«Η κυβέρνηση δείχνει να αντέχει την πίεση», παρά το γεγονός ότι «ακρίβεια, μισθολογικά, θέματα εξωτερικής πολιτικής, συνθήκες εργασίας και ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας βρίσκονται εδώ και αρκετό καιρό στην κορυφή της σχετικής λίστας», των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία αναφέρει σε άρθρο του στο libre ο Άγγελος Σεριάτος, Επικεφαλής Πολιτικών Ερευνών της Prorata και Υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμη.
Σύμφωνα με το κ. Σεριάτο, αυτό είναι κάτι που εξηγείται αν αναλύσει κανείς τα αποτελέσματα των μετρήσεων που περιγράφουν την ΝΔ ως μια «συγκριτικά πιο αξιόπιστη πολιτική δύναμη» και τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ που φέρει αντιφατικά χαρακτηριστικά στην εικόνα του. Βάσει αυτών θα γίνει και η αξιολόγηση των πολιτών όταν θα κληθούν να ψηφίσουν και να επιλέξουν το κόμμα που θα στηρίξουν στην κάλπη.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Στη μεγάλη εικόνα της περιόδου καταγράφεται διευρυμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο κύμα ακρίβειας που πιέζει ασφυκτικά τους πολίτες. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία είναι πολλά και σημαντικά.
Ακρίβεια, μισθολογικά, θέματα εξωτερικής πολιτικής, συνθήκες εργασίας και ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας βρίσκονται εδώ και αρκετό καιρό στην κορυφή της σχετικής λίστας.
Και όλα αυτά εντός ενός συναισθηματικού καμβά, οι κεντρικότερες ψηφίδες του οποίου είναι η απογοήτευση, ο θυμός και η απελπισία. Εντούτοις, η κυβέρνηση δείχνει να αντέχει την πίεση, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του 30%-35% των εκλογέων και κυριαρχώντας στο πεδίο του εκλογικού ανταγωνισμού ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για ένα zero-sum παιχνίδι:
- Η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή το υπολειπόμενο 60%-65% των εκλογέων, είτε διαμοιράζεται μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων, είτε δεν πείθεται από αυτές.
Που οφείλεται όμως η αντοχή της κυβέρνησης και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να αυξήσει ορατά τη δική του επιρροή ώστε να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό;
H ΝΔ παρά τη σημαντική φθορά που έχει υποστεί συνεχίζει και πείθει τη μεγαλύτερη μερίδα των ψηφοφόρων ότι είναι η συγκριτικά πιο αξιόπιστη πολιτική δύναμη. Την ίδια στιγμή, έχει υφάνει μεθοδικά ένα πολύ συγκεκριμένο αφήγημα, το οποίο αφορά στην διατήρηση της έστω όχι ιδανικής κανονικότητας και σταθερότητας μέσα σ’ ένα κόσμο ασταθή, απευθυνόμενη με μια πολυσυλλεκτική ατζέντα σε ένα ευρύ φάσμα του εκλογικού σώματος:
- Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει στοχευμένη επιδοματική πολιτική, αυξάνει τον κατώτατο μισθό και προχωράει σε προσλήψεις στο δημόσιο, την ίδια στιγμή που ιδιωτικοποιεί, υπερασπίζεται το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» και αγοράζει αμυντικό εξοπλισμό, πετυχαίνοντας έτσι να δίνει την αίσθηση ότι παρά την κεντροδεξιά της πυξίδα δεν διστάζει για το καλό του τόπου να υπερβαίνει συχνά την διαίρεση «Αριστερά-Δεξιά», ευθυγραμμιζόμενη με την «κοινή λογική».
Το αν η συγκεκριμένη στρατηγική θα της εξασφαλίσει τελικά μια ακόμα εκλογική νίκη μένει να φανεί. Πάντως προς την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιεί με συνέπεια μια συγκεκριμένη μεθοδολογία.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα. Η ικανοποίηση από το αντιπολιτευτικό του έργο περιορίζεται (δικαίως ή αδίκως λίγο αφορά τις δημοσκοπήσεις) εδώ και αρκετό καιρό σε ποσοστό χαμηλότερο της εκλογικής του επιρροής. Και η χαμηλή αξιολόγηση του έργου του εξηγείται από ένα εξαιρετικά αντιφατικό πλαίσιο εντός του οποίου ο πολιτικός λόγος του κόμματος δεν προσλαμβάνεται μόνο ως δημαγωγικός, αόριστος και ανεφάρμοστος αλλά την ίδια στιγμή από μια άλλη σημαντική μερίδα ψηφοφόρων και ως χωρίς έμπνευση και όραμα. H φαινομενικά αντιφατική αυτή κριτική αντιστοιχεί στις αρκετές – και από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες – όψεις του εξασθενημένου αλλά ως ένα βαθμό επιμένοντος αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, αντικατοπτρίζοντας παράλληλα την πολιτική και εκλογική ευθραυστότητα του κόμματος.
Είναι όμως δύο ακόμα κρίσιμα στοιχεία που με ορίζοντα τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο βάζουν φρένο στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Πρώτον, το γεγονός ότι το κόμμα επιλέγει στρατηγικά να ανεβάζει τους τόνους στην μέγιστη ένταση για όλα τα θέματα, σημαντικά και λιγότερα σημαντικά. Και αυτό έχει ως συνέπεια να δίνει την αίσθηση του «χωρίς λόγο φασαριόζου» για τον οποίο τα πάντα αποτελούν αιτία πολέμου.
Με αυτόν τον τρόπο αναπαράγεται το έλλειμα αξιοπιστίας του ως μηχανισμού αφού δίνει την αίσθηση ότι δεν επιλέγει τις μάχες που θα δώσει μέχρις εσχάτων αλλά επιχειρεί «να ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα» άκριτα μέσω οποιασδήποτε περίστασης. Δεύτερον, έχει πιαστεί σε μια παγίδα κριτικής της οποίας το περιεχόμενο δεν δείχνει να κατανοεί πλήρως: Από τη ΝΔ και αρκετά μίντια μπαίνουν συχνά δύο ζητήματα. Αφενός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έχει προγραμματικές θέσεις και αφετέρου ότι ακόμα και αν έχει θέσεις δεν υπάρχουν τα χρήματα για να υλοποιηθούν. Κοινή συνισταμένη ότι είναι ένα κόμμα δημαγωγικό (ή καταχρηστικά όπως χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο «λαϊκίστικό»). Δεν είναι τυχαίο ότι η εντυπωσιακή προσπάθεια που κάνει το κόμμα της Αριστεράς το τελευταίο διάστημα να παρουσιάσει τις προγραμματικές θέσεις που έχει παράξει προσκρούει ξανά στο ερώτημα «που θα βρείτε τα λεφτά;», χωρίς να υπάρχει από όσους ρωτάνε ειλικρινής αγωνία να μάθουν την απάντηση. Ακριβώς διότι η ερώτηση λειτουργεί αποκλειστικά ως ιδεολόγημα για να αναπαράγεται και να ενυπώνεται η αφήγηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ένα κόμμα δημαγωγικό. Υπό αυτή την έννοια, όσο έξυπνα και αριθμητικά τεκμηριωμένα και να απαντάει στο ερώτημα, αυτό θα επανέρχεται συστηματικά γιατί η εξ’ αρχής λειτουργία του ήταν ιδεολογική. Έτσι κι αλλιώς η συντριπτική πλειονότητα του εκλογικού σώματος δεν είναι εξοικειωμένο με τόσο μεγάλα αριθμητικά μεγέθη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αξιολογήσει την πληροφορία που του δίνεται.
Υπό αυτή την έννοια, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει έγκαιρα να συνειδητοποιήσει ότι χρειάζεται να επιλέγει τις μάχες που θα δίνει μέχρι τελικής πτώσεως αλλά και ότι είναι σαφώς πιο κρίσιμο οι θέσεις, ο λόγος και η πρακτική του να αξονίζονται κυρίως γύρω από την ιδέα της πραγματικής κάλυψης των αναγκών της κοινωνίας, και λιγότερο – χωρίς φυσικά να το αμελεί – γύρω από μια στενά δημοσιονομικά πειθαρχημένη λογική, της οποίας τα όρια αυξομειώνονται έτσι κι αλλιώς από περίοδο σε περίοδο με πολιτικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, είναι πραγματικά πιο χρήσιμο να καλλιεργηθεί η ελπίδα της ριζικής αλλαγής σε ορισμένους τομείς που ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί όντως να τις επιτύχει, παρά να παγιδεύεται στον ετεροπροσδιορισμό του από τη ΝΔ ως προς τις προγραμματικές του θέσεις και πρακτική ώστε να αποφεύγει την κριτική περί δημαγωγίας, η οποία έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσει να ασκείται, ό,τι κι αν κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
ΠΗΓΗ: LIBRE.GR