get things done”)», δηλώνει στην Washington Post ο Nikolas Gvosdev, καθηγητής σπουδών εθνικής ασφάλειας του U.S. Naval War College.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εάν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι η ύπαρξη αυτού που ο Μπάιντεν αποκαλεί «μάχη για την ψυχή του έθνους». Για τον Μπάιντεν, η απειλή είναι ο αυταρχισμός. Για τον Τραμπ από την άλλη πλευρά, η απειλή είναι ο σοσιαλισμός και τα εσωτερικά δεινά των ΗΠΑ ως «αποτυχημένου έθνους».
Αυτή η πόλωση είναι ένα διαβρωτικό γεγονός και αντικατοπτρίζει τις διαιρέσεις που οδηγούν και άλλες μεγάλες δημοκρατίες στο να αγκαλιάσουν λαϊκιστές, δεξιούς ηγέτες που υπόσχονται μια επιστροφή στην τάξη, στις παραδοσιακές αξίες και στα συμφέροντα των εργαζομένων, σημειώνει ο Μαρκ Φίσερ μέσα από τις σελίδες της Washington Post.
Ο Ντόναλντ Τραμπ από την πλευρά του, έχει εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον Σι Τζινπίνγκ, ακόμη και για τον Σαντάμ Χουσεϊν στο παρελθόν.
Δεν είναι τυχαίο ότι λαϊκιστές ηγέτες, πολλοί από αυτούς χωρίς πολιτικό υπόβαθρο, ανεβαίνουν σε πολλές χώρες την ίδια εποχή. «Σε κάθε μια από αυτές τις χώρες, τα ακροδεξιά κινήματα έχουν εκμεταλλευτεί τις δυσαρέσκειες που έγιναν πολύ πιο έντονες από την παγκοσμιοποίηση», λέει στην Washington Post η Kathleen Frydl,, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. «Κάθε χώρα έχει τους δικούς της λόγους για τους οποίους ο αυταρχισμός γίνεται ελκυστικός, τις δικές της ανισότητες ή φυλετικές εντάσεις», συνεχίζει.
Τα τρία «P»
Σύμφωνα με τον διακεκριμένο συγγραφέα – δημοσιογράφο – ακαδημαϊκό από τη Βενεζουέλα, Moisés Naím, οι αυταρχικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο κινούνται στην παρούσα φάση γύρω από τρία κοινά στοιχεία: τον λαϊκισμό (Populism), την πόλωση (Polarization) και τη μετά-αλήθεια (Post-truth).
Για τον Naím, οι λαϊκιστές ηγέτες χρησιμοποιούν το «διαίρει και βασίλευε». «Μέσα από πολιτικές ταυτότητας (identity politics), τα κόμματα γίνονται κάτι σαν αθλητικοί σύλλογοι, πολώνοντας. Και με την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια ποιον να πιστέψουν.»
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, στις επιχειρήσεις, στα μέσα ενημέρωσης και σε άλλους σημαντικούς θεσμούς βρίσκεται σε πτώση εδώ και δεκαετίες, ενώ είναι παράλληλα πολλοί εκείνοι που αξιολογούν ως σημαντικότερη την οικονομική τους κατάσταση από τη διαφύλαξη δημοκρατικών δικαιωμάτων και διαδικασιών.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Monmouth, το 54% των ερωτηθέντων αξιολογεί ως πιο σημαντικό θέμα την οικονομία και το κόστος ζωής, ενώ το 38% υποστηρίζει ότι ανησυχεί περισσότερο για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι βάζουν την οικονομία πρώτη σε ποσοστό 71%, ενώ οι Δημοκρατικοί βάζουν πρώτα τα δικαιώματα σε ποσοστό 67%.
Ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες και ακαδημαϊκοί φοβούνται ότι αυτή η εποχή της αυταρχικής διακυβέρνησης θα έχει διάρκεια διεθνώς.
Άλλοι, αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι το αυταρχικό κύμα θα είναι βραχύβιο και ότι θα υποχωρήσει όταν αρχίσει να γίνεται εκ των πραγμάτων προφανές ότι οι ακροδεξιοί λαϊκιστές που αποκτούν τα ηνία χωρών δεν κομίζουν λύσεις σε πρακτικό επίπεδο ούτε μπορούν να τηρήσουν πολλές από τις υποσχέσεις τους. Οι αυταρχικοί που θα πάρουν την εξουσία ωστόσο, θα επιχειρήσουν να την κρατήσουν για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, οι λανθάνουσες τάσεις προς τον εξτρεμισμό συχνά παραμένουν σε μια κοινωνία.
Για να βγει μια χώρα από το αυταρχικό σπιράλ, απαιτούνται κινήσεις από τα πάνω (από χαρισματικούς πολιτικούς ηγέτες) και/ή από τα κάτω (από ακτιβιστές, συνδικάτα, πολιτικές ομάδες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών).
«Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατάρρευση ενός αυταρχικού καθεστώτος, αλλά γνωρίζουμε τα συστατικά: Εκλογές, ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, όρια θητείας», σχολιάζει από την πλευρά του ο Moisés Naím.
Πηγή: the Washington Post