Η ενεργειακή κρίση είναι η τελευταία ευκαιρία της Ε.Ε. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, θα πρέπει ωστόσο να γίνουν πιο φιλόδοξοι: η Ευρώπη χρειάζεται μια μόνιμη λύση στις χρόνιες αποτυχίες συντονισμού της.
Από την έναρξη της πανδημίας το 2020, η Ευρώπη δεν είχε άλλη τέτοια ευκαιρία να επιδείξει τη συνοχή της. Το κατέβασμα του ενεργειακού διακόπτη από τον Βλαντιμίρ Πούτιν – το οποίο έχει ως σκοπό να τιμωρήσει την αντίθεση στην εισβολή του στην Ουκρανία – είναι ένα κλασικό εξωτερικό σοκ το οποίο θα επηρεάσει τις χώρες με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την εξάρτησή τους από τις προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου, με τη Γερμανία και την Ιταλία να είναι μεταξύ των σκληρότερα πληττόμενων.
Για να μετριαστεί ο αντίκτυπος της αύξησης των τιμών, να βοηθηθούν οι πιο ευάλωτοι να περάσουν τον χειμώνα και να επιταχυνθεί η μετάβαση σε άλλες πηγές ενέργειας, δικαιολογούνται δημόσιες δαπάνες κλίμακας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση, η δημοσιονομική απάντηση θα ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτόματη. Η στήριξη θα έρεε αμέσως προς τις περιοχές οι οποίες θα πλήττονταν περισσότερο, αρχικά μέσω άμεσης βοήθειας και αργότερα μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων και πιστώσεων τόσο για επιχειρήσεις όσο και για νοικοκυριά. Αυτό είναι το είδος του επιμερισμού βαρών το οποίο απαιτείται για να μοιράζονται κυβερνήσεις ένα νόμισμα. Χωρίς αυτό, ορισμένες χώρες θα μπορούσαν να καταλήξουν με χρέη τα οποία θα ήταν υπερβολικά μεγάλα για να τα σηκώσουν.
Παραφωνία
Στην ΕΕ δεν συμβαίνει έτσι. Όπως και σε άλλες κρίσεις, τα 27 κράτη-μέλη της αγωνίζονται να δώσουν μια ad hoc απάντηση στην έλλειψη φυσικού αερίου, διχασμένα για τα πάντα, ξεκινώντας από την εσωτερική πολιτική κάθε χώρας μέχρι τη φυσική δομή του ενεργειακού της δικτύου.
Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, πίεσαν για ανώτατα όρια (πλαφόν) τιμών, τα οποία ήλπιζαν ότι θα μείωναν το κόστος των δικών τους εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Η Γερμανία, από την πλευρά της, ανακοίνωσε μονομερώς ένα πρόγραμμα μετριασμού των τιμών ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι αγορές αντέδρασαν στην “παραφωνία” αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για την Ιταλία, όπου το ήδη βαρύ δημόσιο χρέος θα έκανε τις πρόσθετες δαπάνες ιδιαίτερα δύσκολες.
Ευτυχώς, οι ηγέτες της Ευρώπης πιθανόν να κατευθύνονται προς κάποια μορφή συνεργασίας. Σύμφωνα με το Bloomberg News, η Γερμανία μπορεί να είναι τελικά ανοικτή στην παροχή δανείων της ΕΕ σε προβληματικά κράτη, τα οποία θα χρηματοδοτούνται από κοινό χρέος. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μειώσει κάπως το κόστος δανεισμού για κράτη όπως η Ιταλία.
Θα υπολειπόταν ωστόσο του Ταμείου Ανάκαμψης από την πανδημία, το οποίο χαιρετίστηκε ως μια σημαντική στροφή, με τη συμπερίληψη ορισμένων επιχορηγήσεων μαζί με δάνεια – και ακόμη περισσότερο θα υπολειπόταν του είδους του επιμερισμού δημοσιονομικών βαρών το οποίο απαιτείται για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της νομισματικής ένωσης.
Τέτοια ημίμετρα αφήνουν την Ευρώπη απροετοίμαστη για περαιτέρω προκλήσεις, ενώ σταδιακά θα ολισθαίνει προς ακόμη μια κρίση χρέους. Χωρίς αμφιβολία, οι προσπάθειες για επέκταση του επιμερισμού των κινδύνων αντιμετωπίζουν ισχυρούς αντίρροπους πολιτικούς ανέμους σε μεμονωμένες χώρες.
Τελευταία ευκαιρία;
Τουλάχιστον όμως η ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να ιδρύσει ένα μόνιμο ταμείο για την παροχή δανείων και επιχορηγήσεων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης – με σαφείς διαδικασίες για τη χρήση του, έτσι ώστε τα μέλη της ΕΕ να μην χρειάζεται να διαπραγματεύονται ένα νέο πρόγραμμα κάθε φορά που εμφανίζεται μια κρίση.
Σε τελική ανάλυση, αυτό που χρειάζεται είναι μια κεντρική δημοσιονομική αρχή, με δική της πηγή εσόδων και την εξουσία να δαπανά όταν χρειάζεται για τον μετριασμό των ασύμμετρων κραδασμών.
Εάν ούτε η πανδημία ούτε ένας υβριδικός πόλεμος με τη Ρωσία μπορούν να κάνουν την ΕΕ ακόμη και να εξετάσει μια τέτοια πιθανότητα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα μπορούσε να την κάνει να το πράξει.
Όσο περισσότερο η Ευρώπη περιμένει, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να αποτύχει το πείραμά της για μια ενοποίηση.