“Τώρα που πέρασε καιρός, τόσα χρόνια”* καταλαβαίνω τι λείπει από τους σημερινούς 20άρηδες, τούς λείπει αυτό το σταμάτημα, να πάρουν αναπνοή, από τους ξέφρενους ρυθμούς της νιότης τους, όπως συνέβη με μας, όταν ακόμη με απέχθεια αντιμετωπίζαμε οτιδήποτε ελληνικό ως τότε.
Κι ήρθε η “Εποχή της Μελισσάνθης” να μας δώσει μια περίληψη της μέχρι τότε Ελλάδας, να μας φουντώσει το ενδιαφέρον για το ελληνικό μας παρελθόν, να μας ενεργοποιήσει με έναν μυστικό κι ακατανόητο μέχρι σήμερα από τους ειδικούς, κώδικα, να επιστρέψουμε στα καθ’ ημάς.
Σε δώματα φοιτητικά στα κέντρα των πολύβουων πόλεων, τολμήσαμε ν’ απλώσουμε τις κουρελούδες μας και να ακούσουμε σε ομαδικές ακροάσεις το έργο, με κατάνυξη νεοφώτιστων, σε κασέτες να το στέλνουμε σε φίλους να το ακούν κι αυτοί σε παραμεθόρια σχολεία της Θράκης, σε παγωμένα φοιτητικά δωμάτια της Φλώρινας, στα γκριζα Παρίσια και στα κρύα Βερολίνα, στις αυτοκρατορικές Βιέννες να στέλνουμε τις δωρικές μελωδίες, να κάνουμε νυκτερινές λειτουργίες κάθαρσης, να τραγουδάμε μέσα σε βάρκες καλοκαίρια στα νησιά “Μητέρα κι αδελφή” σαν χορικό από την πρόσφατη τραγωδία της δικής μας πλέον ζωής, σα να ξέραμε το τι θ’ ακολουθούσε…
Κι είναι αυτός ο μυστικός τρόπος, πέρα από την επικοινωνιακά κόλπα του συρμού, που καθορίζει τελικά την ευαισθησία μιας γενιάς, το κοινό συνωμοτικό μας κλείσιμο ματιού, μακριά από ιδεολογίες και διχασμούς ανώφελους, άσχετα αν αυτό που ακολούθησε μετά, μας πέταξε στο περιθώριο μιας μικρής μειοψηφίας, αόρατης, που όμως υπήρξε και υπάρχει και θα υπάρχει πάντα…
Κι αυτό έστω αργά, τόσα χρόνια μετά, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, όλοι στον Μόνο Χατζιδάκι.
*”Τώρα που πέρασε καιρός, τόσα χρόνια” = η πρώτη φράση στην “Παρένθεση” του Τάκη Κανελλόπουλου