Ο καμβάς των ελληνοτουρκικών συντίθεται από μικρά λάθος “αφηγήματα”, και μία μεγάλη εικόνα, την οποία συχνά αποφεύγουμε να αντικρύσουμε. Την επόμενη περίοδο –πιθανότατα μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, ή, κάτι που πρέπει να απευχόμαστε, μετά από κάποια συμπλοκή στο Αιγαίο– η μεγάλη εικόνα θα φανεί πιο καθαρά και, πιθανότατα, στο κάτω μέρος του καμβά θα υπάρχει η υπογραφή της Ουάσιγκτον.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Για τα μικρά (;) λάθος “αφηγήματα”, η πιο πρόσφατη διάψευσή τους συνέβη κατά την επίσκεψη του Νίκου Δένδια στο Κίεβο.
Μιλώντας κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, ο Ουκρανός ομόλογός του Κουλέμπα είπε ότι δεν πιστεύει ότι η Τουρκία ακολουθεί ουδέτερη στάση, αλλά υποστηρίζει την Ουκρανία.
«Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στον ΟΗΕ για θέματα που σχετίζονται με την Ουκρανία. Η Τουρκία υποστηρίζει την ουκρανική πλατφόρμα», είπε.
«Αντιμετωπίζουμε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας με κατανόηση. Συνεργάζονται με την Ουκρανία σε τομείς που είναι σημαντικοί για εμάς, ενώ ταυτόχρονα διεξάγουν οικονομικές δραστηριότητες με τη Ρωσία. Η Türkiye μας υποστηρίζει σε ζωτικά ζητήματα. Αυτά είναι θέματα ζωής και θανάτου», είπε περαιτέρω ο Kuleba.
Εν τω μεταξύ, σε τηλεφωνική επικοινωνία, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι συζήτησαν τις τελευταίες εξελίξεις στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Και λίγο αργότερα, σχεδόν αμέσως μετά την συνάντηση που είχε με τον Νίκο Δένδια, ο Ουκρανός πρόεδρος συνεχάρη δημοσίως τον Ερντογάν για την συμπαράστασή του στην χώρα του.
Μπορεί να μην αναμένει κανείς τις συνήθεις αβρότητες (και δη αυτές του οικοδεσπότη) από την διπλωματική σχολή μιας χώρας που υφίσταται εισβολή, οι δηλώσεις των Ζελένσκι και Κουλέμπα, παρόντος του Δένδιας, όμως, είναι αν μη τι άλλο αγενείς.
Και θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψιν από την ελληνική κυβέρνηση που μπορεί να επέλεξε, όπως υποστηρίζει, την “σωστή πλευρά της Ιστορίας”, εν προκειμένω, όμως, η “σωστή πλευρά” επιδεικνύει ακμάζοντα ενθουσιασμό για μία χώρα που ασκεί τον ίδιο αναθεωρητισμό (κατά της Ελλάδας) που αποτελεί την αιχμή του ρώσου εισβολέα. Πώς θα εκλαμβανόταν, για παράδειγμα, από τον Ζελένσκι, εάν σε μία επίσκεψή του στην Αθήνα, αμέσως μετά μία συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτός έκανε δήλωση υπέρ του Πούτιν;
Και εν τέλει, μπορεί η Τουρκία να πουλάει τα drones Bayraktar στον ουκρανικό στρατό, η Ελλάδα, από την άλλη, χαρίζει (…) άρματα μάχης και εξοπλισμό. Μία τακτική, έστω “ίσων αποστάσεων” θα μας άξιζε ως χώρα, αντ’ αυτού, όμως, οι Ζελένσκι και Κουλέμπα προτίμησαν να εξυμνήσουν την Τουρκία ενώ επισκεπτόταν το Κίεβο ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Χρειάζεται περαιτέρω απόδειξη του πόσο λανθασμένη είναι η εμμονή σε τέτοιου είδους “αφηγήματα”;
Εάν, πάντως, χρειάζεται, η ακύρωση -για δεύτερη φορά- της επίσκεψης του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας στην Ελλάδα και η ταυτόχρονη ανακοίνωση της επίσκεψής του στην Άγκυρα (την επόμενη εβδομάδα) για να συναντήσει τον Χουλουσί Ακάρ που μας απειλεί ότι “θα έρθει μια νύχτα”, θα έπρεπε να μας προβληματίσει δεόντως. Ακόμα κι αν υπάρχει, όπως λέγεται, κάποια δυσαρέσκεια των Ισραηλινών για το κέντρο εκπαίδευσης στην Καλαμάτα (για το οποίο έχουν διατυπωθεί σοβαρά ερωτήματα περί διαφάνειας από την αξιωματική αντιπολίτευση), στο οποίο συνεισφέρουν με τεχνογνωσία, καμία δικαιολογία δεν μπορεί να υπάρξει για την ακύρωση της επίσκεψης σε συνδυασμό με το ταξίδι του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας στην Άγκυρα.
Και απ΄ αυτό το συμβάν πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα πώς καμία συμμαχία δεν είναι δεδομένη, η δε ταχεία προσέγγιση της Ιερουσαλήμ με την Άγκυρα (μετά την προ μηνών επίσκεψη του Ισραηλινού προέδρου Χέρτζογκ) μπορεί να αποβεί καταλύτης για ευρύτερες εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο. Η συμφωνία Ισραήλ-Λιβάνου με αμερικανική διαμεσολάβηση, δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής μας, καθώς ορισμένοι την θεωρούν “μοντέλο” και για άλλου τύπου διευθετήσεις.
Είναι αλήθεια πως αυτά τα μικρά “αφηγήματα” πιάνουν τόπο στο εσωτερικό. Καλλιεργούν εντυπώσεις μιας Ελλάδας με πανίσχυρους και ακλόνητους συμμάχους, παραβλέπουν, ωστόσο, σκοπίμως την ρήση του Λόρδου Πάλμερστον που έλεγε πως “τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους και συμμάχους, μόνο σταθερά συμφέροντα”.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, κυριαρχεί η αντίληψη που διολισθαίνει από λάθος “αφήγημα” σε ακόμα πιο λάθος “αφήγημα”. Από τον “απομονωμένο Ερντογάν” στον “απόρθητο Μενέντεζ”, υπό τους ήχους, πάντοτε των Rafal και τις βεβαιότητες πως η Τουρκία δεν θα πάρει ποτέ νέα F16. Δεν πρέπει να χαίρεται κανείς που τα περισσότερα απ΄ αυτά διαψεύδονται, πρέπει, ωστόσο, να στενοχωρείται και να αισθάνεται άβολα που η εσωτερική κρατούσα αντίληψη και η διπλωματία μας διέπεται από τέτοια “αφηγήματα”.
Κάτι έλεγε κάποτε ο Σημίτης
Flash back: Όταν τον Ιούλιο του 2019 (λίγο μετά τις εκλογές) ο Κώστας Σημίτης έγραφε στην Καθημερινή για κάποιες “μη ευχάριστες λύσεις” που θα αντιμετωπίσουμε στα ελληνοτουρκικά, κάποιοι το υποτίμησαν. Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον πρώην πρωθυπουργό για κάποιες σοβαρές πτυχές της θητείας του, δεν μπορεί, όμως, να το κάνει για την γνώση του σχετικά με θέματα που ξεπερνούν τον περίκλειστο πολιτικό κύκλο των Αθηνών και φθάνουν στο Βερολίνο, ή ακόμα και την Ουάσιγκτον.
Σε εκείνο το άρθρο ο Κώστας Σημίτης απευθυνόταν ουσιαστικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είτε γιατί (ως ο πολιτικός που υπέστη την ήττα των Ιμίων και σύρθηκε στην Μαδρίτη και το Ελσίνκι) γνώριζε τι θα ακολουθούσε, είτε διότι εμπιστευόταν τον νέο, τότε, πρωθυπουργό ως προς τις προθέσεις του να προχωρήσει σε τολμηρά βήματα στα ελληνοτουρκικά. Μπορεί να συνέβαιναν και τα δύο.
Η αλήθεια είναι πως ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κάνει κάποια τέτοια βήματα. Οι δύο συναντήσεις με τον Ερντογάν στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, παρότι οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει στο παράνομο μνημόνιο με την Λιβύη, κάτι τέτοιο έδειχναν. Στον Βόσπορο, τον περασμένο Μάρτιο, επιχείρησε ένα ακόμα τέτοιο βήμα. Σήμερα, βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σημείο, απότοκο, αναμφίβολα, της έξαρσης της τουρκικής επιθετικότητας. Το ερώτημα είναι “τι κάνουμε”;
Ο πολιτικός στον οποίο φαινόταν να επενδύει ο Κώστας Σημίτης, το καλοκαίρι του ’19, έχει αλλάξει. Βρίσκεται μερικούς μήνες πριν τις εκλογές (όπως και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου), με πολλά σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει, χωρίς την “αποθέωση” που γνώρισε τα προηγούμενα χρόνια, και με πολύ μεγάλη πιθανότητα να μην μπορεί να ξανακυβερνήσει αυτοδύναμα. Στο εσωτερικό του κόμματός του, δε, βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες δυο σχολών: αυτήν του περιορισμού, μεν, της έντασης με την Τουρκία με τακτικούς χειρισμούς, αλλά και της “μη λύσης”, και την άλλη της ισχυρής αποτροπής με κατάκτηση ενός στρατιωτικού πλειονεκτήματος.
Παράλληλα, μπορεί οι υμνητές εσωτερικού να περιγράφουν την στάση εταίρων και συμμαχων ως τα “Γαυγάμηλα” της εξωτερικής πολιτικής του Μεγάρου Μαξίμου (όχι, πάντοτε, και του Νίκου Δένδια…), οι γνώστες, όμως, του γεωπολιτικού βάθους δεν κρύβουν πως δεν μπορεί εσαεί να βασιζόμαστε στον πραγματικά φίλο (και στέρεα αντίπαλο της Τουρκίας) Ρόμπερτ Μενέντεζ, ούτε στον δεξιοτέχνη λομπίστα Έντι Ζεμενίδης. Εξαιρετικοί και οι δύο, όμως η στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ δεν συμβαδίζουν συχνά με τους αιθεροβάμονες και αυτάρεσκους των Αθηνών.
Ο αμερικανικός παράγοντας
Στο ορατό μέλλον, οι ΗΠΑ ίσως επιδιώξουν μια σαφή διευθέτηση του “προβλήματος” που γι αυτούς αποτελούν τα ελληνοτουρκικά στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Με δεδομένο πως για την Ουάσιγκτον ο μοναδικός στόχος και σκοπός είναι η Ρωσία.
Η Τουρκία δεν υφίσταται καμία απολύτως απομόνωση και οι αναλυτές επισημαίνουν πως αργότερα ή γρηγορότερα θα αποκτήσει την πρόσβαση που θέλει στο πρόγραμμα των F16. Μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, η αμερικανική διοίκηση δεν σκοπεύει να επιλέξει την μία ή την άλλη. Και οι δύο πρωτεύουσες έχουν ρόλο στον αμερικανικό/νατοϊκό σχεδιασμό και η δοσολογία θα αλλάζει ανάλογα με τις γεωπολιτικές εξελίξεις (Συρία, Ιράν, ενέργεια, αγωγοί). Υπό την έννοια αυτή δεν πρόκειται να αποκτήσουμε κάποιο σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, οι δε ΗΠΑ το μόνο που μπορούν επί του παρόντος να πράξουν είναι να κρατούν όσο το δυνατόν χαμηλότερα το θερμόμετρο της έντασης. Δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι θα αποφευχθεί το μοιραίο, είτε, δε, αυτό συμβεί, είτε όχι, φαίνεται πως προοπτικά θα βάλουν στο τραπέζι ένα σχέδιο διευθέτησης των “διαφορών”. Ας μην ξεχνούμε πως η Ουάσιγκτον δεν μίλησε ποτέ για την μία και μοναδική διαφορά που αποτελεί πάγια ελληνική θέση.
Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Αφενός, αποφεύγοντας τα “αφηγήματα” που χαϊδεύουν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων και στήνουν διχαστικές πασαρέλες “πατριωτισμού”, ώστε να υπάρχει ένα μίνιμουμ εσωτερικό μέτωπο, αφετέρου φέρνοντας μια δική μας εθνική πρόταση που θα προλάβει ένα -κατά Σημίτη- σχέδιο “μη ευχάριστων λύσεων”.
Κι ας θυμηθούμε κάτι που συνήθιζε να λέει ένας πρώην υπουργός Εξωτερικών και βαθύς γνώστης της τεχνικής της διπλωματίας: πριν κάθε έντιμο συμβιβασμό πρέπει να μπαίνεις στο δωμάτιο χτυπώντας δυνατά το στήθος σου.
Εν προκειμένω, η ώρα της επέκτασης των χωρικών υδάτων νοτίως (και ανατολικά) της Κρήτης δεν πρέπει να βραδύνει άλλο. Έχοντας κατά νου πως ίσως σε άλλα μέτωπα θα απαιτηθούν ελιγμοί από τα πάγια. Όλα αυτά, πριν επιχειρηθεί να μας επιβληθούν από τρίτους (διαμεσολαβητές), διότι τότε ό,τι βρεθεί στο τραπέζι θα είναι πιό επώδυνο.